Γιάννης Μυλόπουλος
Το σύνθημα της… ανθρωπιστικής και… σοσιαλιστικής στροφής του πρωθυπουργού το έδωσε λίγες μέρες πριν η δυναμική πρωθυπουργική σύζυγος, η κα Μαρέβα.
Η οποία, εκμεταλλευόμενη μια αυθόρμητη αντίδραση που αναπτύχθηκε στα κοινωνικά δίκτυα, σε αντιγραφή των όσων επίσης αυθόρμητων αντιδράσεων έλαβαν χώρα στην Ισπανία και την Ιταλία, προέτρεψε τον κόσμο (της) να βγει την Κυριακή το βράδυ στα μπαλκόνια και στο πρότυπο του «όλοι μαζί μπορούμε» του ΣΚΑΙ, να χειροκροτήσουμε τις προσπάθειες του νοσηλευτικού προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων που με αυτοθυσία εργάζονται νυχθημερόν με το σύνολο των δυνάμεών τους για να εγγυηθούν τη δημόσια υγεία και να προστατέψουν τις δικές μας ζωές κλπ κλπ.
Η πρωτοβουλία είχε σχετική επιτυχία, μια και όπως φαίνεται, μετά την προτροπή της κας Μαρέβας, το χειροκρότημα έπεσε μόνο στα μπαλκόνια που βρίσκονται στις περιοχές των φιλοκυβερνητικών τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι το μετέδωσαν σαν… πάνδημη αντίδραση των Ελλήνων σε όλη τη χώρα.
Αν κανείς δεν γνώριζε ότι η κα Μαρέβα Μητσοτάκη είναι σύζυγος εκείνου του πολιτικού που, ως υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Σαμαρά, είχε ηγηθεί του σχεδίου διάλυσης του «αντιπαραγωγικού» κράτους πρόνοιας και των δημόσιων δομών της υγείας και της παιδείας, με τη θέση σε διαθεσιμότητα στην αρχή και την απόλυση στη συνέχεια χιλιάδων «άχρηστων», κατά δήλωσή του, δημόσιων υπαλλήλων που στελεχώνουν τα αντίστοιχα δημόσια συστήματα, αλλά και αν κάποιου του διαφεύγει ότι η ίδια κυρία που πρωτοστάτησε στην εκδήλωση υποστήριξης των δημόσιων νοσοκομείων, είναι σύζυγος του πρωθυπουργού της χώρας, αυτού που μέχρι πρότινος υλοποιούσε το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα με το οποίο κέρδισε τις εκλογές, για «μικρότερο κράτος» και για συρρίκνωση των δημόσιων δομών στην υγεία και την παιδεία, για πάγωμα των προσλήψεων 4.000 θέσεων στο δημόσιο σύστημα υγείας που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, καθώς και για κερδοφόρα ΣΔΙΤ που θα αντικαθιστούσαν τις δημόσιες δομές υγείας, αν κανείς δεν τα γνώριζε όλα αυτά, τότε θα είχε κάθε δίκιο να βγει και να χειροκροτήσει μαζί με την κυρία Μαρέβα τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων.
Όμως αν κανείς άκουγε τις υπερήφανες αντιδράσεις των ίδιων των γιατρών και των νοσηλευτών του δημόσιου συστήματος υγείας, που ζήτησαν από την κυρία να μην τους χειροκροτήσει γιατί δεν της επιτρέπουν μια τέτοιας έκτασης υποκρισία σε βάρος ενός τομέα που ο ίδιος ο σύζυγός της, μέχρι πρότινος, προσπαθούσε να συρρικνώσει προς όφελος αυτού που οι νεοφιλελεύθεροι ονομάζουν «ανάπτυξη», προς όφελος δηλαδή των κερδών συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων, τότε μάλλον θα ακολουθούσε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας που δεν «δάγκωσε» το δόλωμα της πρωθυπουργικής συζύγου.
Υπάρχει βεβαίως και η αντίληψη που θέλει την ειλικρινή μετάνοια, έστω και καθυστερημένα, να είναι μια πράξη θεμιτή και απόλυτα αποδεκτή ηθικά και πολιτικά.
Η μετάνοια ναι. Η υποκρισία και το ψέμα όμως;
Διότι δεν πρόλαβε να σταματήσει ο απόηχος από τα χειροκροτήματα στα μπαλκόνια υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας και το πρωθυπουργικό διάγγελμα διέψευσε κάθε ελπίδα έμπρακτης αποκήρυξης των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων περί «μικρού κράτους» και «αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα» που ζει σε βάρος όσων πραγματικά παράγουν, εργαζόμενοι στην ελεύθερη αγορά.
Διότι ναι μεν ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε στο διάγγελμα με ένα κήρυγμα που… αλληθωρίζει προς τον σοσιαλισμό, εξυμνώντας την αξία της ζωής απέναντι στα κέρδη της οικονομίας, αλλά όταν προχώρησε στο «δια ταύτα» του κηρύγματος, φάνηκε το μέγεθος της υποκρισίας των κυβερνητικών εξαγγελιών.
Πρώτον γιατί, ενώ ανακοίνωσε τη λήψη άμεσων μέτρων ρευστότητας για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από τον κορωνοϊό, όταν έφτασε στο κρίσιμο σημείο της προστασίας των εργαζομένων σε αυτές, αρκέστηκε να την εμπιστευτεί στις… καλές προθέσεις των εργοδοτών.
Παραβαίνοντας τη θεμελιώδη αρχή του ανθρωπισμού, προς τον οποίο λίγο πριν έχυνε δάκρυα προσήλωσης, ότι: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Ή αλλιώς, παραβαίνοντας την βασική αρχή του κράτους πρόνοιας, στο οποίο λίγο πριν ορκίζονταν: «Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος».
Διότι εάν επρόκειτο περί ειλικρινούς φροντίδας για τους ανθρώπους και τις ζωές τους, το κράτος, του οποίου ο πρωθυπουργός είναι ο κύριος εκπρόσωπος, έπρεπε να θεσμοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα προστασίας. Είτε ρητής απαγόρευσης των απολύσεων, είτε (και) επιδότησης του συνόλου και όχι μέρους, όπως ψιθύρισε, του μισθολογικού κόστους.
Διότι αλλιώς, ο πρωθυπουργός συνεχίζει να ακολουθεί πλήρως το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ζούγκλας: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Αφήνει δηλαδή τους εργαζόμενους, που είναι και τα τελικά θύματα της πανδημίας, στο έλεος των κερδοσκοπικών διαθέσεων των εργοδοτών τους.
Και σαν μην έφτανε αυτό, προέβλεψε μέτρα ελάφρυνσης για τις επιχειρήσεις που χρωστούν σε τράπεζες, αλλά τίποτε για όσους μεμονωμένους πολίτες χρωστούν και, ενώ πλήττονται από την πανδημία οικονομικά, υποχρεούνται να συνεχίσουν την καταβολή των δόσεων των δανείων τους.
Η κυνική και σαρκαστική δήλωση, αμέσως μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα, του υπουργού ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, ότι οι εργαζόμενοι που μένουν στο σπίτι κατόπιν των κυβερνητικών αποφάσεων και εντολών, δεν χρειάζονται για να ζήσουν περισσότερα από 400 Ευρώ μηνιαία, αφού μένουν κλεισμένοι μέσα και άρα δεν ξοδεύουν τίποτε, ήρθε για να αποκαλύψει το πλήρες σχέδιο της πρωθυπουργικής υποκρισίας με τον κωδικό: «Απεταξάμην τον νεοφιλελευθερισμό».
Μια επιπλέον απόδειξη της κυβερνητικής υποκρισίας, είναι βεβαίως και η μη λήψη μέτρων κατά της αισχροκέρδειας και της κερδοσκοπίας που παρατηρείται τις τελευταίες μέρες στην αγορά. Όταν οι τιμές των φαρμακευτικών ειδών πρώτης ανάγκης, όπως τα αντισηπτικά, οι μάσκες κλπ, εκτοξεύονται μέσα σε μια μέρα και ο υπουργός ανάπτυξης της χώρας το αποδίδει στον θεμελιώδη νόμο του οικονομικού φιλελευθερισμού που ρυθμίζει την ελεύθερη αγορά, το νόμο προσφοράς και ζήτησης, τότε όχι μόνο δεν έχουμε στροφή της κυβέρνησης προς πολιτικές που ασπάζονται τον ανθρωπισμό, αλλά αντίθετα, ζούμε σε μια χώρα σκληρού νεοφιλελευθερισμού, που αναγορεύει τους μαυραγορίτες σε… νόμιμους βιοπαλαιστές.
Τέλος, η τραγική καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για τους συνωστισμούς στις εκκλησίες και τη μετάδοση του ιού μέσω της θείας κοινωνίας, τη στιγμή που ο ίδιος ο Πατριάρχης, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, από την πρώτη στιγμή έδωσαν το σύνθημα της υπακοής της εκκλησίας στις επιταγές της επιστήμης, προδίδει μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που άγεται και φέρεται πίσω από μικροκομματικούς σχεδιασμούς και ψηφοθηρικές λογικές, θέτοντας το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό σε τελευταία προτεραιότητα.
Καμία πρόνοια για τους εργαζόμενους των τομέων της οικονομίας που είναι τα πραγματικά θύματα της κρίσης που προκαλεί η πανδημία, καμία φροντίδα για όσους χρωστούν, αλλά και για τα εκατομμύρια θύματα της αισχροκέρδειας και της κερδοσκοπίας και καμία προστασία των χιλιάδων θρησκευόμενων, που ανήκουν κατά κύριο λόγο στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, λόγω ηλικίας, δεν μαρτυρούν καμία στροφή προς τον άνθρωπο και καμία υποστήριξη προς ένα κράτος πρόνοιας.
Αντίθετα, προδίδουν μια σκληρά νεοφιλελεύθερη και αντικοινωνική κυβέρνηση που δεν διστάζει, προκειμένου να προστατευθεί από την οργή της κοινωνίας, να προσποιείται, να υποκρίνεται και να εξαπατά τους πολίτες, προκειμένου να προστατέψει το μόνο που την ενδιαφέρει:
Τα συμφέροντα όσων τη στηρίζουν, καθώς και τη δική της μακροημέρευση στην εξουσία, προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει να προστατεύει τα συμφέροντα αυτών που τη στηρίζουν…
Tags
΄Αρθρα - Απόψεις