ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ. Έφυγε στις 25-10-2020 πλήρης ημερών ένας από τους ελάχιστους Σιδηροκαστρινούς ζώντες που έζησαν την φρίκη της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής 1940-1944 καθώς και του συμμοριτοπόλεμου 1944-1949.
«Χωριό μου χωριουδάκι μου
και πατρικό σπιτάκι μου στη σκέψη
μου σας φέρνω νύχτα-μέρα
εδώ στα ξένα (Θεσσαλονίκη) πέρα». (στίχοι Μίμης
Τραιοφόρος τραγ. Σοφία Βέμπο) Η αλήθεια
είναι πως έναν χώρο που έζησες τα
παιδικά σου χρόνια και πήγες στο Δημοτικό στο Γυμνάσιο, ή μαθήτευσες «τσιράκι»
σε κάποιον μάστορα, έναν χώρο που
έπαιζες ξέγνοιαστος από σκοτούρες, που απόκτησες φιλίες, αγνές, αδελφικές,
χωρίς να μεσολαβούν συμφέροντα, που γνώρισες τον φόβο, την αντιπάθεια, την
αγάπη, έναν χώρο που έπλασες όνειρα για
το μέλλον σου και όταν μπήκες στην εφηβεία, η καρδούλα σου ξεκίνησε να χτυπάει
τρελά, όταν βρισκόσουν κοντά σε κάποια κοπέλα, έναν χώρο που σε δένει με γονείς
παππούδες, γιαγιάδες και άλλους συγγενείς, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες
αλλαγές κι αν έχεις στην ζωή σου, δεν
τον ξεχνάς ποτέ σου
Γνωριστήκαμε το 2015 στην ταβέρνα «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» στην
καθιερωμένη κάθε χρόνο στις 30 Αυγούστου συγκέντρωση από τον Σύλλογο των εν
Θεσσαλονίκη Σιδηροκαστρινών και Περιχώρων «ΤΟ ΡΟΥΠΕΛ». Στην ολιγόλεπτη
συνομιλία μας κατάλαβα πως ήταν άνθρωπος που γνώριζε πολλά και πολλούς από το
Σιδηρόκαστρο Η ανάγκη απαντήσεων σε
ερωτηματικά μου που αφορούσαν θέματα από το παρελθόν του Σιδηροκάστρου, μας
έφερε σε τακτική επικοινωνία μέσω τηλεφώνου. Πιστεύω πως ήταν ίσως ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος
αμετανόητου ρομαντικού, λάτρη της γενέτειράς του, το Σιδηρόκαστρο. Το όνομά του
Τζήκας (ήταν Τσίκας και κάποια στιγμή στην Δημαρχία έγινε Τζήκας) Ιωάννης του
Σταύρου και της Φωτεινής. Η καταγωγή
τους από το Μελένικο και ήρθαν στο Σιδηρόκαστρο το 1913 με τους υπόλοιπους
Μελενίκιους. Μαθήτευσε δίπλα στον αείμνηστο Τσιγκέλα Οδυσσέα και έγινε πολύ
καλός επιπλοποιός αλλά και κουφοματάς. Κατάφερε να μπει σαν μαραγκός στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θςσσαλονίκης όπου υπηρετούσαν ο Σιδηροκαστρινός
Τοσσίδης Ιωάννης, ο Παπαγεωργίου Νίκος σύζυγος της Σπάση Βασιλικής και άλλοι με
τους οποίους συνεργάστηκε. Έζησε πολλά, σαν παιδί, αφού γεννήθηκε το 1935 και
φυσικά γνώρισε και την Γερμανική και Βουλγάρικη κατοχή στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο
αλλά και τον συμμοριτοπόλεμο. Την μητέρα του την θεωρούσε ηρωίδα, αφού όπως
έλεγε δεν φοβήθηκε να πάει στον Γερμανό διοικητή στη Θεσσαλονίκη και να
απαιτήσει να αφήσουν ελεύθερους τον γιό της και αδελφό του, και την παρέα του, παιδιά 12 έως 15 ετών,
επειδή τους είχαν συλλάβει με την κατηγορία ότι άδειασαν μια αποθήκη με
κάρβουνα. Αναφερόταν αρκετές φορές στον αδελφό του, που θυμόταν πως όταν φύλαγε
σκοπός στο πολυβολείο, που υπήρχε στην περιοχή του Μοναστηρίου Κυρίκου και Ιουλίτης,
ώστε να μην πλησιάσουν οι αντάρτες, του μετέφερε φαγητό. Το πατρικό του σπίτι,
ήταν επί της οδού Παζαρλή Χρήστου, του ήρωα όπως τον ανέφερε ανθυπολοχαγού, που
έπεσε στη Αλβανία. Πάρα πολλές πληροφορίες που αφορούσαν το Σιδηρόκαστρο καθώς
και παλιούς Σιδηροκαστρινούς, που έχω αναρτήσει στο ΦΒ, προερχόταν από το
Γιάννη, που παρά την ηλικία του το μνημονικό του ήταν άριστο. Στις τηλεφωνικές
μας συνομιλίες που συνήθως διαρκούσαν πάνω από μισή ώρα, το μοναδικό θέμα της
συζήτησης, ήταν πάντα το Σιδηρόκαστρο
και οι Σιδηροκαστρινοί και ήταν δυνατόν να ακούσω πάνω από 10 φορές την πρόταση
«Σιδηρόκαστρο- Σιδηρόκαστρο πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’αγαπώ». Είναι στίχος από ένα
από τα τραγούδια, που έχει γράψει για το Σιδηρόκαστρο και που δείχνουν το
μεγάλο «άλγος του νόστου» του Γιάννη, που ενώ ήταν κοντά (έμενε στη
Θεσσαλονίκη) ένοιωθε πολύ μακριά, λόγω κινητικών προβλημάτων. «-Αχ ρε Γιώργο,
πόσο μου λείπει το Σιδηρόκαστρο, δεν μπορείς να καταλάβεις. -Θέλω να πάω να δω
το σπίτι μου, να δω την γειτονιά μου, τους φίλους μου, αλλά δεν μπορώ με τα
προβλήματα υγείας που έχω. Αλλά και τι έμεινε αλήθεια από την γειτονιά μου? Και
ποιοι φίλοι έμειναν? Οι περισσότεροι πέθαναν. –Σιδηρόκαστρο Σιδηρόκαστρο πόσο
σ’ αγαπώ πόσο σ’ αγαπώ!» Δεν ξέρω βέβαια αν ο Τραιφόρος ένοιωθε την ίδια
νοσταλγία όταν έγραφε το
«Κι άλλο δε θέλω απ’ τη ζωή
δε θέλω τίποτ’ άλλο να μου δώσει
παρά να μ’ αξιώσει
να ξαναδώ κάποιο πρωί
το πατρικό σπιτάκι μου
και το φτωχό το χωριουδάκι μου»
Η επιθυμία του τελικά πραγματοποιήθηκε. Τον σκεπάζει
πλέον το χώμα του Σιδηροκάστρου στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας από την
26-10-2020. Καλό ταξίδι φίλε Γιάννη.
Γιώργος Τσαταλτσινός
(Η φωτο
την 30η Αυγούστου 2015 στο Πανόραμα)