Η προετοιμασία της Επανάστασης του 1821 στα Σέρρας και η Υποταγή της 8ης Μαίου 1821


Του Βασιλείου Γιαννογλούδη, Αντιπροέδρου ΕΜΕΙΣ και καθηγητή 4ου Λυκείου Σερρών

Το κείμενο αποτελεί μια προδημοσίευση από ομότιτλη εργασία με υποσημειώσεις του συγγραφέα για το περιοδικό «Σερραικά Σύμμεικτα» της ΕΜΕΙΣ που ο νέος τόμος του προβλέπεται να κυκλοφορήσει το 2021.

Αυτή την περίοδο ολοκληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και σε όλη την Ελλάδα γίνεται προσπάθεια επιστροφής και επανεκτίμησης του αγώνα απελευθέρωσης (τοπικού και συνολικού) από τον Οθωμανικό ζυγό, της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους, της πορείας καθώς και της προοπτικής του. Ο Ν. Σερρών θα συμμετέχει στην παραπάνω προσπάθεια. Όμως, σε σχέση με την τοπική επαναστατική κίνηση του 1821, οι Σερραίοι συμμετείχαν και με ποιον τρόπο στον αγώνα του γένους για την απελευθέρωση του; Ένα κρίσιμο και επίκαιρο ιστορικό ερώτημα. Η συντριπτική πλειοψηφία των Σερραίων αν τους τεθεί αυτό το ερώτημα είμαστε βέβαιοι ότι θα απαντήσουν θετικά. ότι δηλ. συμμετείχαν και θα δώσουν το παράδειγμα του Εμμανουήλ Παπά και της οικογένειάς του. Είναι όμως αυτή η πλήρη αλήθεια; Στην εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις ιστορικές στιγμές της προετοιμασίας της επανάστασης και να τεκμηριώσουμε τη συμμετοχή ή μη των Σερραίων σ’ αυτήν.

Από Σεπτέμβριο του 1814 με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (Φ.Ε.) στην Οδησσό, αρχίζει να υλοποιείται η επιθυμία του ελληνικού γένους για την απαλλαγή του από τους δυνάστες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στηριζόμενοι αποκλειστικά σε ίδιες δυνάμεις.

Αν και στα πρώτα χρόνια η δράση της Εταιρείας είναι σε στενό κύκλο και με μέτρα αυστηρά συνωμοτικά, αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά τα επαναστατικά σημάδια από τους πληροφοριοδότες των τοπικών οθωμανικών αρχών και στη συνέχεια αυτά να φθάνουν στον τότε Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄.

ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΜΥΗΣΗ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ

Έτσι το καλοκαίρι του 1817 ο Σουλτάνος έχοντας πληροφορίες από διάφορα μέρη του ευρωπαϊκού τμήματος της αυτοκρατορίας του κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη τους ισχυρούς μπέηδες και διοικητές πρωτευουσών επαρχιών ενημερώνοντας τους για την προσπάθεια της εξέγερσης των Ρωμιών και έδωσε σε αυτούς εντολή να θανατώνουν τους τοπικούς ηγέτες των Ελλήνων που επαναστατούν.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να οργανωθεί σχέδιο δολοφονίας του Εμμανουήλ Παπά από τον μεγαλοκτηματία Σερρών Κιαζήμ Μπέη και τον διοικητή Γιουσούφ Πασά γιατί αφ’ ενός μεν ο Εμμανουήλ Παπάς έλεγχε τις άδικες αποφάσεις του εναντίον των Ελλήνων και αφ’ ετέρου και οι δύο είχαν δανεισθεί μεγάλα ποσά από τον Παπά και δυσκολευόταν ή δυσφορούσαν στην αποπληρωμή τους.

Το σχέδιο αποκαλύπτεται στον Παπά και αποφεύγει τη σχεδιασμένη δολοφονία, όμως η παραμονή του στα Σέρρας γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη. Για το λόγο αυτό τον Οκτώβριο του 1817 εγκαταλείπει την οικογένεια και τις τοπικές επιχειρήσεις του και κρυφά μετακινείται στην Κωνσταντινούπολη ώστε μαζί με τη σωτηρία της ζωής του, να διεκδικήσει το ποσό ή μέρος του οφειλόμενου ποσού. Το 1818 αποκτώντας οι Φιλικοί αυτοπεποίθηση για τις κινήσεις τους μεταφέρουν την έδρα της Φ.Ε. στην Κωνσταντινούπολη και αρχίζει η οργάνωση να αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό. Ο Παπάς συνδέεται με τον  Κωνσταντίνο Παπαδάτο που ήδη από το Φθινόπωρο του 1819 είχε γίνει μέλος της Φ.Ε. και αργότερα άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Αλ. Υψηλάντη. Ο Παπαδάτος μυεί τον Εμμανουήλ Παπά στις 21 Δεκεμβρίου του 1819 στην Φ.Ε. και αργότερα ενημερώνει τον Αλ. Υψηλάντη για τον πόθο του Παπά να συμβάλει στην απελευθέρωση του γένους.

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ

Στις Σέρρες στις 15 Αυγούστου 1818 γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας ο Μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος από τον οπλαρχηγό Ιωάννη Φαρμάκη που είχε διαδραματίσει «εξουσιαστής και διοικητής της πολιτικής και πολεμικής» επαρχίας Σισιανουπόλεως (Κοζάνης) και είχε γίνει επίσης μέλος της Φ.Ε. από τις 2 Αυγούστου του 1817.

Ο Φαρμάκης μύησε στη Φ.Ε. από τις Σέρρες δύο αδελφούς εμπόρους (με καταγωγή από Ζεληνίτζα Αγράφων) τους: Αστέριο Γ. Σκανδάλη στις 7 Οκτωβρίου του 1818 και Αθανάσιο Γ. Σκανδάλη στις 14 Νοεμβρίου του 1818. Εικάζουμε επειδή δεν έχει γίνει γνωστή η συμμετοχή τους στον αγώνα από πηγές, ότι έπαιξαν μυστικό ρόλο διοικητικό (μεταφορά μηνυμάτων Μητροπολίτη, Φαρμάκη και Φιλικής Εταιρείας) και οικονομικό (συλλογή χρημάτων οικονομικής ενίσχυσης του αγώνα από Σερραίους προύχοντες και μεταφορά των χρημάτων στην Αρχή ή και διαχείρισης με την αγορά πολεμικών εφοδίων και βοηθητικών υλικών).

Από επιστολή της Φ.Ε. προς τον Επίσκοπο Σερρών, που αποτελούσε απέναντι στις οθωμανικές αρχές τον ηγέτη όλων των Σερραίων Ελλήνων, καθώς και από διάφορες ιστορικές πηγές (που θα παρατεθούν στη συνέχεια) μπορούμε να συμπεράνουμε τις δράσεις του, όσο αφορά τις οργανωτικές προσπάθειες για την επανάσταση στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών αλλά και την προσπάθεια  «…να συνδράμωμεν όλαις δυνάμεσι και να δείξωμεν εις του κόσμου το ευρυχωρότατον θέατρον ότι οι Έλληνες ακόμη ζώσιν»:

1) Την ενημέρωση των Σερραίων δημογερόντων και γενικά των εμπόρων και ευκατάστατων για την ύπαρξη της Φ.Ε. και για την ανάγκη της οικονομικής συνδρομής της «ίνα διά αυτών των χρημάτων δυνηθώμεν όσον τάχιστα να κινήσωμεν την μηχανήν μας».

2) Την ενημέρωση και συγκρότηση ανάλογου δικτύου ενημέρωσης, συνδρομών και ετοιμότητας των Σερραίων στα χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας Σερρών.

3) Την διαχείριση των οικονομικών μέσων που συνέλεγε από τους ομογενείς για τον επαναστατικό αγώνα. Ένα παράδειγμα αποτελεί η οικονομική ενίσχυση του Παπά, που απέστειλε από την Κωνσταντινούπολη την ημέρα της επίσημης μυήσεώς του [21 Δεκεμβρίου 1819] προς τον Χρύσανθο. Σε σχετική επιστολή ο Παπάς αλληγορικά αναφέρει ότι δίνει τα χρήματα για την Σχολή του Πανελληνίου (δηλ. την οργάνωση του αγώνα της Επανάστασης) και πιο συγκεκριμένα ότι: «Περί πλέον ο πατριωτισμός με υπαγορεύει να ενθυμηθώ και την δημιουργουμένην και μάλλον ήδη ενεργουμένην Σχολήν της Πατρίδος• διό και προσφέρω κατά το παρόν διά χειρός του Κωνσταντίνου Παπαδάτου γρόσια χίλια (No 1.000), ως προοφειλομένην συνδρομήν βοηθητικήν προς αυτήν, και ότε τύχη αγαθή βεβαιωθώ εις την μείζονα αποκατάστασιν και εκτέλεσιν αυτής της Σχολής του Πανελληνίου, υπόσχομαι το κατά δύναμιν όλην να συνεισφέρω, προς καταρτισμόν αυτής».

4) Την επικοινωνία με την Αρχή της Φ.Ε. και με ενδιάμεσους Φιλικούς.

5) Την προστασία και στήριξη της οικογένειας του Εμμ. Παπά από τη στιγμή της απομάκρυνσής του. Αυτό το είχε ζητήσει και ο ίδιος ο Εμμ. Παπάς με την αναφερθείσα επιστολή του μάλιστα αναφέρει για τον «αισχροκερδή διοικητή» Σερρών: «Αλλά μ’ όλον οπού δεν τον κατέτρεξα εις τας καταχρήσεις του, παρά μόνον βιασμένος έλαβα το ήμισυ του δικαίου μου και ευκολίας τυχούσης να ζητήσω άλλοτε και τα μένοντα, αυτός πάλιν, ως αγνώμων και κακοποιός, έβαλε κρυφίως και μου έκαψαν την οικίαν μου, και επομένως καιροφυλακτεί να δολοφονήση και τα τέκνα μου».

6) Στην προμήθεια, διακίνηση και αποθήκευση οπλισμού σε επιλεγμένους χώρους καθώς και εφοδίων και γενικά όλων των απαραίτητων υλικών για την έναρξη της επαναστατικής περιόδου.

7) Στον αναλαβόντα θέση Γενικού Εφόρου Αλ. Υψηλάντη ο ίδιος και οι επιρροές του «ίνα παρέχωσιν το προσήκον σέβας και ευπείθειαν εις τας οδηγίας της αυτού Εκλαμπρότητος, καθότι άνευ υπακοής πολιτική κοινωνία ου συνίσταται».

Στα Σέρρας σπουδαίο επίσης ρόλο για την οργάνωση και την πολεμική προετοιμασία της επανάστασης έπαιξαν και οι εξής Φιλικοί:

Πρώτος ο Νικόλαος Κασομούλης (γεννηθείς το 1795) που όπως ο ίδιος αφηγείται μυήθηκε στα της Φ. Ε. στη Σμύρνη [Φεβρουάριο 1821], όπου είχε αποσταλεί από τον πατέρα του Κώστα για εμπορικούς λόγους. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη Χρύσανθο και τους επισημοτέρους των Σερρών … «διότι είδαν, ότι ήμην της Εταιρείας, όπου ήτον και αυτοί όλοι…». Ο Κασομούλης σε ηλικία 26 χρονών ήταν προφανώς άπειρος στην πολεμική οργάνωση. Δυστυχώς ο έμπειρος οπλαρχηγός Ι. Φαρμάκης, που οργάνωσε την περιοχή, ίσως αυτός θα έπρεπε να ακολουθεί τον Εμ. Παπά ή να είναι στα Σέρρας στο πλευρό του Επισκόπου, συμμετείχε στις δυνάμεις του Αλ. Υψηλάντη. Ευτυχώς ο Κασομούλης μύησε και τον πατέρα του Κωνσταντίνο, ο οποίος παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, ανέλαβε οργανωτικά θέματα πολεμικής φύσεως.

Δεύτερος, άγνωστος στην τοπική ιστορία, είναι ο ιατρός Ευάγγελος Μεξικός. Αυτός ως απεσταλμένος Φιλικός ενημέρωσε την Μονή Εικοσιφοίνισσας για τα της Φιλικής Εταιρείας και την έπεισε να συμμετέχει στον αγώνα. Αργότερα ο Μεξικός ακολούθησε τον Εμμ. Παπά στην επανάσταση στη Χαλκιδική. Έτσι γίνεται ευνόητο το γιατί ο πατήρ Κασομούλης «…εδιορίσθη να προκαταλάβη το μοναστήριον Ηλιόκαλην (στο χειρ. ελαιοκάλην) έξωθεν των Σερρών και να συλλέξη  στρατιώτας, παλαιούς φυγάδας να τους βαστά έως να έλθη η ώρα. Πρόθυμος ο πατήρ εις τα τοιαύτα, άφησεν την δουλειάν του και τίποτες άλλο δεν εφρόντιζεν παρά πως να οχυρώση <το μοναστήριον> και πόθεν μέλλουν να κινηθούν».

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΤΑΠΝΙΞΗΣ ΤΗΣ

Μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Φ.Ε. από τον Αλ. Υψηλάντη τον Απρίλιο του 1820 άρχισε η συγκρότηση του γενικού σχεδίου της ελληνικής επαναστάσεως. Έτσι ο Αλ. Υψηλάντης συγκρότησε τακτικό στρατό και έκανε επίθεση από τα Βόρεια Ανατολικά σύνορα του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Β.Α. Ρουμανία) με κατεύθυνση τα Βαλκάνια. Ο Αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης διορίσθηκε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Πελοποννήσου. Ο Εμμ. Παπάς πληρεξούσιος αρχηγός των δυνάμεων Μακεδονίας με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ανάλογες ήταν και οι ενέργειες για τις υπόλοιπες περιφέρειες Ηπείρου, Στερεάς Ελλάδος, Θεσσαλίας και τις νησιωτικές περιοχές.

Ο Αλ. Υψηλάντης στις 24/2/1821 κυκλοφόρησε από το γενικό στρατόπεδο του Ιασίου την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», η οποία θεωρείται από τους ιστορικούς η έναρξη της ελληνικής επανάστασης στις παραδουνάβιες περιοχές. Η προκήρυξη που απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες, τους καλεί να ξεσηκωθούν και αναφέρεται στους αγώνες που έκαναν οι ευρωπαϊκοί λαοί για να διώξουν τους τυράννους τους. Ειδικότερα σ’ αυτήν αναφέρονται: «Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες!... Η Πατρίς  μας  προσκαλεί!... Ας κινηθώμεν λοιπόν με εν κοινόν φρόνιμα, οι πλούσιοι ας καταβάλωσιν μέρος της ιδίας περιουσίας, οι ιεροί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και οι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα…».

Για την περιοχή της Μακεδονίας ο Πέννας αναδημοσιεύει μια πολύτιμη επιστολή που διέσωσε ο ιστορικός Ι. Φιλήμων, στο βιβλίο του Δοκίμιον της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. 1859, σύμφωνα με την οποία ο Αλ. Υψηλάντης ως ηγέτης της Φ.Ε. και της Επανάστασης στις 8 Οκτωβρίου του1820 απευθύνεται στον Εμμανουήλ Παπά και του λέει: «Ακούσατε λοιπόν τας συμβουλάς του κυρίου Παπαδάτου, όστις είναι διωρισμένος να σας δείξη, εις τί πρέπει να ενεργήσητε, και στεφάνους αειθαλείς της ευκλείας θέλει ετοιμάση η πατρίς διά την αξιοσέβαστον κεφαλήν σας». Και ο Παπάς τις ακολουθεί κατά γράμμα.

Πριν αναφέρουμε τις κινήσεις του Παπά αξίζουν να αναφερθούν μερικά γεγονότα ή φήμες τα οποία χωρίς αξιόλογες πηγές αίρονται μεταξύ πραγματικότητας και θρύλου, αλλά πάντως δίνουν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Το πρώτο είναι η προσπάθεια του Σερραίου ήρωα να οργανώσει απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του Σουλτάνου μέσα στο παλάτι, η οποία τελικά δεν τελεσφόρησε. Το δεύτερο η φήμη που διέσωσε ο Γ. Καφταντζής από κατασχεμένο γράμμα στα αρχεία της Αυστριακής αστυνομίας, σύμφωνα με το οποίο αποστολέας με ψευδώνυμο Πόκοβιτς έγραψε στο Βουκουρέστι στις 24/3/1821: «η έκρηξη της επανάστασης στην Κων/πολη είχε ορισθεί για τις 15 Μαρτίου. Τη μέρα εκείνη ήταν η πρωτεύουσα να γίνει στάχτη, ο Σουλτάνος να πιαστεί ή να σκοτωθεί και η Θεσ/νίκη, οι Σέρρες, οι Θερμοπύλες, ο Μωριάς να έχουν ελευθερωθεί…».

Ο Παπάς στις 23 Μαρτίου 1821 αφού εξόπλισε με τα χρήματά του το πλοίο του Χατζή Βισβίκη (από τη Λήμνο) με όπλα, μπαρούτι κτλ., του γραμματέα του Δημητρίου Οικονόμου, του υπασπιστού Ιωάννου Χατζηπέτρου, του γιο του Γιαννάκη και Σερραίων παλληκαριών εξώρμησε προς τον Άθωνα και συγκεκριμένα στη Μονή Εσφιγμένου για να προετοιμάσει την επανάσταση στο χώρο της Μακεδονίας.

Στις 4 Απριλίου του 1821 ο Σουλτάνος με φιρμάνι του ενημερώνει και δίνει οδηγίες για αντιμετώπιση της επανάστασης του Υψηλάντη αλλά και της προσπάθειας διείσδυσης πληρεξουσίων της Φ.Ε. και του Υψηλάντη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «…Διένειμον απανταχού έγγραφα και προκηρύξεις, διαλαμβανούσας ότι το κίνημα τούτο είναι δήθεν εθνικόν και άλλα ποικίλα μυθεύματα και ασυναρτησίας, έχοντες ούτω την πεπλανημένην αξίωσιν, ότι διεγείρουν εις επανάστασιν το έθνος» και «…Να εξαντλήσητε όλην σας την εμπειρίαν και να εντείνητε την προσπάθειάν σας, φυλάσσοντες τους ραγιάδες από τας διαβολάς και την παραπλάνησιν εκ των τοιούτων ληστών. Να διορίσητε έμπιστους και πεπειραμένους υπαλλήλους εις τους πορθμούς και τας διαβάσεις, οι οποίοι να κατοπτεύουν τα πρόσωπα, άτινα ήθελαν διέλθει μετημφιεσμένα με επαναστατικά έγγραφα των ληστών τούτων προς τους ραγιάδες, και να μη επιτραπή επί του προκειμένου ουδεμία παράβλεψις και αμέλεια, αλλά να συλληφθούν και εξετασθούν τα εις χείρας των έγγραφα και, εάν ήθελεν ανακαλυφθή ότι ταύτα ήσαν επιλήψιμα και προεκάλουν την εξέγερσιν των ραγιάδων, να συλλαμβάνητε το μεταφέρον ταύτα πρόσωπον…».

Με την κήρυξη της Επανάστασης 23-25 Μαρτίου του 1821 στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές που ακολούθησαν, ο Μαχμούτ διαπίστωσε πλέον ότι ξεσηκώνεται το γένος των Ρωμιών και για να αναχαιτίσει και καταστείλει αυτό, στις 10 Απριλίου 1821 με εντολή του απαγχονίσθηκε στην πύλη του Πατριαρχείου ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄. Επίσης με εντολή του ιδίου συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν επιφανείς Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης.

Οι παραπάνω ενέργειες του έχουν διπλή επιρροή. Από τη μια μεριά ενισχύουν και τονώνουν την εχθρότητα των Οθωμανών εναντίον των Ελλήνων και έτσι οι Οθωμανικές Αρχές των Σερρών που από καιρό παρακολουθούν τις τοπικές κινήσεις των Σερραίων Ελλήνων και ενημερώνονται για τη γενικότερη επαναστατική διάθεση του έθνους, ετοιμάζουν σχέδιο αντίστοιχο με του Σουλτάνου για θανάτωση των «Κοτζιαμπασήδων και του Δεσπότη». Το σχέδιο αυτό λίγες μέρες πριν το Πάσχα της 10 Απριλίου 1821 το αποκαλύπτει ο Μοστάμπεης (γιος του Διοικητή Γιουσούφ πασά) στον Νικόλαο Κασομούλη και φυσικά αυτός στον Μητροπολίτη Χρύσανθο. Από την άλλη πλευρά επιδρά αρνητικά και παραλυτικά στη διάθεση του Μητροπολίτη Σερρών και των τοπικών δημογερόντων για τη συνέχιση του αγώνα. Ο Κασομούλης μας πληροφορεί ότι «Την Πέμπτην της Διακαινησίμου [δηλ. στις 14 Απριλίου] ήλθεν η είδησις ότι ο Σουλτάνος εκρέμασεν τον Πατριάρχου Γρηγόριον… Ο θάνατος του Πατριάρχου δειλίασεν τον Μητροπολίτην Χρύσανθον και όλους τους επισήμους των Σερρών• άρχισαν να σκέπτωνται πλέον πως να αποφύγουν τον κίνδυνον και όχι πως να κτυπήσουν. Οι χωριάται των Σερρών προδιατεθειμένοι έβλεπαν την αδράνειαν του κέντρου και σιωπούσαν. Ο Εμμανουήλ Παππά από Κωνσταντινούπολιν μετέβη εις Άγιον Όρος• απ’ εκεί ειδοποίησεν το φθάσιμόν του τον Σερρών και λοιπούς παρακινώντας τους να κινηθούν. Πλην το σχέδιον εματαιώθη από το κέντρον και ούτως φυγάδες, τρέχοντες ο μεν απ’ εδώ ο δε απ’ εκεί, πουθενά κέντρον δεν έβλεπεν να στηριχθή κανένας».

Στις 3 Μαίου του 1821 νέο φιρμάνι απολύεται από την Υψηλή πύλη προς κάθε Οθωμανική Αρχή των ευρωπαϊκών περιοχών, στο οποίο δίδονται συγκεκριμένες εντολές για τους επαναστάτες: «…Εάν αντιληφθής ότι εν ταις περιφερείαις της δικαιοδοσίας σου υπάρχουν ραγιάδες, οίτινες, μη υπακούοντες εις τας διαταγάς του αρχηγού των πιστών, εκδηλώνουν ανταρσίαν κατ’ αυτού, πάταξον αυτούς διά του ξίφους και πράξον ό,τι υπαγορεύει η υποχρέωσις του ιερού πολέμου, εφαρμόζων την διαταγήν Μου περί λαφυραγωγίας και εξανδραποδισμού, πλην όμως να μη προσβάλης τους βιούντας εν ειρήνη και νομιμοφροσύνη ραγιάδες, τους μετανοούντας εκ των επαναστατών και τους διά παραδόσεως των όπλων επανερχομένους εις την νομιμοφροσύνην και υποτέλειαν, αλλά να λάβης μέτρα περιφρουρήσεως αυτών».

Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΣΤΙΣ 8 ΜΑΙΟΥ 1821

            Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος σε αντίθεση με τον όρκο του στη Φ.Ε., με την επιστολή της Φ.Ε. για τον προσήκοντα σεβασμό και υπακοή στον Αλ. Υψηλάντη και στην προκήρυξη του από το Ιάσιο για να εμψυχώσουν οι ποιμένες τον λαό με το ίδιο τους παράδειγμα, διαβλέποντας τους κινδύνους για τη ζωή του, τους δημογέροντες και τους Σερραίους Έλληνες αποφάσισε τον συμβιβασμό και την υποχώρηση στην Οθωμανική κρατούσα εξουσία.

            Το Σάββατο 7 Μαίου του 1821 παρουσιάζονται ελληνικά καράβια στο Τσάγιεζι [Λιμάνι Αμφίπολης] και χτυπούν τους τούρκους τελωνοφύλακες και παίρνουν τα εμπορεύματά τους. Οι Τούρκοι χωρικοί από την περιοχή παίρνουν τα άρματά τους και μάχονται με τους Έλληνες. Αυτό θεωρείται από τους Οθωμανούς προεστούς των Σερρών (έχοντας πιθανά και πληροφορίες για τις επαναστατικές κινήσεις του Παπά στη Χαλκιδική) η εναρκτήρια εκδήλωση της επανάστασης στην επαρχία Σερρών. Γι’ αυτό αποφασίζουν να εξαπολύσουν γενικό πογκρόμ κατά των Σερραίων Ελλήνων για την επόμενη ημέρα. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτει ο τούρκος Μεχμέτ Μπέης, που είναι δεν είναι σύμφωνος μ’ αυτό, στον ιερέα του Αγ. Νικολάου Σακελλάριο Ιωάννη, μετά του οποίου συνδέονταν με φιλία. Ακολούθως ο ιερέας ενημερώνει το Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος αποφασίζει να παρέμβει, μαζί με δημογέροντες, την επόμενη μέρα στον πολιτικό Διοικητή (Καϊμακάμη) και να του ζητήσει προστασία για τον πληθυσμό.

Την Κυριακή 8 Μαίου 1821, μέρα που ήταν ανοικτή η αγορά των Σερρών, εφαρμόζεται το σχέδιο των τοπικών τουρκικών αρχών σύλληψης Σερραίων Ελλήνων ως ομήρων, εφόδων στη Μητρόπολη και σε οικίες προκρίτων καθώς και στο μοναστήρι της Λιόκαλης με σκοπό να κατασχεθούν τα όπλα, να φυλακισθούν οι κατέχοντες αυτά καθώς και οι οργανωτές της επαναστατικής κίνησης, όπως επίσης και να θανατωθούν όσοι πρόβαλλαν αντίσταση, δηλ. να κατασταλεί ολοκληρωτικά, υλικά και ψυχολογικά, κάθε προσπάθεια των Σερραίων για συμμετοχή στον γενικό ξεσηκωμό του γένους.

Ο Στράτης μας πληροφορεί ότι: «Ο Καϊμακάμης μη συμμεριζόμενος τας ιδέας των φανατικών Τούρκων, σπεύδει αμέσως έφιππος μετ’ εφίππων χωροφυλάκων εις την Οθωμανικήν συνοικίαν κραυγάζων και διατάσσων ίνα μηδείς Τούρκος εξέλθη της οικίας του μηδέ να επιχειρήση τι κατά των Χριστιανών διότι θα κρεμασθή. Αι απειλαί ανεχαίτισαν τους σφαγείς και η ομογένεια των Σερρών εσώθη. Ην δε ογδόη του Μαίου του 1821, μνήμη του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου».

Ο Ν. Κασομούλης, απαθανατίζει διαφορετικά, τα τότε δραματικά γεγονότα των Σερρών, στηριζόμενος σε επιστολή του πατέρα του της 8ης Μαίου, ως εξής: «Άμα έφθασεν η είδησις των Καραβιών, η ημέρα ήτον Κυριακή και παζάρι, 8η Μαίου• έξαφνα μια φωνή γενική από τους Τούρκους: «Κιλίτζ!» (σπαθί) και πηδήσαντες από τα αργαστήρια και από όπου ήτον ο καθείς, οι μεν εμάζωξαν τους ευρισκομένους χωριάτας αγεληδόν εις τα χάνια, οι δε ώρμησαν εις τα σημαντικά σπίτια. Ο Αμπτούλαγας μόνος του με έως 500 πολιόρκησεν την Μητρόπολιν και ζήτησεν εντός μιας ώρας να φέρουν όλοι οι Ρωμαίοι τα άρματα. Ούτως λοιπόν άρχισαν μικροί - μεγάλοι και τα παρέδωσαν σχεδόν όλα• εις εμένα εδώ [στο μοναστήρι]  ήλθαν μερικοί πρώτον εχθροί μας παλαιοί και δεν ευρέθην <εκεί>• άρπαξαν τα ντουφέκια και τα πιστόλια όλα, το δε μπαρούτι δεν το ηύραν, διότι το είχα εις τον νεροχύτην με ταις στάμναις και δεν το περιεργάσθηκαν. Όλον το πράγμα το άρπαξαν και τώρα ο Μοσθάμπεης τους εφυλάκωσεν να τα επιστρέφουν κλπ.».

Οι Τούρκοι επιτέθηκαν και κατά της οικογένειας του αγωνιζόμενου ήρωα Εμμ. Παπά. Συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή (όπου υπέστησαν πολλά μαρτύρια), η σύζυγός του Φαίδρα, τα παιδιά της Ελένη, Κωνσταντίνος και Αριστείδης, ως και ο αδελφός αυτής Μιχαήλ. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία δημεύτηκαν, όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα κατασχέθηκαν από τις αρχές και πυρπολήθηκαν τα καταστήματα και η οικία της οικογένειας.

Για να συνειδητοποιηθεί η τεράστια αντίθεση, το ίδιο χρονικό διάστημα στο επιτελείο του Αγ. Όρους και της Χαλκιδικής, ο Εμμ. Παπάς επιζητεί με έγγραφό του από Υδραίους προκρίτους, την αποστολή πλοίων με σκοπό την εφαρμογή του επιτελικού σχεδίου του Αλ. Υψηλάντη για κατάληψη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα ζητά από τους Υδραίους «να διορίσεται δώδεκα αρματωμένα καλά καράβια ανάλογα εις τους βαρβάρους και τυράννους τούτων των μερών. Εξ αυτών τα μεν οκτώ δυνατότερα να διορισθούν να κτυπήσουν συγχρόνως μεθ’ ημών το κάστρον της Θεσσαλονίκης, τα δε τέσσαρα, αν είναι και αδυνατότερα δεν πειράζει, να διορισθούν από Καβάλαν εις το Άγιον Όρος, δίδοντες ορδινίας [εντολές] προς αυτούς να έλθουν εις αντάμωσίν μου, και συνομιλούντες να λάβουν τας οδηγίας μου».

ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ 8ης ΜΑΙΟΥ 1821

            Από την προηγούμενη αντιπαράθεση των χωρίων μπορούμε να έχουμε μια βάσιμη αντίληψη του τι συνέβη στα Σέρρας την 8 Μαίου 1821. Η ιθύνουσα Οθωμανική διοίκηση είχε πληροφορίες για τις κινήσεις των Σερραίων Ελλήνων (προμήθεια οπλισμού και αποθήκευσή του). Από την ημερομηνία της 10ης Απριλίου 1821 (απαγχονισμός Πατριάρχη Γρηγορίου) είχε εκπονήσει σχέδιο θανάτωσης Κοτζαμπάσηδων, Δεσπότη και ίσως των οργανωτών της οχύρωσης του μοναστηριού της Λιόκαλης. Περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσουν.

Ο Εμμανουήλ Παπάς από τη στιγμή της άφιξης του στο Άγιο Όρος στις 23 Μαρτίου του 1821, αποδόθηκε σε συστηματική προσπάθεια να προετοιμάσει οργανωτικά τις δυνάμεις του ελληνισμού της Μακεδονίας με στόχο τη κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Για το λόγο αυτό παρότρυνε και προσπάθησε να συντονίσει τον ελληνισμό της Μακεδονίας να ξεσηκωθεί και ο ίδιος συγχρόνως με την άμεση υποστήριξη της εξέγερσης της Χαλκιδικής ανέμενε αρματωμένα πλοία από Ύδρα για να επιτεθεί κατά των οθωμανικών δυνάμεων Θεσσαλονίκης. Οι κινήσεις του μέχρι τα μέσα του Μαίου είναι βέβαιο ότι έγιναν γνωστές τουλάχιστον από τις οθωμανικές αρχές Θεσσαλονίκης, Σερρών, Χαλκιδικής.

Στις Σέρρες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κασομούλης, το σχέδιον (του ξεσηκωμού εναντίον της οθωμανικής αρχής) εματαιώθη από το κέντρον, δηλ. από τον ίδιο τον μητροπολίτη Χρύσανθο. Άμεση συνέπεια αυτής της ματαίωσης ήταν οι σερραϊκές επαναστατικές δυνάμεις να «βραχυκυκλωθούν» ή όπως γλαφυρά το περιγράφει ο Κασομούλης «ούτως φυγάδες, τρέχοντες ο μεν απ’ εδώ ο δε απ’ εκεί, πουθενά κέντρον δεν έβλεπεν να στηριχθή κανένας».

Η άφιξη ελληνικών πλοίων στις 7 Μαίου 1821 στην Αμφίπολη και η πολεμική συμπλοκή με τις οθωμανικές τελωνειακές αρχές αποτέλεσε το κρίσιμο χρονικό σημείο, για εφαρμογή του σχεδίου των σερραϊκών οθωμανικών αρχών, όχι απλώς θανάτωσης των ηγετικών στοιχείων του ελληνισμού αλλά γενικού πογκρόμ. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, έχοντας πληροφορία, μία μέρα πριν, για αυτό το σχέδιο εξόντωσης, το καταγγέλλει στον πολιτικό διοικητή, ο οποίος κινούμενος σύμφωνα με τις γενικές οδηγίες της Υψηλής Πύλης, το απέτρεψε. Όμως ο διοικητής σε συμφωνία με τις στρατιωτικές αρχές Σερρών απαίτησαν την παράδοση όλου του αποθηκευμένου οπλισμού, έθεσαν σε ομηρία στα χάνια μεγάλο μέρος των πολιτών, πολιόρκησαν την μητρόπολη και σπίτια δημογερόντων και έλεγξαν όλους τους χώρους της οχυρωμένης μονής της Λιόκαλης. Επίσης λεηλάτησαν και έκαψαν το σπίτι και τα καταστήματα της οικογένειας του Εμμανουήλ Παπά. Σε όλες αυτές τις κινήσεις των Τούρκων είχαν και τη βοήθεια των ατάκτων (Βασιβοζούκων) για τους οποίους οι εξοντώσεις και οι λεηλασίες ήταν «δώρο θεού». Με την παράδοση του οπλισμού των Σερραίων προυχόντων και αγωνιστών και τη φυλάκιση τους, κατέρρευσε όλη η πολύχρονη μεθοδική προσπάθεια επανάστασης του κέντρου και της περιφερείας των Σερρών.

Ήδη στην προηγούμενη παράγραφο περιγράψαμε στην αρχή το τραγικό δίλλημα στο οποίο βρέθηκε ο επαναστατικός ηγέτης των Σερρών μητροπολίτης Χρύσανθος, από τις 14 Απριλίου 1821 μέχρι της 7 Μαΐου 1821. Η δράση του στον αγώνα του γένους μέχρι τον απαγχονισμό του Πατριάρχη κρίθηκε από τη Φ.Ε. γενικά ως ικανοποιητική. Μετά την 14 Απριλίου όμως επέδειξε αδράνεια, αδυναμία και φόβο, τα οποία είχαν άμεση επίδραση στο ηθικό των προυχόντων και όλων των αγωνιστών.

Ο Πέννας σε κριτική του παρατηρεί ότι: «Αλλά η αδράνεια και η αδυναμία του Κέντρου των Σερρών προς δράσιν ήτο απολύτως δικαιολογημένη. Διότι η από μακρού χρόνου απουσία του Εμμανουήλ Παπά εκ Σερρών και το απαράσκευον των κατοίκων, αλλά και η υπό του Γιουσούφ Πασά διατήρησις εντός της πόλεως πάντοτε μεγάλης στρατιωτικής δυνάμεως εκ Τουρκαλβανών, δεν ήσαν ευνοϊκαί προϋποθέσεις διά την ευόδωσιν οιουδήποτε, έστω και καλώς ωργανωμένου κινήματος. Αλλά και στρατεύματα υπολογίσιμα εάν δεν υπήρχον, ο εντός και εκτός της πόλεως πυκνός Τουρκικός πληθυσμός ήτο αρκετός, να καταπνίξη με τον αφυπνισθέντα φανατισμόν του πάσαν απόπειραν, εις το αίμα».

Ο Πέννας έμμεσα μας αφήνει να εννοήσουμε ότι δυστυχώς στα Σέρρας την εποχή εκείνη, δεν υπήρχαν άνθρωποι της κράσης, του πόθου και της επιρροής του Εμμ. Παπά να αναλάβουν τα ηνία της πολεμικής και διοικητικής οργάνωσης της επανάστασης των Σερρών. Επίσης είναι σωστή η παρατήρησή του για πυκνό Τουρκικό πληθυσμό. Ο νεαρός Ν. Κασομούλης και ο έμπειρος πατέρας του Κώστας πρόσφεραν αρκετά για την προετοιμασία του κινήματος. Όμως, αν και μέλος της Φ.Ε. που είχε επαφές με τον μητροπολίτη Χρύσανθο και γιος ενός έμπειρου οργανωτή της μονής Λιόκαλης, στο βιβλίο του Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Ελλ. Επαναστάσεως για τις κρίσιμες στιγμές της 8ης Μαίου, δεν αναφέρει την εκπόνηση κάποιου συγκροτημένου τοπικού σχεδίου δράσης (ποιοι θα δράσουν και πως, ποιο θα ήταν οι στόχοι εξουδετέρωσης και σε πιο χρονικό διάστημα) αλλά μόνο προετοιμασία χωρικής αποθήκευσης όπλων. Αυτό είχε ως συνέπεια τον αιφνιδιασμό των Σερραίων από τους Οθωμανούς, την παράδοση του οπλισμού και συνακόλουθα την πλήρη ψυχολογική κατάρρευσή τους. Αυτό καταφαίνεται στο σημείωμα της 8 Μαίου του πατέρα Κασομούλη, που διέσωσε αυτούσιο ο ίδιος στα Ενθυμήματα και απευθυνότανε σε αυτόν: «Εν τοσούτω φύγε διά την πατρίδα, και έρχομαι και εγώ. Κώνστας Κασομούλης πατήρ σου».

Έτσι κύριο στοιχείο της ματαίωσης της Επανάστασης έπαιξε η αδυναμία, ο φόβος και οι μεγάλες ευθύνες για τις ζωές των Σερραίων (αγωνιστών και γυναικόπαιδων) που θα αναλάμβανε ο Μητροπολίτης. Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς σε εκείνες τις δραματικές ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών. Σίγουρα όμως μπορεί ο μελετητής να έχει καλύτερη εκτίμηση των πραγμάτων γνωρίζοντας από τα απομνημονεύματα, έγγραφα και τις στάσεις ζωής τον χαρακτήρα του ανθρώπου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

            Στην αρχή του άρθρου είχαμε διατυπώσει το ιστορικό ερώτημα αν συμμετείχε ο Ν. Σερρών και πιο σωστά αν οι ελληνικές δυνάμεις του Ν. Σερρών συμμετείχαν και με ποιον τρόπο στον αγώνα του γένους για την απελευθέρωση του; Από τα εκτεθέντα παραπάνω είμαστε σε θέση να το απαντήσουμε.

Αποδεικνύεται ότι αν και έγιναν από τις ελληνικές δυνάμεις των Σερρών, με καθοδήγηση κυρίως του μητροπολίτη, της δημογεροντίας και των φιλικών που έδρασαν στον τόπο, σοβαρές οργανωτικές προσπάθειες για προετοιμασία της επανάστασης του, την κρίσιμη στιγμή και παρά τη σαφή εντολή του αρχηγού των επαναστατικών δυνάμεων της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά να επαναστατήσουν, ο μητροπολίτης κυρίως αλλά και η δημογεροντία των Σερρών, από φόβο και αδυναμία, δεν εμψύχωσαν τις τοπικές λαϊκές δυνάμεις, δεν μπόρεσαν να αρθούν στο ύψος του συνολικού επαναστατικού φρονήματος του γένους, με αποτέλεσμα την ψυχολογική κατάρρευσή τους και την πλήρη υποταγή στην οθωμανική εξουσία των Σερρών.

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη