Μαρίνα Αλεξανδρή
Mε 100 νεκρούς την ημέρα και με τετραψήφιο αριθμό κρουσμάτων κορονοϊού μετά από πέντε εβδομάδες lockdown, η κυβέρνηση είχε μόνον δύο επιλογές: Να πάει σε γεωγραφική διαφοροποίηση και να ανοίξει την οικονομία μόνον στις «καθαρές» περιοχές της χώρας ή να παρατείνει το καθολικό lockdown.
Επέλεξε το δεύτερο ομολογώντας διπλή αδυναμία: Την
αδυναμία του κλονισμένου ΕΣΥ να ανταπεξέλθει ακόμη και στην παραμικρή νέα
έξαρση της πανδημίας, και την δική της αδυναμία – για πολλοστή φορά – να βγει
μπροστά από την κρίση με στοχευμένο και συντεταγμένο σχέδιο.
Στην πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος η
αδυναμία συνοδεύεται – επίσης για πολλοστή φορά – και από καθαρή πολιτική
σκοπιμότητα.
Η πρόταση για γεωγραφικό διαχωρισμό σε ζώνες χαμηλότερου
και υψηλότερου κινδύνου μπήκε, σύμφωνα με απολύτως ασφαλείς πληροφορίες, στο
τραπέζι την περασμένη εβδομάδα από τους ίδιους τους επιδημιολόγους. Υπήρξαν
μέλη της επιτροπής Τσιόδρα που εισηγήθηκαν προσεκτικό μεν, αλλά πιο προωθημένο
άνοιγμα της αγοράς μόνον στις περιοχές της χώρας που έχουν χαμηλότερο
επιδημιολογικό φορτίο – ένα μοντέλο που έχει ακολουθηθεί και σε άλλες χώρες
όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Το εν λόγω μοντέλο υπερασπίστηκαν πολιτικά και
συγκεκριμένοι κυβερνητικοί παράγοντες με το σκεπτικό ότι «είναι άδικο να
πληρώνει, για παράδειγμα, η Κρήτη την υγειονομική κρίση της Θεσσαλονίκης».
Η πρόταση ωστόσο απορρίφθηκε με βασικό επιχείρημα ότι η
κατάσταση είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη και ο ιός τόσο επιθετικός, που ακόμη και
σε περιοχές με χαμηλή διασπορά σήμερα μια χαλάρωση των μέτρων μπορεί να
οδηγήσει σε έκρηξη της πανδημίας αύριο.
Η βασική αιτία όμως, μετά και από εκτεταμένες συζητήσεις
που έγιναν στο Μαξίμου, ήταν ο φόβος του πολιτικού κόστους και η ανάγκη τήρησης
και γεωγραφικών πολιτικών ισορροπιών. Από τις 74 περιφερειακές ενότητες της
χώρας μόνον οι 20 θεωρούνται αυτή την στιγμή ασφαλείς και όλες βρίσκονται στην
νότια Ελλάδα. Και με βάση το κυβερνητικό σκεπτικό το άνοιγμα της αγοράς σ’
αυτές τις περιοχές θα προκαλούσε αντιδράσεις στην βόρεια Ελλάδα όπου βρίσκονται
και τα προπύργια της εκλογικής επιρροής της ΝΔ.
Κατόπιν αυτού, η παράταση του καθολικού lockdown σε όλη
την χώρα ήταν μονόδρομος. Οι επιδημιολόγοι απέρριψαν κατηγορηματικά ακόμη και
την λύση του «ακορντεόν» - δηλαδή, το άνοιγμα του λιανεμπορίου και άλλων
δραστηριοτήτων για τις ημέρες των Χριστουγέννων και την επαναφορά των
περιορισμών στην συνέχεια – εάν αυτή περιλάμβανε και την βόρεια Ελλάδα.
Πρόσθετο αρνητικό παράγοντα για το μοντέλο «ακορντεόν»
αποτέλεσε και η έξαρση των κρουσμάτων στην δυτική Αττική, γεγονός που πυροδοτεί
φόβους για την εξέλιξη της πανδημίας και στο λεκανοπέδιο. Όπως επισημάνθηκε
στις συσκέψεις της περασμένης εβδομάδας, με δεδομένο το πληθυσμιακό μέγεθος του
λεκανοπεδίου μια έκρηξη της διασποράς του ιού στην Αττική ανάλογη με εκείνη της
Θεσσαλονίκης δεν υπάρχει περίπτωση να ελεγχθεί.
Σύμφωνα, μάλιστα, με πληροφορίες που δημοσιεύει σήμερα η
«Καθημερινή», μελέτη που παρέδωσε η επιτροπή Τσιόδρα στο Μαξίμου προειδοποιούσε
πως εάν αίρονταν ταυτόχρονα κατά την εορταστική περίοδο πανελλαδικά οι
απαγορεύσεις στην κυκλοφορία και άνοιγαν το λιανεμπόριο και τα μεγάλα εμπορικά
κέντρα, τα κρούσματα τον Ιανουάριο μπορεί και να υπερέβαιναν τις 10.000
ημερησίως.
Με αυτά τα δεδομένα, το σενάριο που ωριμάζει εντός
κυβέρνησης είναι η παράταση του lockdown έως τον Φεβρουάριο – είτε στην
ισχύουσα, είτε σε ελαφρώς πιο ήπια μορφή με άνοιγμα των σχολείων και κάποιων
ακόμη δραστηριοτήτων. Για την αγορά ο τζίρος των 20 δις της εορταστικής
περιόδου είναι ήδη χαμένος, το περίφημο click away είναι ζήτημα εάν μπορεί να
διασώσει ένα 15% με 20% αυτού του ποσού, ενώ στον προϋπολογισμό υπάρχει
πρόβλεψη φειδωλής έστω διατήρησης των μέτρων στήριξης και στο πρώτο τρίμηνο του
2021. Η δε κοινωνική δυσφορία θεωρείται από το Μαξίμου ότι μπορεί να ελεγχθεί
με την διαρκή προβολή της προσδοκίας του εμβολίου.
Το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο, καθώς για δεκάδες
χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, φαίνεται πλέον να μην υπάρχει αύριο. Πάνω
από 200.000 επιχειρήσεις είναι κλειστές με κρατική εντολή, περίπου 650.000
εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα βρίσκονται σε αναστολή σύμβασης, συνολικά 1,5
εκατομμύριο εργαζόμενοι έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την κρίση, και οι ενώσεις
του λιανεμπορίου και της εστίασης προειδοποιούν για μαζικά «λουκέτα» τον
επόμενο χρόνο. Πιο απλά, σχεδόν για το μισό δυναμικό του ιδιωτικού τομέα της
χώρας οι ελπίδες και ο προσδοκίες μπορεί να έχουν τελειώσει πολύ πριν έρθει το
εμβόλιο.