Μοχάμεντ Ελ Αριάν
Η παγκόσμια οικονομία θα εισέλθει σε ύφεση φέτος. Η κάμψη θα είναι ξαφνική και απότομη. Και παρόλο που μια εποικοδομητική αντίδραση από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα μπορούσε να περιορίσει την διάρκειά της, τα αποτελέσματά της θα γίνουν αισθητά για τις επόμενες δεκαετίες.
Οι περισσότερες οικονομικές προβλέψεις για το 2020 προέβλεπαν ένα έτος σταθερής, αν όχι αυξανόμενης, ανάπτυξης. Η ενημερωμένη πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τον Ιανουάριο προέβλεπε αύξηση από 2,9% το 2019 σε 3,3% το 2020. Και υπήρχαν αρκετοί λόγοι για αισιοδοξία: Η εμπορική συμφωνία «Φάση 1» μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, η μείωση των αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με το Brexit, και οι ισχυρές καταναλωτικές δαπάνες, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γερμανία, οι οποίες φαινόταν πιθανό να ωθήσουν τις εταιρείες να προχωρήσουν σε καθυστερημένα επενδυτικά σχέδια.
Τότε ήρθε ο νέος κορωνοϊός. Με το οικονομικό σοκ της κρίσης της υγείας να διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, οι οικονομολόγοι προσπαθούν να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) περιέκοψε πρόσφατα την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη το 2020 κατά το ήμισυ, από 2,9% σε 1,5%, και το ΔΝΤ σημείωσε ότι σύντομα θα εκδώσει σημαντική αναθεώρηση. Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο πρώτος γύρος αναθεωρήσεων μπορεί να ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, δεδομένου ότι ενσωμάτωσε την ευρέως διαδεδομένη (αλλά λανθασμένη) υπόθεση ότι η ανάκαμψη θα ακολουθούσε ένα έντονο μοτίβο τύπου V - ένα χτύπημα στο πρώτο τρίμηνο που θα αντισταθμιστεί αμέσως το δεύτερο τρίμηνο. Με την αυξανόμενη αναγνώριση ότι η ανάκαμψη σχήματος U είναι πιο πιθανή, οι προβλέψεις θα πρέπει να αναθεωρηθούν πάλι και να αναθεωρηθούν απότομα προς τα κάτω. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα τον κίνδυνο ενός L ή ακόμα και ενός I –δηλαδή, μια αγορά που παραμένει επίπεδη ή σε ελεύθερη πτώση για κάποιο χρονικό διάστημα- αν οι σοβαρές οικονομικές διαταραχές καταλήξουν να προστεθούν στα δεινά της παγκόσμιας οικονομίας.
Πριν από την πανδημία, πολλές μεγάλες οικονομίες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, ήταν ήδη φτωχά εξοπλισμένες για να χειριστούν ακόμη και μικρές δυσμενείς εξωγενείς διαταραχές. Άλλες οικονομίες, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν ισχυρότερη δυναμική οργανικής ανάπτυξης, αλλά ακόμη και αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ανεπαρκές για να αποφευχθεί μια ύφεση. Οι υπερβολικές πολιτικές ανάληψης ρίσκου και οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών που καταστέλλουν τεχνητά την οικονομική μεταβλητότητα έχουν φυτέψει σπόρους αστάθειας εδώ και χρόνια -αν δεν ήταν ο νέος κορωνοϊός, κάτι άλλο θα είχε προκαλέσει την κατάρρευση του «νέου φυσιολογικού» που χαρακτήρισε την αργή και άνιση ανάκαμψη από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΕΤΑΙ
Η ξαφνική οικονομική αναστάτωση που προκαλείται από το νέο κορωνοϊό είναι ιδιαίτερα καταστροφική, διότι κάμπτει και σε πολλές περιπτώσεις καταστρέφει την προσφορά και την ζήτηση. Ένα τέτοιο σοκ, κοινό σε ευάλωτα ή αποτυχημένα κράτη και σε χώρες που επλήγησαν από μεγάλες φυσικές καταστροφές, είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο στις προηγμένες οικονομίες. Εξετάστε τις επιπτώσεις στον κλάδο των αερομεταφορών, ο οποίος αποτελεί κύριο δείκτη για πολλούς άλλους τομείς, παρά αποτελεί μια εξαίρεση. Ο πραγματικός και ο αντιληπτός κίνδυνος μόλυνσης στα αεροπλάνα έχει προκαλέσει έναν τεράστιο αριθμό ακυρώσεων. Οι κυβερνητικές οδηγίες για το κλείσιμο των συνόρων έχουν επιφέρει άλλο ένα πλήγμα στην ζήτηση. Ως απάντηση, οι αεροπορικές εταιρείες περιορίζουν σημαντικά τις πτήσεις καθώς προσπαθούν να διατηρήσουν την επιχειρησιακή και οικονομική βιωσιμότητά τους. Οι προκύπτουσες απολύσεις προσωπικού και οι περικοπές στις πληρωμές προς τους προμηθευτές θα προκαλέσουν πρόσθετες απώλειες εισοδήματος που θα μειώσουν περαιτέρω την ζήτηση σε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «αρνητικό πολλαπλασιαστικό φαινόμενο» (“negative multiplier effect”).
Η αρχική φάση της αντίδρασης στην υγεία, αν και κρίσιμη για την διάσωση ζωών, θα κάνει τα πράγματα μόνο χειρότερα για την οικονομία. Μέτρα όπως η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (“social distancing”), ο διαχωρισμός και η απομόνωση, είναι εγγενώς ασυμβίβαστα με αυτά που οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την χρηματοοικονομική σταθερότητα. Οι σύγχρονες οικονομίες και κυβερνήσεις είναι οικοδομημένες για διασύνδεση και ενσωμάτωση. Η αντίδραση στην υγεία θα κλείσει τον έναν οικονομικό τομέα μετά τον άλλο. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι απλώς η απο-παγκοσμιοποίηση (deglobalization) και η απο-περιφερειοποίηση (deregionalization), αλλά και τα τεράστια οικονομικά κλεισίματα (shutdowns) σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Για τον ιδιωτικό τομέα, οι λογαριασμοί εταιρικού εισοδήματος και οι ισολογισμοί θα πληγούν σκληρά από όλες τις πλευρές και με μια βία που θα ξεπεράσει τα σχέδια έκτακτης ανάγκης για ακόμη και τις πιο ακραίες αρνητικές κρίσεις. Τα έσοδα θα μειωθούν αισθητά. Τα έξοδα θα αυξηθούν. Τα «μαξιλάρια» από μετρητά θα παραταχθούν. Θα συνταχθούν πιστωτικές γραμμές. Οι νέες εκδόσεις ομολόγων θα είναι σχεδόν αδύνατες, ειδικά για εταιρείες με σημαντικό χρέος για αναχρηματοδότηση. Οι χρηματιστηριακές αγορές θα παρατηρήσουν τεράστια μεταβλητότητα γύρω από μια καθοδική τάση.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι επενδυτές και οι έμποροι θα προσπαθήσουν να ανατιμολογήσουν τόσο το μετοχικό (πόσο είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τώρα για ένα ρεύμα μελλοντικών εταιρικών εσόδων) όσο και το πιστωτικό ρίσκο (πόσο σοβαρά αναλαμβάνουν τον κίνδυνο αθέτησης). Το σοκ που θα προκύψει στις μετοχές και άλλα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν ρίσκο θα ενισχυθεί από την διαρθρωτική αστάθεια: Νανουρισμένοι στον εφησυχασμό από τις άφθονες και προβλέψιμες εισροές ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, πολλοί επενδυτές εδώ και χρόνια έχουν επεκταθεί υπερβολικά σε αναζήτηση αποδόσεων και το σύστημα έχει διευκολύνει την υπερβολική ανάληψη ρίσκου από αυτούς. Σαν μια μάζα ανθρώπων που σπεύδουν να βγουν από μια μικρή πόρτα, οι επενδυτές που τρέχουν να επιστρέψουν στην ασφάλεια ασκούν τεράστια πίεση στην λειτουργία των αγορών. Και με αυτή την πίεση έρχεται ο αυξημένος κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας επιδεινώνοντας την ύφεση στην πραγματική οικονομία -αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «αντίστροφη μόλυνση» (“reverse contamination”).
Ο νέος κορωνοϊός δεν χρειάζεται να προκαλέσει οικονομική κρίση τόσο ξαφνική ή τόσο τρομερή όσο εκείνη των ετών 2007 και 2008. Το τραπεζικό σύστημα δεν αποτελεί πηγή του προβλήματος αυτή την φορά. Σε πολλές μεγάλες οικονομίες, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι τράπεζες είναι πιο καλά κεφαλαιοποιημένες και διοικούμενες. Και το σύστημα πληρωμών και διακανονισμών, το νευρικό κέντρο χρηματοδότησης που επιτρέπει σε όλα τα άλλα να λειτουργούν, είναι πολύ ισχυρότερο σήμερα.
Ωστόσο, δεν θα είναι εύκολο να επανεκκινηθεί μια σύγχρονη διασυνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία μετά την παρέλευση της αρχικής απειλής για την υγεία. Η ανάκαμψη θα ξεκινήσει όταν οι αξιωματούχοι της υγειονομικής περίθαλψης μπορούν να διαβεβαιώσουν τους ανθρώπους ότι ο νέος κορωνοϊός έχει περιοριστεί και ότι η ανοσία στην ασθένεια που προκαλεί, γνωστή ως COVID-19, έχει αυξηθεί. (Ένα αποτελεσματικό εμβόλιο θα έκανε και τα δύο). Η ανάκαμψη πιθανότατα θα είναι γρήγορη, αλλά ίσως να μην είναι στιγμιαία. Η αποκατάσταση των κανονικών επιπέδων προσωπικού, των αποθεμάτων και των αλυσίδων εφοδιασμού θα απαιτήσει από τις εταιρείες χρόνο μετά από εβδομάδες ή και μήνες αδράνειας. Το ίδιο και η εφαρμογή και η εναρμόνιση των κυβερνητικών πολιτικών που αποσκοπούν να κάνουν την παγκόσμια οικονομία να λειτουργεί και πάλι.
ΜΙΑ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Τα καλά νέα είναι ότι η σωστή αντίδραση από τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες μπορεί να περιορίσει την επερχόμενη κάμψη, να συντομεύσει την διάρκειά της και να συμβάλει στην οξύτερη, ισχυρότερη και πιο βιώσιμη ανάκαμψη. Η πρώτη φάση της αντίδρασης θα πρέπει να περιλαμβάνει στοχοθετημένες και έγκαιρες κυβερνητικές παρεμβάσεις για την προστασία των πλέον ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας, για την διαφύλαξη κρίσιμων τομέων της οικονομίας (ξεκινώντας από την υγειονομική περίθαλψη, όπου η ταχεία πρόοδος είναι το κλειδί για την δημιουργία ενός οικονομικού κατωφλίου),και να διασφαλίσει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν σωστά. Στο μέτρο του δυνατού, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μην βασίζονται σε γενικά εργαλεία πολιτικής όπως είναι οι περικοπές των επιτοκίων και τα γενικά δημοσιονομικά κίνητρα κατά την διάρκεια αυτής της αρχικής φάσης της αντίδρασης. Η πολιτική πίεση για την αξιοποίηση αυτών των εργαλείων θα είναι συντριπτική -και όντως, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη μειώσει σημαντικά τα επιτόκια σε σχεδόν μηδέν- αλλά η αποτελεσματικότητά τους σε μια τέτοια στιγμή είναι πολύ μικρότερη. Στο κάτω-κάτω, είναι οι άνθρωποι που πανικοβάλλονται από μια πανδημία πιθανό να ξεκινήσουν να ταξιδεύουν ή να κάνουν κρουαζιέρες και πάλι εάν τους δοθούν φορολογικές πιστώσεις ή φθηνά δάνεια;
Μόνο καθώς ο νέος ιός θα περιορίζεται και η ανοσία θα βελτιώνεται, θα πρέπει αυτά τα γενικά εργαλεία πολιτικής να αναπτυχθούν μαζικά στο πλαίσιο της δεύτερης φάσης της ανάκαμψης. Στην ιδανική περίπτωση, αυτή η φάση θα αφορά επίσης τομείς και δραστηριότητες που βελτιώνουν τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα και ανάπτυξη, όπως οι υποδομές και η εκπαίδευση. Θα υπάρξουν αναπόφευκτα σκληρές αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν σχετικά με το ποιος θα διασωθεί, γιατί και πώς.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να συντονιστούν, τόσο εσωτερικά, ώστε να ενεργοποιούν αντιδράσεις από ολόκληρη την κυβέρνηση, όσο και εξωτερικά στο περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης και των κεντρικών τραπεζών μπορούν να ενισχυθούν ιδιαίτερα από τις καλά σχεδιασμένες και καλώς εκτελεσθείσες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Και ο αντίκτυπος αυτών των συνεργασιών, ιδίως στις χρηματοπιστωτικές αγορές, μπορεί να ενισχυθεί και να επιταχυνθεί με την ξεκάθαρη, διαφανή και συνεπή επικοινωνία.
Ενώ οι κυβερνήσεις προχωρούν στην σταθεροποίηση των οικονομιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι τράπεζες και οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να συμβάλουν στην ελαχιστοποίηση της δριμύτητας και της διάρκειας της επερχόμενης ύφεσης, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούν για να αποτρέψουν τα προβλήματα ρευστότητας από το να γίνουν προβλήματα φερεγγυότητας. Η ανεκτικότητα από τις τράπεζες θα βοηθούσε πάρα πολύ, όπως και τα ειδικά χρηματοοικονομικά παράθυρα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
ΤΟ ΝΕΟ, ΝΕΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ
Η μεγάλη ύφεση που ακολούθησε την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 προκάλεσε ένα «νέο φυσιολογικό» μιας σταθερά χαμηλής ανάπτυξης, μιας τεχνητής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και μιας επιδεινούμενης ανισότητας (ένα τρίδυμο που επηρέασε το εισόδημα, τον πλούτο και τις ευκαιρίες). Η μεσαία τάξη, οι μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και το πολιτικό κέντρο, σακατεύτηκαν αργά στην διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, τροφοδοτώντας τα πολιτικά κινήματα της οργής και του αντικατεστημένου. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά συνεπειών που θα ήταν απίθανες αν όχι αδιανόητες πριν από τη Μεγάλη ύφεση: Τα αρνητικά επιτόκια στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, και μια στροφή από την υπεράσπιση του ελεύθερου εμπορίου στον σταθερό προστατευτισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων εκπλήξεων.
Το νέο σοκ από τον κορωνοϊό είναι επίσης πιθανό να μεταβάλει το παγκόσμιο οικονομικό πεδίο, με αποτέλεσμα ένα «νέο, νέο φυσιολογικό». Η απο-παγκοσμιοποίηση και η απο-περιφερειοποίηση θα επιταχυνθούν, επαναπροσδιορίζοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και κατανάλωσης. Η έμφαση που δίδεται από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα στις οικονομικά αποδοτικές και αποτελεσματικές παγκόσμιες γραμμές εφοδιασμού θα δώσει χώρο στην υπερβολική αποστροφή για ρίσκο και την διαχείριση της ανθεκτικότητας. Και τα οικονομικά εργαλεία, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με το εμπόριο και τις επενδύσεις, θα οπλοποιούνται συχνότερα, καθώς η εθνική ασφάλεια σχετίζεται με τις οικονομικές ανησυχίες. Το παγκόσμιο οικονομικό τοπίο θα δείχνει διαφορετικό όταν κατακάτσει η σκόνη αποκαθίσταται από το νέο σοκ του κορωνοϊού. Αλλά με έγκαιρη συλλογική δράση, ο πόνος από την επερχόμενη ύφεση μπορεί να είναι περιορισμένος.
Πηγή: Foreign Affairs, The Hellenic Edition
Tags
΄Αρθρα - Απόψεις