Ηλέκτρα Αποστόλου 26/7/1944


Ελένη Καρασαββίδου

Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει το όνομα της σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, να μνημονεύεται κάθε χρονιά σε κάθε σχολείο. "Κανονικά", δλδ αν δεν είχε πλαστογραφηθεί η Ιστορία από μια επίπλαστη 'κανονικότητα'. "Κανονικά", δλδ αν δεν είχε παραχαραχτεί η αγάπη για τον τόπο από έναν με το αζημίωτο δήθεν πατριωτισμό. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 20.2.1914, από μια εύπορη οικογένεια των Αθηνών. Κι οδηγήθηκε από επιλογή, δλδ από αξιοπρέπεια, από την άνετη ζωή στην υπέρτατη θυσία.

 

Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας που είχε πεταχτεί από την ταράτσα της Ασφάλειας μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του «σφαγείου» που λειτουργούσε επί Κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο «Κρυστάλ». Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα και είχε υποστεί φριχτές παραμορφώσεις και κακώσεις από χτυπήματα με διάφορα όργανα.

 

Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης ημέρας στη διασταύρωση των οδών Ιθάκης και Γ΄ Σεπτεμβρίου από γκεσταπίτες. Στα αρχεία της περιώνυμης ανάκρισης βρέθηκε εκείνος ο διάλογος που τους εκνεύρισε πολύ, η στιχομυθία που έχει αναχθεί σε «ύμνο της Αντίστασης» και έκανε τον Παρθενίου , τον Καθρέφτη και τον αντισυνταγματάρχη Πάτερη να πέσουν ώρες πάνω της με λύσσα για δεν μπορούσαν ν' αντέξουν την ντροπή τους:

 

-Πώς λέγεσαι;

-Ελληνίδα!

-Πού μένεις;

-Στην Ελλάδα!

-Για ποιους δουλεύεις;

-Για τον Ελληνικό Λαό!

-Ποιοι είναι οι συνεργοί σου;

-Όλοι οι Έλληνες!

 

Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο ευγενικά και μαχητικά στελέχη της. "Ηλέκτρα Αποστόλου" μια τόσο σύντομη ζωή, γιομάτη τόσον απίστευτο αγώνα... θα γράψει η Μελπω Αξιώτη.

 

Κι η Έφη Πανσελήνου: Είναι Ιούλης του 44. Οι Γερμανοί ξεφτάνε. Φαίνεται από τη λύσα τους: Τα μπλόκα, οι εκτελέσεις, οι μάχες φουντώνουνε. Στους δρόμους, στις πόλεις, στα βουνά κρατάνε ανάστατη τη χώρα που παλεύει με τα δόντια, τα χέρια, τα πόδια, ορμητικά, απεγνωσμένα, ν' ανθέξει τους τελευταίους σφαδασμούς του θηρίου.

 

Η Ηλέκτρα κοιμήθηκε στ' αρπαχτά. Έγειρε την αυγή, σαν τέλιωσε η συνεδρίαση πάνω στο ντιβάνι όπως είτανε. Το μικρό δωμάτιο φλομώνει ο καπνός και η κλεισούρα. Πρέπει να φύγει μόλις αρχίσει η κυκλοφορία από την Αχαρνών...

 

- Σου' χω μια λιχουδιά. Μια ντομάτα, κόρη μου, άπλωσε το χέρι η μάνα του συντρόφου. Κάτσε να φας λίγο μη βγεις στο δρόμο νηστικιά. Έχω και σταρένιο ψωμάκι από το χωριό.

- Ευχαριστώ, ευχαριστώ!

 

Πήρε τη ντομάτα στο χέρι, τη χάιδεψε με το μάτι. Αστραφτερός ολοστρόγγυλος καρπός της πατρίδας, προσφάγι της φτωχολογιάς. Την κύταξε κι ένιωσε ευγνωμοσύνη.

/.../

- Στο καλό κόρη μου, την ξεπροβόδισε η γριά.

 

Της κούνησε το χέρι γελώντας και τράνταξε πίσω της η πόρτα. Τα δυνατά της πόδια σφυροκοπούνε το λιθόστρωτο κι αντηχούνε τη χαρά, που δονεί τούτο το δυνατό, γεροδεμένο κορμί: Να ζεις και να δουλεύεις. Να γυρνάς επί τέλους κάποτε, μέσα στους δρόμους της αγαπημένης Αθήνας....

 

Κι η στενή φίλη της Διδώ Σωτηρίου: "Η αυτοκυριαρχία είναι το χαρακτηριστικό της. Δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία της. Αν της πεις πως καίγεται το μπρος μέρος του σπιτιού, θα σου απαντήσει: «Καλά, θα βγούμε από το πίσω!» Αν της πεις πως καίγεται ολόκληρο το σπίτι και πάλι δε θα τα χάσει. Θα σου πει μ’ όλη τη φυσικότητά της: «Ωραία! Τότε θα επιχειρήσουμε να βγούμε μέσα από τις φλόγες!»

 

Κι ο κόσμος να χαλάει, αν ανάμεσα σε δυο δουλειές τής μένει μια ωρίτσα για ύπνο, γέρνει το κεφάλι της όπου βρει, έστω και σε μια πέτρα, και κοιμάται. Ο άνθρωπος δεν έχει ανεξάντλητες δυνάμεις. Όταν τις χρειάζεται για ένα σκοπό, πρέπει να ξέρει να τις κουμαντάρει.

 

 

 

Αυτές τις καλές συνήθειες τις είχε αποκτήσει η Ηλέκτρα από τα πρώτα χρόνια που μπήκε στον αγώνα. Έτρεχε τότε με τα πόδια από τη Νέα Ιωνία στην Kαισαριανή και από την Καισαριανή στην Καλλιθέα, στο Δουργούτι, στα Πατήσια. /.../

 

Οι αγωνιστές ζούσαν σαν τα πετεινά τ’ ουρανού, δίχως σπίτι, δίχως φαΐ κι ανάπαυση, δίχως αλλαξιά...

 

H Hλέκτρα δεν είχε ποτέ ένα δεύτερο φουστάνι... ένα τσιτάκι φορούσε κι ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια, χωρίς κάλτσες, και στο χέρι κρατούσε έναν δανεικό χαρτοφύλακα, που μέσα είχε τα χαρτιά της και την οδοντόβουρτσά της! Δεν είχε ποτέ χρήματα ούτε χρόνο για ν’ ασχοληθεί με το ντύσιμό της.

 

Δεν ήταν λιγότερες οι στερήσεις που δοκίμαζε και στο ζήτημα της διατροφής της.... Oι νοικοκυράδες στις λαϊκές συνοικίες, που ήξεραν τη στερημένη της ζωή, έκαναν αλλιώτικα να την κρατήσουν, να μοιραστεί τη φασολάδα τους. Tην αγαπούσαν εκείνη τη «γελαστή, γλυκομίλητη κοπελίτσα» που ξεσήκωνε τις καρδιές τους και τις γέμιζε φως.

 

H Hλέκτρα, που αγαπούσε θερμά τη ζωή όσο λίγοι/.../ αν ήθελε, θα τα είχε όλα. Mα ο νους της, η καρδιά της, η ζωή της πλημμύριζαν από μια φλογερή επαναστατική προσήλωση στο ιδανικό της πανανθρώπινης ευτυχίας. "Δεν παίζουμε κουμπάρες ", έλεγε. " Γράφουμε την Ιστορία του τόπου μας, πασχίζουμε να χαρίσουμε μια καλύτερη ζωή στο λαό μας. /.../

 

Πίστευε στην αυτοκριτική` δεν τη θεωρούσε θεατρική παράσταση για δημιουργία εντυπώσεων. Αυτό το ήθος το διατηρεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλα, φροντίζει τους συνεργάτες της. Βρίσκει πάντα καιρό ν' ακούσει τι τους απασχολεί, τι τους στεναχωρεί. Ακόμα και τα προσωπικά τους ζητήματα τα προσέχει, δείχνοντας κατανόηση και ανθρωπιά. Δε συνηθίζει εκείνο το

" κόψε το λαιμό σου να τα βγάλεις πέρα..." Και μέσα στο μεγαλύτερο πυρετό της δουλειάς δεν ξεχνάει ποιος συνεργάτης της έχει γενέθλια ή ονομαστική γιορτή ή χαρές ή πένθη ή βάσανα οικογενειακά.

 

Κι όμως αυτή η γυναίκα τη δική της προσωπική ζωή πολλές φορές την ξεχνάει, τη βάζει σε δεύτερη μοίρα. Το κοριτσάκι της, τη μεγάλη αγάπη της ζωής της, δεν μπορεί πια να την έχει μαζί της. Μεγαλώνει με ξένους, πότε δω και πότε κει. Η μάνα αλαφιασμένη κοιτάζει να ξεκλέψει λίγη ώρα, να τρέξει, να την πάρει στην αγκαλιά της, να παίξει μαζί της, να δει πώς τρέφεται, πώς κοιμάται, τι λογάκια λέει, τι σκέψεις κάνει. Είναι όμως και στιγμές σκληρές. Το ταμπούρι τη θέλει άγρυπνη, νύχτα μέρα. Τα στραπάτσα στη δουλειά πολλά, οι συλλήψεις , οι εκτελέσεις χαλούν συχνά τα σχέδια. Η μάχη όταν συνεχίζεται δίχως ανάπαυλα δε σε ρωτάει αν είσαι μάνα...

 

Την Πρωτοχρονιά του 1943 άφησε ό,τι δουλειές είχε, γλίστρησε σ' έναν κήπο, έκοψε ένα κλαρί και στόλισε δέντρο για την κορούλα της. Έπαιξε μαζί της, τραγούδησε, χόρεψε. Α, τι γλυκές που' ναι οι ειρηνικές ανθρώπινες συγκινήσεις...

 

- Μαμά, είπε το παιδί, τι καλά που τα περνάμε οι δυο μας! Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις εδώ μαζί μου, να σε βλέπω πάντα; Να μη χωρίζουμε ποτέ...

- Θα' ρθω , Αγνή, σε λίγο που θα λευτερωθούμε, θα' ρθω κοντά σου και δεν θα ξαναφύγω ποτέ πια...

 

ΥΓ Γνώρισα από κοντά την Αγνή, την κόρη της κάποτε... Μια από τις Μνήμες της ζωής μου

ΥΓ 2 "Ηλέκτρα!

Η ώρα της λευτεριάς έφτασε κι εσύ λείπεις.

Στις λεύτερες συνοικίες μας τα χωνιά διαλαλούνε τις νίκες μας

Κι εσύ δεν ακούς.

Οι σημαίες του ΕΑΜ δοξάζουν τον Αγώνα μας

Κι εσύ δε βλέπεις.

Ηλέκτρα μας.

Η ώρα της λευτεριάς έφτασε, μα συ λείπεις.

Είναι τ’ όνομά σου γραμμένο πλάι πλάι στ’ όνομα της λευτεριάς

Το αίμα σου μέσα στις φλέβες μας, η καρδιά σου

Στην καρδιά μας. Γ. Ρίτσος

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη