Τα όσα βίωσε όταν αντίκρισε έναν ασθενή με covid-19 με ναζιστικά τατουάζ, που διακομίστηκε σε δύσκολη κατάσταση σε νοσοκομείο της Καλιφόρνιας, μοιράστηκε μέσω των social media o εβραίος εντατικολόγος Τέιλορ Νίκολς.
Στα μέσα Νοεμβρίου, «τον διακόμισε ασθενοφόρο, με
δυσκολία στην αναπνοή. Έμοιαζε άρρωστος. Να αισθάνεται άβολα. Να είναι
τρομαγμένος. Όταν τον βάλαμε στο φορείο και του βγάλαμε το πουκάμισο για να του
περάσουμε τη ρόμπα των ασθενών του νοσοκομείου, είδαμε όλοι μας πως είχε πολλά
ναζιστικά τατουάζ», ανέφερε στην πρώτη από τις 17 αναρτήσεις του στο Twitter
για το περιστατικό ο Δρ. Νίκολς, που εργάζεται στο νοσοκομείο Mercy San Juan,
στο Σακραμέντο, στη βόρεια Καλιφόρνια.
Ο άνδρας ήταν «γεροδεμένος», αλλά «μεγαλύτερος» σε
ηλικία, τοξικομανής, σχεδόν χωρίς καθόλου δόντια πια, εξαιτίας της
μεθαμφεταμίνης. Είχε μια «σβάστικα χτυπημένη περήφανα στο στήθος» αλλά και
«τατουάζ των SS» που κάλυπτε το πουκάμισο, συνέχισε ο γιατρός.
«Μη με αφήσεις να πεθάνω, γιατρέ», είπε ο άνδρας, το
όνομα του οποίου ο Νίκολς λέει πως δεν θυμάται καν.
«Η ομάδα μας ήταν ένας εβραίος γιατρός, μια μαύρη
νοσηλεύτρια κι ένας ασιατικής καταγωγής τεχνολόγος μηχανημάτων υποστήριξης της
αναπνοής. Όλοι μας είδαμε. Τα σύμβολα του μίσους πάνω στο σώμα του, που
ανακοίνωναν, ανοιχτά και περήφανα, τις απόψεις του. Ξέραμε όλοι μας ακριβώς τι
σκέφτεται για εμάς. Πόση αξία δίνει στις ζωές μας. Κι όμως, ήμασταν εκεί,
κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να του δώσουμε μια ευκαιρία να επιβιώσει»,
τόνισε ο εντατικολόγος, διευκρινίζοντας πως τελικά αναγκάστηκε να προχωρήσει
στη διασωλήνωση του ασθενούς.
Εκείνη τη στιγμή, με πλήρη στολή προστασίας από τον νέο
κορονοϊό, εξαντλημένος έπειτα από ατέλειωτους μήνες δουλειάς και αναρίθμητα
περιστατικά COVID-19, ο Δρ. Νίκολς εξομολογήθηκε πως, για πρώτη φορά στην
καριέρα του, ένιωσε να αμφιβάλλει.
«Δεν ξέρω αν μ’ ενδιαφέρει», σκέφτηκε, «δεν αισθάνομαι
καμιά συμπόνια αυτή τη στιγμή», όπως εξήγησε στην εφημερίδα San Francisco
Chronicle και αναμεταδίδει το ΑΜΠΕ.
Ο Δρ. Νίκολς αποφάσισε να γίνει γιατρός αφότου, ενώ ήταν
επτά ετών, εισήχθη εσπευσμένα σε νοσοκομείο για να του αφαιρεθεί όγκος στον
εγκέφαλο.
«Αποφάσισα ενώ ήμουν στο νοσοκομείο πως δεν υπάρχει τίποτα
σπουδαιότερο στον κόσμο που θα μπορούσες να κάνεις για να βοηθήσεις κάποιον
άλλο από το να αφιερώσεις τη ζωή σου στο να αποκτήσεις τις ικανότητες για να
τον σώσεις».
"Έχω αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις αμέτρητες
φορές στην σχολή ιατρικής. Όχι την διασωλήνωση - που είναι ρουτίνα πλέον για
μένα και την ομάδα μου. Τις σβάστικες και τους ρατσιστές ασθενείς. Κάθε φορά
που νιώθω λίγο κλονισμένος, σκέφτομαι ότι κάνω αυτή τη δουλειά θέλοντας να σώσω
ζωές.
Ήρθαν εδώ και χρειάζονται έναν γιατρό και είσαι γιατρός.
Αυτό είναι ένα μάντρα που επαναλαμβάνω στον εαυτό μου όταν νιώθω ότι ο
ενσυναισθητικός μου πυρήνας εξασθενεί" έγραψε μεταξύ άλλων ο εντατικολόγος
περιγράφοντας την εμπειρία του.
Όμως «η πανδημία με έχει φθείρει (…). Και με κάνει να
σκέφτομαι πως ίσως δεν είμαι καλά», είναι η κατακλείδα του νήματος των
αναρτήσεων του γιατρού.
Πιστεύει ότι θα συνέλθει. Αλλά θεωρεί πως «ίσως να μην
είναι πια ο ίδιος άνθρωπος». Κι αυτό «είναι δύσκολο να το καταπιείς».