Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική διαρκείας

Χαράλαμπος Γκότσης

Το σενάριο επαναλαμβάνεται κάθε φορά που η οικονομία βρίσκεται σε κρίση.

Το ίδιο ανασύρθηκε και τώρα για να εφαρμοστεί και στη νέα οικονομική κρίση που μας προέκυψε, ως αποτέλεσμα των μέτρων περιορισμού της μετάδοσης του covid 19. Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν, ήδη με το ξέσπασμα  της κρίσης, να περιορίσουν τη συρρίκνωση της παραγωγής καθώς και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Εμπνευστής αυτής της σταθεροποιητικής πολιτικής είναι ο μεγάλος βρετανός οικονομολόγος John Maynard Keynes, ο οποίος με τη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» το 1936, έδωσε τη συνταγή για την αντιμετώπιση της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-31. Έκτοτε, τόσο ο ίδιος όσο και η θεωρία του γνώρισαν μεγάλη αναγνώριση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70, χαρίζοντας στις περισσότερες οικονομίες της Δύσης το οικονομικό θαύμα που έφερε ανάπτυξη και ευημερία στους λαούς των. Και μετά ήρθε η αμφισβήτηση και τελικά η αποκαθήλωση. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;

 

Πέρασε η κευνσιανή οικονομική πολιτική στο χρονοντούλαπο της ιστορίας;

 

Ουδέν ανακριβέστερον! Παρά την επικράτηση των νεοκλασικών ή άλλως νεοφιλελεύθερων απόψεων σχετικά με τη ρύθμιση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, η πραγματικότητα έδειξε, ότι ο Κeynes ήταν δύσκολο να παρακαμφθεί. Οι ευφάνταστες θεωρίες της νεοκλασικής σχολής, αποδείχθηκαν χρήσιμες μόνο όταν η οικονομία βρισκόταν σε ήρεμα νερά. Μόλις όμως άρχιζαν οι φουρτούνες, κάθε φορά που εμφανιζόταν μια κρίση, δεν ήταν σε θέση ούτε να ερμηνεύσουν τα αίτιά της και ακόμη χειρότερα δεν διέθεταν και τα αναγκαία εργαλεία εξόδου από αυτή. Και τούτο διότι οι κρίσεις είναι απρόβλεπτες. Συνεπώς είναι δύσκολο να περιληφθούν στα οικονομικά μοντέλα και προγράμματα. Έτσι και οι πολιτικοί, που κατά βάσιν είναι πραγματιστές, με την εμφάνιση μιας σημαντικής διαταραχής, ανασύρουν την κευνσιανή εργαλειοθήκη για να σώσουν είτε την εθνική τους οικονομία είτε την παγκόσμια. Από την εποχή του Richard Nixon, αρχές της δεκαετίας του 70, όταν ο Πρόεδρος υιοθέτησε τη φράση του Milton Friedman “We are all Keynesians now”, μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, όλες οι μεγάλες  οικονομίες, χωρίς εξαίρεση και ιδεολογική ταυτότητα των κυβερνήσεων, υιοθέτησαν κευνσιανές πολιτικές για να βγουν από την κρίση. Έτσι, ακόμη και ο τ. υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Wolfgang Schaeuble, στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009, εισηγήθηκε στη Γερμανική Βουλή ένα γενναίο πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης, μέσω δανεισμού του δημοσίου, αυξάνοντας το κρατικό χρέος. Σε αντίθεση όμως με το σημερινό υπουργό οικονομικών της χώρας Olaf Scholz, που δηλώνει κευνσιανός, ο κ. Schaeuble αφού έλυσε το πρόβλημα της χώρας του, ξέχασε να ασχοληθεί με την κατανόηση του μηχανισμού και την αποτελεσματικότητά του. Έτσι, παρά την επιτυχημένη εμπειρία του στο εσωτερικό, επέβαλλε στις χώρες του Νότου την εφαρμογή νεοκλασικών μεθόδων, μέσω πολιτικών λιτότητας, με αποτέλεσμα, αντί να βγουν από την κρίση, να βυθιστούν περισσότερο στα χρέη και να υποστούν τεράστια μείωση του  ΑΕΠ τους, που οδήγησε σε συρρίκνωση των οικονομιών και στην ανεργία. Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών   βαραίνουν τις χώρες ακόμη και σήμερα 12 χρόνια αργότερα. Φαίνεται όμως ότι και αυτό δεν ήταν αρκετό, αφού με το πρόσχημα της αποτροπής νέων ελλειμμάτων, επινοήθηκε η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας, εξουδετερώνοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο τον κρατικό προϋπολογισμό, ως εργαλείο ρύθμισης της οικονομίας. Άδραξε δηλαδή την ευκαιρία, στο αποκορύφωμα της υπερχρέωσης των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών (2012), για να καθαρίσει οριστικά με την κευνσιανή οικονομική πολιτική. Ώσπου ήρθε βέβαια η επόμενη κρίση για να φανερώσει πόσο σαθρή ήταν η επινόηση ενός μόνιμου μηχανισμού απαγόρευσης στην ουσία των ελλειμμάτων, ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία.

 

Η βασική ιδέα του Keynes

 

Στο έργο του ο Keynes εστιάζει, σε αντίθεση με την έως τότε (1936) κρατούσα άποψη των κλασικών, στη συνολική ζήτηση, ως βασικό μοχλό για τη ρύθμιση της οικονομίας.  Δεν ορίζει κατ’ αυτόν η προσφορά τη ζήτηση, αλλά η ζήτηση την προσφορά. Όταν παρουσιάζεται πτώση της ζήτησης αγαθών, τότε μειώνεται η παραγωγή, κάτι που οδηγεί αυτόματα και σε ανεργία. Επειδή δε η οικονομία από μόνη της δεν επανέρχεται στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης, το κράτος επιβάλλεται να παρέμβει για να καλύψει το όποιο κενό ζήτησης υπάρχει. Σε περίπτωση μάλιστα που μια ύφεση είναι πολύ βαθιά και εξελίσσεται σε κρίση, τότε η κρατική παρέμβαση γίνεται ακόμη επιτακτικότερη. Το βασικό εργαλείο που διαθέτει το κράτος, είναι ο προϋπολογισμός. Επιτρέπει όμως ο κευνσιανισμός τη δημιουργία μόνιμων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και συνεπώς μια μόνιμη διόγκωση του δημοσίου χρέους; Όχι βέβαια! Αυτό είναι λάθος και αποτελεί συνήθως έναν παραπλανητικό ισχυρισμό των πολέμιων των οικονομικών της ζήτησης, δηλαδή των οπαδών των οικονομικών της προσφοράς και του δόγματος της αυτορρύθμισης της αγοράς.

 

Στόχος της κευνσιανής θεωρίας είναι η εξισορρόπηση ενός επιπέδου παραγωγής και απασχόλησης με τη βοήθεια του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό μπορεί να συμβεί με τη δημιουργία ελλείμματος, πλεονάσματος ή ακόμη και με ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεται η οικονομία. Σημασία δεν έχει η διαρκής ισορροπία στον προϋπολογισμό, αλλά η εξομάλυνση των οικονομικών διακυμάνσεων, μέσω μιας αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής. Αυτό είναι αναγκαίο, επειδή η οικονομία δεν εξασφαλίζει, με τις υποτιθέμενες δυνάμεις της αυτορρύθμισης, πλήρη ισορροπία της απασχόλησης, ενώ αντίθετα τείνει προς την υποαπασχόληση, η οποία συχνά σε περιόδους κρίσης λαμβάνει ακραίες διαστάσεις.

 

Σταθεροποιητική πολιτική μόνο σε περιόδους κρίσης;

 

Επειδή όπως αναφέρθηκε, η εμφάνιση ανεπιθύμητων φαινομένων, όπως είναι η ύφεση ή ακόμη χειρότερα η κρίση, είναι σύμφυτη με τη λειτουργία του οικονομικού μας συστήματος και επανέρχονται κάθε τόσο, καθίσταται αναγκαία η δημιουργία ενός εξισορροπητικού μηχανισμού, ο οποίος να ρυθμίζει το επίπεδο της ζήτησης ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομικής συγκυρίας.

Αυτό επιτυγχάνεται με παρεμβάσεις σε δύο επίπεδα:

 

Πρώτον, με την εφαρμογή αντικυκλικής πολιτικής, με στόχο τον περιορισμό των οικονομικών διακυμάνσεων. Το κράτος φροντίζει δηλαδή με πρόσθετες δαπάνες να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, όταν η ιδιωτική δαπάνη μειώνεται και αντίθετα περιορίζει τις δαπάνες, όταν αυτή αυξάνεται. Αυτό μπορεί να συμβεί όχι μόνο μέσω της αυξομείωσης  των δαπανών αλλά και των φόρων. Ο πολλαπλασιαστής , ο οποίος εξαρτάται από την οριακή ροπή προς κατανάλωση, προσδιορίζει στη συνέχεια το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα από την παρέμβαση στο επίπεδο της ενεργού ζήτησης. Σημαντική συμβολή στην επιτυχία έχει το σωστό timing καθώς και η δοσολογία μιας συγκεκριμένης σταθεροποιητικής παρέμβασης.

 

Δεύτερον, με τη σταθεροποίηση των επενδύσεων. Είναι γεγονός, ότι σε περιόδους κρίσης, υπάρχει απροθυμία του ιδιωτικού τομέα να προβεί σε επενδύσεις, κυρίως λόγω αρνητικών επιχειρηματικών προσδοκιών. Το κράτος θα πρέπει να αναλάβει την εξισορρόπηση του όγκου των επενδύσεων με την εφαρμογή ενός δημοσίου επενδυτικού προγράμματος, οι οποίες μέσω της ενίσχυσης του πολλαπλασιαστή θα επαναφέρουν την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση σε υψηλότερα επίπεδα.

 

Τα πρώτα συμπεράσματα από την εφαρμογή κευνσιανής πολιτικής την περίοδο της πανδημίας

 

 Σήμερα, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας μπορούμε να βγάλουμε τα πρώτα βασικά συμπεράσματα από την ασκηθείσα οικονομική πολιτική. Είναι γεγονός, ότι τα πακέτα αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής, μέσω της τόνωσης της ζήτησης, τα οποία χρησιμοποίησαν οι περισσότερες χώρες, στόχευαν στη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης με την προσδοκία ότι η αντίδραση θα έχει τη μορφή της καμπύλης V, ότι δηλαδή θα ανακτούσαμε άμεσα το χαμένο έδαφος σε παραγωγή και απασχόληση. Πράγματι όλες οι μεγάλες οικονομίες επέδειξαν ισχυρή θετική αντίδραση το Γ΄ τρίμηνο του 2020, η οποία ανακόπηκε όμως από το 2ο κύμα της πανδημίας το Φθινόπωρο.  Τα αλλεπάλληλα Lockdowns εξάλλου, δεν έδωσαν την ευκαιρία στην αυξημένη ρευστότητα να μετατραπεί σε ενεργό ζήτηση, αφού ένα μεγάλο μέρος της αγοράς βρέθηκε εκτός λειτουργίας. Έτσι, η ρευστότητα οδηγήθηκε με τη μορφή αύξησης των καταθέσεων στις τράπεζες, κάτι που ακυρώνει ένα μέρος τουλάχιστον από τη δυναμική των ενέσεων ρευστότητας.

 

Στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε ειδικό πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας στοχευμένο στην τόνωση της ζήτησης. Μέτρα όμως, όπως η ενίσχυση της απασχόλησης και η ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής, συνέβαλαν στο σχετικό μετριασμό των  απωλειών στο ΑΕΠ της χώρας.  Το μέγεθος όμως της παρέμβασης  δεν ήταν ικανό για να ανακόψει τη βαθιά ύφεση, περί το 10% του ΑΕΠ για το σύνολο του 2020, στην οποία βυθίστηκε η χώρα. Έτσι, η πορεία της πανδημίας, ανέτρεψε τα σχέδια για γρήγορη ανάκαμψη, ενώ η έξοδος από την ύφεση αναμένεται από το Β΄ εξάμηνο του 2021 και μετά, και μόνο σε περίπτωση που υπάρξει ομαλή εξέλιξη στο μέτωπο της πανδημίας ως αποτέλεσμα του μαζικού εμβολιασμού των πολιτών. Η τελική καταγραφή συνεπώς των απωλειών σε ΑΕΠ, σε ανέργους και χρεοκοπίες επιχειρήσεων θα γίνει το πιθανότερο μετά το ερχόμενο καλοκαίρι.

 

Συμπερασματικά αξίζει να σημειωθεί, ότι για άλλη μια φορά η ανθρωπότητα ολόκληρη ξεσκόνισε τις κευνσιανές πολιτικές, με όλες τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν από τις διαρκείς επανεμφανίσεις του κορωνοιού, για να τις εφαρμόσει και να μην οδηγηθεί σε γενική οικονομική κατάρρευση. Οι επιλογές αυτές δεν είναι μόνο αποτελεσματικές σε ότι αφορά τη ρύθμιση της οικονομίας. Ταυτόχρονα στοχεύουν στην πλήρη απασχόληση και στην αναδιανομή του εισοδήματος που τις καθιστά εγγενώς προοδευτικές. Τα μαθήματα, που με τις αλλεπάλληλες κρίσεις πήραμε, θα πρέπει να μας οδηγήσουν στην εφαρμογή τους σε μόνιμη βάση, αφού εξασφαλίζουν ευημερία και ταυτόχρονα κοινωνική δικαιοσύνη. Άλλωστε, η εναλλακτική πρόταση των οικονομικών της προσφοράς απαιτεί λιγότερους φόρους και εποπτικούς ελέγχους, ώστε μέσα από την αύξηση των κερδών να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Η όποια ανάπτυξη όμως, όπως διαπιστώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες καταλήγει σε συσσώρευση πλούτου και σε μεγαλύτερη ανισοκατανομή μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων.

 

 

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη