Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ: Υποχώρηση εισοδημάτων και κατανάλωσης, αύξηση οφειλών, κρίσιμο το 2021

Υποχώρηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης το 2020, σε συνδυασμό με αύξηση των οφειλών, αλλά και νέα χρονιά κρίσιμη για την οικονομία, «δείχνουν» τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών (9η κατά σειρά), που διεξήχθη στις πρωτόγνωρες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημική κρίση του Covid-19.

 

Σύμφωνα με αυτή, η υγειονομική κρίση που στην οικονομία εκδηλώθηκε με τη μορφή της βαθιάς και απότομης ύφεσης, όπως είναι επόμενο, έχει επηρεάσει αρνητικά τους δείκτες που αναδεικνύουν την κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών.

 

Μολονότι η συνολική εικόνα που σχηματίζεται από αυτούς τους δείκτες δεν ισοδυναμεί με εκείνη μιας ολοκληρωτικής καθήλωσης, εντούτοις μια προσεκτική ανάγνωση αυτών των δεικτών φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν την εικόνα σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες, ενώ την ίδια στιγμή δείχνουν τις δυσοίωνες προοπτικές που επιφυλάσσει η επίπτωση της υγειονομικής κρίσης για την ελληνική οικονομία και συγκεκριμένα για τα νοικοκυριά.

 

Πιο αναλυτικά, στα βασικά ευρήματά της, η εν λόγω της έρευνα διαπιστώνει:

 

Το εισοδήματα των νοικοκυριών που στηρίζονται στα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα μειώθηκαν το 2020 δραματικά. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έρευνα, τα εισοδήματα αυτά μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 27,2%, έναντι μείωσης 11,5% στο σύνολο των νοικοκυριών. Το στοιχείο αυτό, που συμβαδίζει με τη δραματική επιδείνωση των οικονομικών δεικτών των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταδεικνύει πως η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι επιχειρήσεις έχει επηρεάσει ανάλογα και την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους. Η υπερδιπλάσια μείωση των εισοδημάτων που προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα καθιστά ακόμα πιο επείγουσα την άμεση ανάγκη λήψης συνεκτικών μέτρων, όχι μόνο για τη στήριξή τους, αλλά και για τη σταδιακή επαναφορά τους σε αυτό που έχει αποκληθεί «κανονικότητα».

 

Αναλυτικά, τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, στο διάστημα 5 έως 10 Δεκεμβρίου 2020, έχουν ως εξής:

 

ΕΙΣΟΔΗΜΑ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

 

Εμφανείς είναι οι επιπτώσεις από την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης στην μεταβολή των εισοδημάτων των νοικοκυριών το 2020.

 

Περίπου 4 στα 10 νοικοκυριά (37,5%) δήλωσαν πως το εισόδημα τους μειώθηκε, έναντι ποσοστού μόλις 8,1% που δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε. Για τα μισά περίπου (54,3%) νοικοκυριά το εισόδημα παρέμεινε αμετάβλητο.

 

Το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών το 2020 μειώθηκε κατά 11,5% (μέσος όρος).

 

Η επιδείνωση που καταγράφεται στο εισόδημα των νοικοκυριών παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, 7 στα 10 νοικοκυριά που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα δήλωσαν πως το εισόδημα τους μειώθηκε το 2020, έναντι του 39,3% των νοικοκυριών που το εισόδημα τους βασίζεται κυρίως στον μισθό και του 24,8% των νοικοκυριών που κυρία πηγή εισοδήματος είναι η σύνταξη.

 

Ο μέσος όρος μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών που δηλώσαν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα αντιστοιχεί σε 27,2%, έναντι μείωσης 10,5% και 6,8% των νοικοκυριών που δήλωσαν ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό και την σύνταξη αντίστοιχα.

 

Ένα μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών παραμένει σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς 1 στα 4 νοικοκυριά (25,1%) δηλώνει πως διαβιεί με εισόδημα έως 10.000 ευρώ.

 

Εκτός από την συνολική μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών και την διατήρηση ενός υψηλού ποσοστού σε συνθήκες σχετικής φτώχειας, φαίνεται πως η πανδημική κρίση δημιουργεί τάσεις διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων.

 

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι αυξήθηκαν τόσο τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα έως 5000 ευρώ (6% το 2020, έναντι 4,6% το 2019), όσο και τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα πάνω από 30.000 ευρώ (6,7% το 2020, έναντι 5,8% το 2019).

 

Παράλληλα, μειώθηκαν τα νοικοκυριά που ανήκουν στις μεσαίες εισοδηματικά κατηγορίες και ιδιαίτερα εκείνα που κατατάσσονται στην κατηγορία με εισόδημα 18.001 έως 25.000 ευρώ όπου υποχώρησαν κατά σχεδόν 5 μονάδες (16% το 2020, έναντι 20,9% το 2019).

 

Η σύνταξη παραμένει η κύρια πηγή εισοδήματος για το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών νοικοκυριών (44,3%).

 

Περίπου 4 στα 10 νοικοκυριά (41,2%) δηλώνουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2019 (37,1%).

 

Σχεδόν 1 στα 10 νοικοκυριά (9,8%) δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα ποσοστό βελτιωμένο σε σχέση με το 2019 (8,7%). Ωστόσο, παραμένει χαμηλότερο σε σύγκριση με τα ποσοστά που καταγράφονταν ακόμα και στην πιο υφεσιακή περίοδο της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης (12,6% το 2012).

 

Ανησυχητική είναι η οικονομική βιωσιμότητα για περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά καθώς το μηνιαίο εισόδημα τους εξαντλείται πριν το τέλος του μήνα. Μεσοσταθμικά για αυτά τα νοικοκυριά επαρκεί για 19 ημέρες. Τα πολυμελή νοικοκυριά, εκείνα με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος και τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα φαίνεται πως αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες και βρίσκονται αντιμέτωπα με το φάσμα της φτώχειας.

 

Το 10,3% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας.

 

 

 

Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό αδυναμίας αποταμίευσης των νοικοκυριών, καθώς 8 στα 10 νοικοκυριά (81,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν, παρά την μείωση της κατανάλωσης που καταγράφηκε λόγω των εκτεταμένων περιορισμών που υιοθετήθηκαν για την αποτροπή εξάπλωσης του κορωνοϊού.

 

Απαισιόδοξες είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση για το 2021.

 

Περισσότερο από 1 στα 3 νοικοκυριά (35,6%) αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, έναντι μόλις του 13,5% που εκτιμά πως θα βελτιωθεί και του 44,5% που δεν περιμένει κάποια μεταβολή.

 

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΑΝΕΡΓΙΑ

 

Σχεδόν 3 στα 10 νοικοκυριά (27,9%) δηλώνουν πως έχουν τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται πως τελικά το ποσοστό ανεργίας για το 2020 θα είναι αντίστοιχο με εκείνο του 2019 που υποδεικνύει πως τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την συγκράτηση της απασχόλησης έχουν πετύχει τον σκοπό τους. Παραμένει, όμως, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό που παγιδεύει ένα μεγάλο αριθμό νοικοκυριών στην φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

 

Υψηλό παραμένει το ποσοστό των μακροχρόνιων ανέργων, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας περισσότερα από 1 στα 2 νοικοκυριά (54,3%) που δηλώνουν πως κάποιο μέλος τους είναι άνεργο, βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας (περισσότερο του 1 έτους).

Το 17,6% των νοικοκυριών δηλώνει πως έχει κάποιο μέλος που η σύμβαση του τέθηκε σε αναστολή, το 3,5% έχει κάποιο μέλος που εντάχθηκε στο πρόγραμμα Συν-εργασία, ενώ μόλις το 0,7% δηλώνει πως έχει κάποιο μέλος που προσλήφθηκε με το πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

 

Μετά από μια εξαετία συνεχούς αποκλιμάκωσης του αριθμού των νοικοκυριών που είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, στην φετινή έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταγράφεται αύξηση, αποτυπώνοντας ακόμα μια δυσμενή επίπτωση της υγειονομικής κρίσης.

 

Σχεδόν 1 στα 4 νοικοκυριά (23%) δηλώνει πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία).

 

Αυξημένο κατά 7 μονάδες σε σχέση με την έρευνα του 2019 παρουσιάζεται και το ποσοστό των νοικοκυριών που θεωρούν πως δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις προς το Δημόσιο το επόμενο έτος. Συγκεκριμένα το 17,7% των νοικοκυριών δηλώνει πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές ή/και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους καταγράφουν τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 10.000 ευρώ (30,2%), τα νοικοκυριά που δηλώνουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (29,1%), τα νοικοκυριά που διαμένουν στην γεωγραφική περιοχή Νησιά Αιγαίου και Κρήτης (28,5%) και τα νοικοκυριά με άνεργο μέλος (25,2%).

 

Σχεδόν 9 στα 10 νοικοκυριά (88,3%) διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έναντι του 11,5% των νοικοκυριών που πληρώνουν ενοίκιο.

 

Από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι το 27% έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο. Από τα νοικοκυριά αυτά το 15,4% έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα επιδότησης δόσεων στεγαστικού δανείου (ΓΕΦΥΡΑ), το 12,2% καταβάλει τις δόσεις τους συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 10,1% έχει καθυστερημένες οφειλές περισσότερο από 3 μήνες.

 

Από τα ευρήματα της έρευνας φαίνεται πως το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ έχει βοηθήσει στην μείωση των νοικοκυριών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια περιορίζοντας τον αριθμό των νοικοκυριών που έχουν καθυστερημένες οφειλές.

 

Καλύτερη εικόνα σε σχέση με την έρευνα του 2019 παρουσιάζεται και ως προς τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών σχετικά με την δυνατότητα εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανειακών τους υποχρεώσεων για το 2021. Συγκεκριμένα το 77,8% θεωρεί πως θα ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις έναντι του 15,4% που δηλώνει πως δεν θα τα καταφέρει.

 

Ωστόσο, αυξημένο σε σχέση με το 2019 είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φοβάται ότι μπορεί να απωλέσει το σπίτι του λόγω οφειλών. Ειδικότερα το 14,7% των νοικοκυριών εκφράζει το φόβο απώλειας του ακινήτου του κάποια στιγμή στο μέλλον. Τα νοικοκυριά που εκφράζουν εντονότερα το φόβο αυτό είναι τα πολυμελή, τα νοικοκυριά με άνεργο και εκείνα που βρίσκονται στην χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία.

 

ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ – ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

 

Οι εκτεταμένοι περιορισμοί που υιοθετήθηκαν στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα για την αντιμετώπιση του Covid-19 σε συνδυασμό με την μείωση των εισοδημάτων μετέβαλαν σημαντικά τις καταναλωτικές τάσεις το 2020.

 

Επτά στα 10 νοικοκυριά περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Περισσότερα από 6 στα 10 νοικοκυριά ξόδεψαν λιγότερα για ταξίδια. 6 στα 10 νοικοκυριά περιόρισαν τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση, ενώ τα μισά περίπου νοικοκυριά ξόδεψαν λιγότερα για μετακινήσεις. Επιπλέον περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά διέθεσαν λιγότερα χρήματα για είδη διατροφής.

 

Ειδικά για τις δραστηριότητες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημική κρίση, όπως οι έξοδοι, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις, καταγράφεται ότι μέσα σε ένα μόλις έτος υπερδιπλασιάστηκαν τα νοικοκυριά που περιόρισαν τις δαπάνες τους για τις δραστηριότητες αυτές.

 

Σχετικά αμετάβλητοι σε σχέση με το 2019, αλλά σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν την καθυστέρηση κάλυψης κάποιας ανάγκης λόγω οικονομικής αδυναμίας.

 

Ειδικότερα 3 στα 10 νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποια ιατρικό πρόβλημα, ενώ 2 στα 10 καθυστέρησαν να πληρώσουν το ρεύμα.

 

Αύξηση καταγράφεται στις πληρωμές μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών συνεχίζοντας την θετική μεταβολή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην κουλτούρα συναλλαγών. Ειδικότερα, το 2016, το 46% του πληθυσμού συναλλασσόταν μόνο με μετρητά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα έχει μειωθεί στο 8,6%.

 

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΡΙΣΗΣ – ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΤΡΩΝ

 

Ένα στα 2 νοικοκυριά θεωρεί ότι η οικονομική κρίση που πυροδοτήθηκε από την εκδήλωση της πανδημίας θα διαρκέσει για 2 ή και περισσότερα χρόνια. Το 26% θεώρει ότι θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2021, ενώ μόλις το 13% θεωρεί ότι θα διαρκέσει για όχι περισσότερο από 6 μήνες.

 

Το εύρημα πως τα μισά νοικοκυριά θεωρούν πως η κρίση θα διαρκέσει για περισσότερο από 2 χρόνια ενδέχεται να επηρεάσει την καταναλωτική συμπεριφορά τους, καθώς θα τηρούν στάση αναμονής έναντι των εξελίξεων.

 

Ένα στα 2 νοικοκυριά (52,8%) αξιολογούν ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που έχει λάβει η κυβέρνηση. Στον αντίποδα 4 στα 10 νοικοκυριά (40,4%) θεωρούν πως τα μέτρα είναι επαρκή ή μάλλον επαρκή.

 

Τα πολυμελή και τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά αξιολογούν περισσότερο αρνητικά την επάρκεια των μέτρων στήριξης.

 

 

           

Έρευνα: Επιταχύνεται η «βύθιση» της Παιδείας στην Ελλάδα

Έρευνα: Επιταχύνεται η «βύθιση» της Παιδείας στην Ελλάδα

16:20 | 28 Ιαν. 2021

Τελευταία ανανέωση 16:43 | 28 Ιαν. 2021

 

Την επιδείνωση, κατά την τελευταία διετία, της διαχρονικά προβληματικής κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της εκπαίδευσης, καταγράφει για ακόμα μια φορά η «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020 – Μέρος Α: Δείκτες και βασικά μεγέθη των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ΕΕ-28» του Κέντρου Αανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ.

 

Η Έκθεση αποτυπώνει τη θέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ, στο σύνολο σχεδόν των διαθέσιμων (ευρωπαϊκών και διεθνών) δεικτών για τον μαθητικό/σπουδαστικό και φοιτητικό πληθυσμό του συστήματος καθώς και για τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης για την περίοδο αναφοράς 2001-2018.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης, τα διαχρονικά προβλήματα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος - που αφορούν τόσο σε ζητήματα εισροών (χρηματοδότηση, εκπαιδευτικό προσωπικό και λοιπό ανθρώπινο δυναμικό, επάρκεια και ποιότητα υποδομών-εξοπλισμού, προγράμματα σπουδών κ.λπ.) όσο και εκροών (μαθησιακά-εκπαιδευτικά αποτελέσματα) αλλά και γενικότερα σε θέματα εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων–, παρουσιάζουν περαιτέρω όξυνση κατά την τελευταία δεκαετία στη χώρα, κατατάσσοντάς τη στους περισσότερους δείκτες σε εξαιρετικά δυσχερή θέση συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό Μ.Ο. και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ28.

 

Στην Ελλάδα οι "νεοφιλελεύθεροι" χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς... από εσάς! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.

 

Πιο αναλυτικά, από την Έκθεση προκύπτει ότι:

 

    Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,3% έναντι 10,2% αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία του 2018 – 27η θέση). Ιδιαίτερα την περίοδο 2008-2018, και οι δύο πηγές χρηματοδότησης (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και Τακτικός Προϋπολογισμός Υπουργείου Παιδείας) καταγράφουν πρωτοφανείς μειώσεις. Η οριζόντια αυτή μείωση έχει σοβαρότατες συνέπειες στα μικρότερα μεγέθη του συστήματος, παρά τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνική συνοχή (προσχολική εκπαίδευση, εκπαίδευση αλλοδαπών & μεταναστών, ειδική αγωγή και συνεκπαίδευση) και στην ανάπτυξη της χώρας (επαγγελματική εκπαίδευση & κατάρτιση), ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας.

    Οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά υπερέχουν ιδιαίτερα σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα, το 2018 – 4η θέση) και κυρίως αφορούν στην εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών (Δευτεροβάθμια εκπαίδευση) ή δαπάνες για εκπαίδευση μελών του νοικοκυριού σε άλλη πόλη από την έδρα του νοικοκυριού (κυρίως Τριτοβάθμια εκπαίδευση).

    Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, η επάρκεια των ακόλουθωνεπιμέρους υποδομών αποδεικνύεται κατώτερη των προαπαιτούμενων σε όλες τιςβαθμίδες, υποβαθμίδες και τύπους μονάδων στο σύστημα: κτιριακές υποδομές(συντήρηση, εκσυγχρονισμός, και ανέγερση και ανέγερση νέων μονάδων), εργαστηριακός εξοπλισμός, υλικοτεχνική υποδομή και δαπάνες για απαραίτητα αναλώσιμα υλικά εργαστηρίων και μονάδων.

    Σύμφωνα και πάλι με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, καταγράφεται σημαντική γήρανση του διδακτικού προσωπικού (αλλά και του εργαστηριακού και λοιπού διοικητικού προσωπικού) σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται κυρίως στην αδυναμία του κράτους να προσλάβει μόνιμο διδακτικό και λοιπό εργαστηριακό & διοικητικό προσωπικό.

    Σε αρκετούς δείκτες συμμετοχής στην εκπαίδευση, η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. Ενδεικτικά: Ενήλικες (25-64 ετών) με ποσοστό συμμετοχής 3,9% (25η θέση), Μεταπτυχιακοί φοιτητές με ποσοστό συμμετοχής 3,1% (25η θέση), Συνολικός βρεφικόςνηπιακός πληθυσμός με ποσοστό συμμετοχής 9,2% (28η θέση), Συνολικός μαθητικός πληθυσμός της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ εκπαίδευσης με ποσοστό συμμετοχής 28,8% (23η θέση).

    Ως προς τις εκροές του (απόφοιτοι ανά πεδίο σπουδών – ταξινόμηση UNESCO), το σύστημα φαίνεται να κινείται θετικά και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ αποτυπώνεται επίσης χαμηλός ο δείκτης πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης & κατάρτισης νέων ηλικίας 18-34 ετών (4,7% – 4η θέση).

 

 

 

Τέλος, η Ελλάδα παρουσιάζει ορισμένες αρνητικές πρωτιές στους δείκτες κοινωνικών ανισοτήτων: Κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, σε ποσοστό πληθυσμού 15-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,3% έναντι 22,2 του Ευρωπαϊκού Μ.Ο.).

 

Επίσης, την 4η θέση στην ΕΕ28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, στον δείκτη NEET (Νέοι 15-24 ετών που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης) με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του Ευρωπαϊκού Μ.Ο.

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη