ESM για Ελλάδα: Στόχος των προγραμμάτων διάσωσης θα έπρεπε να είναι η ανάπτυξη


Στην αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να εστιάζουν εφεξής τα προγράμματα διάσωσης της Ευρωζώνης παρά στη δημοσιονομική σύσφιξη και η διάρκειά τους θα πρέπει να καθορίζεται αντίστοιχα, αναφέρει ανεξάρτητη έκθεση αξιολόγησης των τριών προγραμμάτων βοήθειας προς την Ελλάδα, που παρήγγειλε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).


Στην έκθεση αναγνωρίζεται πως υπήρξε «ανεπαρκής προσοχή» στις κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού, με τη χώρα να γνωρίζει απότομη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων, «σημαντική αύξηση» της ανεργίας, καθώς και μια «διαρροή εγκεφάλων» (brain-drain) στο εξωτερικό.

«Εκτός από τις αναγκαστικά φιλόδοξες δημοσιονομικές προσαρμογές για την αποκατάσταση των θέσεων του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους, η ενίσχυση της ενδογενούς ανάπτυξης πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς στόχους κάθε προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας», σημειώνουν χαρακτηριστικά οι συγγραφείς της έκθεσης.

«Ορισμένα από τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να αξιολογηθούν στον σχεδιασμό των προγραμμάτων είναι ο βαθμός της ικανότητας των θεσμών της χώρας. Τα προγράμματα πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνουν μία ανάλυση για… την προσαρμογή του αρχικού χρονοδιαγράμματος σε μεταβαλλόμενες συνθήκες», προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης και τονίζουν ότι οι μελλοντικές διασώσεις πρέπει να περιορίζουν τον αριθμό των οικονομικών προβλημάτων που έχουν στόχο να επιλύσουν και να εστιάζουν σε λίγες μόνο προτεραιότητες. Θα πρέπει να υπάρχουν λιγότερες διαμάχες μεταξύ των εμπλεκόμενων θεσμών για τον καθορισμό των όρων της διάσωσης και καλύτερη παρακολούθηση της συνέχισης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά τη λήξη των προγραμμάτων.

Η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές το 2010, καθώς προέκυψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009 ανερχόταν στο 15,4% του ΑΕΠ, αντί της πρόβλεψης για έλλειμμα 3,7%, που είχε γίνει νωρίτερα. Η Αθήνα χρειάστηκε να στηριχτεί σε φθηνά δάνεια από τις χώρες της Ευρωζώνης, επί σχεδόν εννιά χρόνια, για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της. Τα τριετή προγράμματα, που σχεδιάστηκαν από κοινού από την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επέβαλαν σκληρές μεταρρυθμίσεις και προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στην Ελλάδα, καθώς εστίασαν ιδιαίτερα στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών της χώρας, Όντας ήδη σε ύφεση το 2008 και το 2009, η Ελλάδα υπέστη ακόμη τέσσερα χρόνια συρρίκνωσης του ΑΕΠ της, μετά την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών το 2010.

Το 2014, η ελληνική οικονομία κατάφερε να έχει ανάπτυξη, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων, αλλά έπεσε ξανά σε ύφεση το 2015 και το 2016, όταν η νέα αριστερή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αποφάσισε να υπαναχωρήσει από ήδη συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, αναφέρει το Reuters σχετικά με την έκθεση. Τα πίσω-μπρος με την Αθήνα απογοήτευσαν αξιωματούχους της Ευρωζώνης, οι οποίοι παραπονέθηκαν για την αδυναμία της Ελλάδας να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα.

Στα θετικά της έκθεσης καταγράφονται η αποφυγή εξόδου της χώρας από το ευρώ και η αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, με οικονομικό και κοινωνικό όμως κόστος.

Τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα συνέβαλαν μεν στη σταθερότητα του συστήματος, όμως το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο. Τα προγράμματα «αύξησαν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η ικανότητα απορρόφησης κραδασμών παραμένει αδύναμη» σημειώνεται στην έκθεση.

Αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι βελτιώθηκε, αλλά δεν υποκαταστάθηκε πλήρως.

Δυσοίωνες προβλέψεις για την Bad Bank που προτείνει η ΤτΕ



Στην ίδια έκθεση, εκτιμάται ότι το ελληνικό Δημόσιο θα υποστεί ζημιά ύψους 8 με 12,5 δισ. ευρώ από την υλοποίηση του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία «κακής τράπεζας», στην οποία θα μεταφερθούν τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών.

Όπως αναλύεται στη μελέτη, το σχέδιο της ΤτΕ, το οποίο προβλέπει τη μεταφορά κόκκινων δανείων, ύψους 40 δισ. ευρώ, στη λεγόμενη κακή τράπεζα, μαζί με μέρος του αναβαλλόμενου φόρου που έχει κεφαλαιοποιηθεί, με συντηρητικούς υπολογισμούς θα οδηγήσει σε μία ζημιά για το ελληνικό Δημόσιο της τάξεως των 8,5 δισ. ευρώ (όσο είναι περίπου και το ύψος του αναβαλλόμενου φόρου). Με βάση τους υπολογισμούς της μελέτης, για κάθε 1 ευρώ κόκκινου δανείου που πωλείται, η ζημιά για την κακή τράπεζα υπολογίζεται στα 20 λεπτά (ο υπολογισμός προκύπτει από την τιμή που πωλούνται στα κόκκινα δάνεια στα ξένα funds σε συνδυασμό με τις προβλέψεις που έχουν εγγράψει οι τράπεζες στα βιβλία τους). Συνακόλουθα η μεταφορά 40 δισ. ευρώ στην κακή τράπεζα, θα προκαλέσει σε αυτή μία ζημιά 8 δισ. ευρώ, την οποία προφανώς επωμίζεται το ελληνικό Δημόσιο.

Σε ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο, όπου η τιμή πώλησης είναι χαμηλότερη από αυτή που αναφέρεται παραπάνω, σύμφωνα πάντα με την μελέτη Αλμούνια, η ζημιά για κάθε ένα ευρώ πώλησης κόκκινου δανείου ανεβαίνει στα 25 λεπτά. Σε μία τέτοια περίπτωση, για να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων στο 19%, που έχουν θέσει οι τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια που θα πρέπει να μεταφερθούν στην κακή τράπεζα, αυξάνονται στα 50 δισ. ευρώ και η ζημιά για το Δημόσιο αυξάνεται στα 12,5 δισ. ευρώ.

Εναλλακτικά, στην περίπτωση που οι ίδιες οι τράπεζες επιχειρήσουν να αφομοιώσουν τη ζημιά αυτή, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί το Δημόσιο, η μελέτη υπολογίζει ότι θα υποστούν μία κεφαλαιακή απομείωση της τάξεως των 10 δισ. ευρώ. Η ζημιά αυτή συμβαδίζει με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο εκτιμά ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια 10 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αναγκαστικά θα πρέπει να καλυφθεί από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα ενεργοποιηθούν οι ρήτρες bail in για τη συμμετοχή των καταθετών, ενδεχόμενο απευκταίο, καθώς θα έπληττε καίρια την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των καταθετών.

Προβλέπει αύξηση δαπανών και μείωση φορολογικών εσόδων

Στο κεφάλαιο για την Ελλάδα, της ετήσιας έκθεσης του ESM, σημειώνεται ότι η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να αναληφθούν πολιτικές οι οποίες θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, θα διασφαλίσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα μέσα από μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων.

«Οι πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη μιας αειφόρου αναπτυξιακής πορείας». Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί, σύμφωνα με την έκθεση, μέσω των δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλειας και με παράλληλη τήρηση των μεταπρογραμματικών στόχων.

«Η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του τρέχοντος  έτους, η οποία και αν παραταθεί, θα μπορούσε να έχει πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα».

Στην έκθεση εκτιμάται ακόμη ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα επηρεαστεί λόγω της πανδημίας, καθώς τα φορολογικά έσοδα θα είναι χαμηλότερα, ενώ οι δαπάνες θα αυξηθούν. Δεν παραλείπει ωστόσο να επισημάνει την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να εδραιωθούν τα επιτεύγματα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα.




Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη