Άλλοτε, είχα μόνον την ελευθερία στο στόμα. Στο πρόγευμα την άπλωνα πάνω στο ψωμί μου, τη μασούλαγα όλη μέρα, έφερνα στον κόσμο μια ολόδροση ανάσα ελευθερίας. Βομβάρδιζα με τούτη την κυρίαρχη λέξη όποιον διαφωνούσε μαζί μου, την είχα βάλει στην υπηρεσία των πόθων και της δύναμής μου. Την ψιθύριζα στο κρεβάτι, στο αυτί των αποκοιμισμένων φιλενάδων μου, και τούτη η λέξη με βοηθούσε να τις αφήνω στα κρύα του λουτρού.
Την τρύπωνα συχνά… Μα τι κάνω, εξάπτομαι και χάνω το
μέτρο. Τέλος πάντων, μου έτυχε να κάνω και πιο αφιλοκερδή χρήση της ελευθερίας,
και μάλιστα, δείτε κι εσείς ο ίδιος την αφέλειά μου, να την υπερασπιστώ κιόλας
δυο τρεις φορές, δίχως να φτάσω ασφαλώς, ίσαμε το σημείο να πεθάνω γι’ αυτήν,
διακινδυνεύοντας όμως για χάρη της.
Πρέπει να μου συγχωρήσετε αυτές τις απερισκεψίες, δεν
ήξερα τι έκανα. Δεν ήξερα πως η ελευθερία δεν είναι ανταμοιβή, ούτε παράσημο
που το γιορτάζουν με σαμπάνια. Ούτε και δώρο, άλλωστε, κουτί με λιχουδιές που
σε κάνουν να γλείφεσαι. Ω, όχι, κάθε άλλο, είναι αγγαρεία, ένας μαραθώνιος πολύ
μοναχικός, πολύ εξαντλητικός. Χωρίς σαμπάνια, χωρίς φίλους να σηκώνουν το
ποτήρι τους και να σε κοιτάζουν με τρυφερότητα.
Μόνος σε μια θλιβερή αίθουσα, μόνος στο εδώλιο μπροστά
στους δικαστές και μόνος για ν’ αποφασίσεις μπροστά στον εαυτό σου ή μπροστά
στην κρίση των άλλων. Μετά από κάθε ελευθερία υπάρχει μια δικαστική απόφαση. Να
γιατί η ελευθερία είναι πολύ βαριά να τη σηκώσεις, ιδιαίτερα όταν υποφέρεις από
πυρετό ή όταν έχεις στεναχώριες ή όταν δεν αγαπάς κανέναν.
Η πτώση | μτφρ.: Νίκη Καρακίτσου - Ντουζέ & Μαρία
Κασαμπάλογλου - Ρομπλέν | εκδόσεις Καστανιώτη