Στην καρδιά των σπουδαιότερων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι οι πράξεις εκδίκησης.
Οι εκδικητές ξεπερνούν τους εχθρούς τους με ανώτερη φυσική ανδρεία, όπως όταν ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα σε μία μάχη για να εκδικηθεί τον θάνατο του συντρόφου του Πάτροκλου. Ή μέσω της πονηριάς και της εξαπάτησης, όπως όταν η Μήδεια δολοφονεί τον Κρέοντα και την κόρη του χρησιμοποιώντας δηλητηριασμένα ρούχα για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, τον άπιστο σύζυγό της.
Αλλά πώς θα μπορούσε ένα άτομο που στερείται σωματικής δύναμης, μαγικών ικανοτήτων ή καλών φίλων να πάρει εκδίκηση; Οι γυναίκες ταπεινής καταγωγής ήταν μεταξύ των πιο αδύναμων στην κοινωνία της Αρχαίας Ελλάδας, αλλά διέθεταν ένα ισχυρό όπλο απέναντι στους μισητούς εχθρούς τους: το κουτσομπολιό.
Το κουτσομπολιό και η διασπορά φημών έχουν προσωποποιηθεί σε πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών. Η φήμη στα ομηρικά έπη είναι αγγελιοφόρος του Δία, που ορμά μαζί με τα πλήθη των στρατιωτών καθώς αυτά συγκεντρώνονται, οικοδομώντας μια εικόνα του τρόπου που διασπείρεται μεταξύ των ανθρώπων από στόμα σε στόμα κι εξαπλώνεται μέσα στα πλήθη.
Ο Ησίοδος την απεικονίζει επίσης με κάποιο τρόπο θεϊκό, αλλά παράλληλα και ως κάτι απέναντι στο οποίο ο άνθρωπος πρέπει να είναι επιφυλακτικός, γιατί η φήμη είναι άτακτη, ελαφριά και εύκολο να ανατραφεί και δύσκολο να την ξεφορτωθεί κανείς.
Ο ρήτορας Αισχίνης περιγράφει το κουτσομπολιό του 4ου π.Χ. αιώνα για τα ιδιωτικά θέματα που διδίδονταν φαινομενικά αυθόρμητα στην πόλη της Αθήνας. Οι Αθηναίοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, άντρες και γυναίκες, ελεύθεροι και σκλάβοι, νέοι και ηλικιωμένοι, φαίνεται ότι απολάμβαναν ιδιαίτερα το κουτσομπολιό και φρόντιζαν να διαδοθεί αυτό σε κάθε γωνιά της πόλης αστραπιαία. Μάλιστα φαίνεται ότι η τάση του κουτσομπολιού σε ένα τόσο μεγάλο έυρος της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, άνοιγε αγωγούς μεταξύ των πιο χαμηλών και των ισχυρότερων στρωμάτων, των πιο αδύναμων και των πιο δυνατών.
Την ίδια στιγμή που ο Αριστοτέλης υποδεικνύει ότι το κουτσομπολιό ήταν συχνά ένα απλό και ευχάριστο χόμπι, καθιστά επίσης σαφές ότι η πρακτική αυτή μπορούσε να έχει κακόβουλες προθέσεις όταν μεκείνο ξεκινούσε από κάποιον που είχε η θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί.
Αυτή η αξιολόγηση των λέξεων ως όπλα στα χέρια των αδικημένων είναι ιδιαίτερα σημαντική αν σκεφτεί κανείς πώς οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το κουτσομπολιό στα δικαστήρια της Αθήνας, διότι η κρίση των δικαστηρίων βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αξιολόγηση του χαρακτήρα των ατόμων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και όχι σε σκληρές αποδείξεις.
Έστι λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις στόχος των ομιλητών ήταν να δυσφημίσουν τους χαρακτήρες των αντιπάλων τους στα μάτια των ενόρκων, παρουσιάζοντάς τους ευατούς τους ως αξιέπαινους πολίτες. Επρόκειτο για αυτό που στην ρητορική ονομάζεται επίθεση στο ήθος του αντιπάλου. Η δύναμη του κουτσομποριού φόβιζε τους αρχαίους διαδίκους, τόσο που υπογράμμιζαν με έμφαση ότι οι αρνητικές ιστορίες που οι δικαστές ίσως είχαν ακούσει για αυτούς δεν ήταν αληθινές και είχαν εξαπλωθεί σκόπιμα από τους αντιπάλους τους.
Από τους αρχαίους ρήτορες, μαθαίνουμε ότι δημόσιοι χώροι όπως τα καταστήματα και οι αγορές ήταν οι κατάλληλες τοποθεσίες για να εξαπλωθούν ψευδείς φήμες με στόχο τη δυσφήμιση ενός αντιπάλου, εξαιτίας των πλήθους που συγκεντρωνόταν εκεί.
Σε μια περίπτωση, που γράφτηκε από τον Δημοσθένη, ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι οι εχθροί του διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες στέλνοντας αγγελιοφόρους σε αγορές με την ελπίδα να επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς όφελός τους. Ο ίδιος ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον αντίπαλό του Μειδία ότι διέδιδε κακόβουλες φήμες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πρόθεση των κουτσομωτών ήταν η διάσοση ψευδών πληροφοριών σε όλη την πόλη για να δημιουργηθούν εντυπώσεις προς όφελος του ενός ή του άλλου εμπλεκόμενου σε μία διένεξη.
Τα δικαστήρια της Αθήνας ήταν ένας χώρος μόνο για άνδρες, οπότε οι γυναίκες έπρεπε να βασίζονται σε αρσενικούς συγγενείς τους για να τις υπερασπιστούν. Ωστόσο, οι αρχαίες πηγές καθιστούν σαφές ότι η ικανότητα των γυναικών να κουτσομπολεύουν ήταν ένα όπλο στα χέρια τους.
Ο Δημοσθένης στους λόγους του κατα Αριστογείτονος περιγράφει την βίαιη και αχάριστη συμπεριφορά του Αριστογείτονα απέναντι σε μια μέτοικο που στο παρελθόν τον είχε βοηθήσει. Εκείνοςτην κακοποίησε και στη συνέχεια την απέιλησε ότι θα γίνει σκλάβα. Επειδή δεν ήταν επίσημα πολίτης της Αθήανς, εκείνη δεν είχε πρόσβαση στα επίσημα νομικά κανάλια της Αθήνας. Εντούτοις, έκανε πλήρη χρήση των ανεπίσημων καναλιών, λέγοντας στους γνωστούς της την κακομεταχείριση της. Παρά το φύλο και το χαμηλό της στάτους, η χρήση του κουτσομπολιού ως μέσο διαμαρτυρίας για το τι της είχε συμβεί, την βοήθησε καθώς όταν η υπόθεση έφτασε σε δίκη κάποιος χρησιμοποίησε τη φήμη που είχε κυκλοφορήσει για να μειώσει το ήθος του Αριστογείτονα.
Ένα άλλο παράδειγμα γυναικείου κουτσομπολιού που αναφέρεται σε δικαστήριο εμφανίζεται στην «Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου απολογία» του Λυσία. Σε αυτήν την ομιλία ο εναγόμενος Ευφίλητος ισχυρίζεται ότι σκότωσε τον Ερατοσθένη επειδή τον έπιασε να μοιχεί με τη σύζυγό του. Ο Ευφίλητος λέει μια ιστορία για το πώς μια γριά τον πλησίασε κοντά στο σπίτι του για να τον ενημερώσει για την υπόθεση της συζύγου του με τον Ερατοσθένη. Αυτή η ιστορία λειτουργεί εν μέρει για να τονίσει τον δήθεν αφελές χαρακτήρα του Ευφίλητου, ο οποίος χρειάζεται κάποιον να του επισημάνει την απιστία της συζύγου του και εν μέρει να αποδείξει την τρομερή συμπεριφορά του Ερατοσθένη.
Σύμφωνα με τον Ευφίλητο, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έρχεται από μόνη της να του πει τα νέα, αλλά έχει σταλλεί από μία πρώην ερωμένη του Ερατοσθένη. Κατά τη σύνταξη αυτού του τμήματος της ομιλίας, ο Λυσίας χρησιμοποιεί λέξεις που σχετίζεται με πράξεις εκδίκησης στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ειδικά όταν περιγράφει αδικημένη από τη συμπεριφορά του εραστή της γυναίκα.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι γνώριζαν λοιπόν καλά πώς να χρησιμοποιήσουν τα λόγια εναντίον των εχθρών τους και έτσι το κουτσομπουλιό έγινε όπλο στα χέρια των αδύναμων και των αδικημένων για να μπορέσουν να βρουν το δίκιο τους απέναντι σε αυτούς που είχαν τη δύναμη να τους αδικήσουν.
Με πληροφορίες από το Aeon.co
Tags
Eλλάδα