Γιάννης Μυλόπουλος
Αυτή την εβδομάδα η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέτασε δύο προτάσεις σχετικές με τους εμβολιασμούς, που και οι δύο προέρχονταν από την Ελλάδα. Τη μια την υπέβαλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και την άλλη ο πρώην πρωθυπουργός και σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Η πρώτη, η πρόταση Μητσοτάκη, απορρίφθηκε πανηγυρικά με
μεγάλη πλειοψηφία από Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθερους, (ALDE), με 99 ψήφους,
κερδίζοντας την υποστήριξη και άλλων πολιτικών σχηματισμών, καθώς την
υποστήριξαν μόλις 10 μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης.
Η δεύτερη, η πρόταση Τσίπρα, την οποία κατέθεσε η Ομάδα
της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μετά από πρωτοβουλία του Γιώργου Κατρούγκαλου,
εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία, 72 υπέρ και 16 κατά.
Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε ποιες ήταν οι δύο
ελληνικές προτάσεις, ποια τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους και γιατί η μία
απορρίφθηκε, ενώ η άλλη εγκρίθηκε.
Η πρόταση Μητσοτάκη ήταν μια κατ’ εξοχήν πρόταση με δεξιά
χαρακτηριστικά.
Ο δεξιός της προσανατολισμός έχει να κάνει με την
πολιτική διακρίσεων και αποκλεισμών που η ελληνική Δεξιά έχει στο DNA της. Η
πρόταση λοιπόν αφορούσε την ενίσχυση των διακρίσεων μεταξύ των Ευρωπαίων
πολιτών, με την ανάδειξη μιας ελάχιστης μειοψηφίας προνομιούχων, οι οποίοι θα
μπορούν στο εξής να μετακινούνται ελεύθερα και να ταξιδεύουν παρά τις
απαγορεύσεις και τους περιορισμούς, επειδή έχουν προλάβει να εμβολιαστούν.
Σε μια εποχή δηλαδή όπου ένα ελάχιστο μόλις ποσοστό των
Ευρωπαίων, που είναι ακόμη μικρότερο για τους Έλληνες, έχουν προλάβει να
εμβολιαστούν, το «διαβατήριο» εμβολιασμού που πρότεινε ο Μητσοτάκης θα
αναδείκνυε μια νέα ελίτ πολιτών που θα απολαμβάνουν ξεχωριστά προνόμια ως προς
το δικαίωμά τους να μετακινούνται και να ταξιδεύουν, σε σχέση με τη συντριπτική
πλειοψηφία των Ευρωπαίων που δεν έχουν εμβολιαστεί και όπως φαίνεται θα
αργήσουν, οι οποίοι θα συνεχίσουν να υφίστανται τα απαγορευτικά μέτρα για τον
περιορισμό της μετάδοσης της COVID19.
Σε μια εποχή δηλαδή πανδημίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός
σκέφτηκε να απονείμει προνόμια σε όσους πρόλαβαν να εμβολιαστούν και είναι μια
ελάχιστη μειοψηφία της τάξης του 2,5% στην Ενωμένη Ευρώπη και του 2,2% στην
Ελλάδα, κι αυτό όχι βέβαια με δική τους ευθύνη, αντί να επιδιώκει να
υποστηρίξει τα δικαιώματα αυτών που ανήκουν στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Στην ελληνική Δεξιά έτσι έμαθαν, έτσι σκέφτονται. Τα
προνόμια των λίγων έχουν γι’ αυτούς πολύ μεγαλύτερη σημασία, από ό,τι τα
δικαιώματα των πολλών.
Εδώ, ίσως γίνεται αντιληπτό και το πρωτοφανές φαινόμενο
που καταγράφηκε μόνο στην Ελλάδα. Και αναφέρομαι στην… σπουδή διαφόρων
κυβερνητικών παραγόντων και λογής κομματικών παρατρεχάμενων που απολαμβάνουν τα
προνόμια της κυβερνητικής εξουσίας να εμβολιαστούν, αυτοί και οι οικογένειές
τους, καθ’ υπέρβαση της σειράς που έχει καθιερωθεί παντού στην Ευρώπη, σύμφωνα
με την ηλικία και την κατάσταση της υγείας των πολιτών. Σε αντίθεση με
Ευρωπαίους ηγέτες, οι περισσότεροι των οποίων δεξιοί και κεντροδεξιοί κι αυτοί,
οι οποίοι ζήτησαν να εμβολιαστούν σύμφωνα με την ηλικιακή σειρά τους, όπως όλοι
οι… κανονικοί πολίτες.
Υπάρχει και ένα ακόμη χαρακτηριστικό όμως στην πρόταση
Μητσοτάκη που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής. Την πρότασή του για
«πιστοποιητικό εμβολιασμού», με το οποίο οι εμβολιασμένοι θα μπορούν να
ταξιδεύουν χωρίς περιορισμούς, υποστήριξε η ΙΑΤΑ, η διεθνής δηλαδή ένωση
αερομεταφορών.
Εκτός λοιπόν από «δεξιά» και μάλιστα ελληνικού τύπου χαρακτηριστικά,
η πρόταση εξυπηρετούσε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα μεγάλων
επιχειρηματικών κύκλων, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι διεθνείς
αεροπορικές εταιρείες.
Και δεξιά και νεοφιλελεύθερη λοιπόν η πρόταση Μητσοτάκη.
Ακριβώς σαν τις αντιλήψεις του και την κυβερνητική του πολιτική.
Η οποία αφενός μεν είναι αυταρχική και καταλύει τις
εγγυήσεις της δημοκρατίας, όπως η ελεύθερη έκφραση, η ελευθεροτυπία, ο
πλουραλισμός και οι ακαδημαϊκές ελευθερίες. Και αφετέρου υποστηρίζει τα
συμφέροντα μιας οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία και θα επιβιώσει μετά την
πανδημία.
Έχει σημασία όμως και γιατί οι Ευρωπαίοι απέρριψαν αυτήν
την πρόταση Μητσοτάκη. Πέραν των αυτονόητα αρνητικών και απορριπτέων για τη
δημοκρατική Ευρώπη χαρακτηριστικών της απονομής προνομίων σε λίγους και του
αποκλεισμού των πολλών, η πρόταση απορρίφθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και
ως αντιεπιστημονική.
Τα πιστοποιητικά εμβολιασμού δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται, αποφάνθηκε η Συνέλευση, ως διαβατήρια εμβολιασμού στα σύνορα
ή στις αεροπορικές εταιρείες, ελλείψει επιστημονικών δεδομένων σχετικά με:
Την
αποτελεματικότητα των εμβολίων ως προς την πιθανότητα οι εμβολιασμένοι να
μεταδίδουν τον ιό
Τη διάρκεια της
αποκτηθείσας ανοσίας και
Το ποσοστό
αποτυχίας των εμβολίων να παράγουν ανοσία λόγω νέων μεταλλάξεων, ιικού φορτίου
και καθυστερημένων επαναληπτικών δόσεων.
Σε ένα τοπίο δηλαδή αβέβαιο επιστημονικά, όσον αφορά
κυρίως στην ασφάλεια που παρέχουν οι εμβολιασθέντες απέναντι στη μετάδοση του
ιού σε τρίτους, ο Μητσοτάκης σκέφτηκε τα προνόμια των λίγων και τον αποκλεισμό
των πολλών που δεν έχουν προλάβει να εμβολιαστούν.
Κι ακόμη, σε ένα περιβάλλον επιστημονικής αβεβαιότητας
για την ασφάλεια που παρέχουν οι εμβολιασμοί, ο Μητσοτάκης σκέφτηκε να
υποστηρίξει τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων αεροπορικών εταιρειών.
Όπως ακριβώς έκανε και το καλοκαίρι που άνοιξε τα σύνορα
άρον άρον και χωρίς ελέγχους και περιορισμούς, προς όφελος των διεθνών
αεροπορικών εταιρειών και των μεγάλων τουριστικών πρακτόρων, παραδίδοντας τη
χώρα στο δεύτερο κύμα της πανδημίας με τους χιλιάδες νεκρούς και τη μεγαλύτερη
ύφεση στην Ευρώπη.
Στον αντίποδα της πρότασης Μητσοτάκη, η οποία απορρίφθηκε
άνευ δεύτερης συζήτησης από το Συμβούλιο της Ευρώπης, έρχεται η πρόταση του
Αλέξη Τσίπρα που υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία το Συμβούλιο.
Ο Έλληνας πρώην πρωθυπουργός και σημερινός αρχηγός της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, σκεπτόμενος δημοκρατικά ως γνήσιος αριστερός και
προοδευτικός ηγέτης, υπέβαλε μια πρόταση που απευθύνεται στη βελτίωση της ζωής
της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών. Όλων εκείνων δηλαδή που
είτε λόγω ηλικίας, είτε επειδή δεν ανήκουν στις προνομιούχες ομάδες των
κυβερνητικών και κομματικών παραγόντων που απολαμβάνουν προνόμια στη χώρα μας,
δεν πρόλαβαν και πιθανόν και θα καθυστερήσουν για πολύ να εμβολιαστούν.
Για όλους αυτούς, που αποτελούν και θα συνεχίσουν για
πολύ, όπως εξελίσσονται τα πράγματα στο πεδίο των εμβολιασμών, να αποτελούν τη
μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών, ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε μια λύση
που, σε μια χρονική συγκυρία που παρατηρούνται μεγάλες καθυστερήσεις στις
παραδόσεις των εμβολίων από τις φαρμακευτικές εταιρείες, μπορεί να επιταχύνει
τον εμβολιασμό εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών, διώχνοντας τον εφιάλτη του
επικίνδυνου κορωνοϊού.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε λοιπόν στο Συμβούλιο της
Ευρώπης να αντιμετωπιστούν τα εμβόλια κατά της COVID 19 ως δημόσιο αγαθό.
Σύμφωνα με την τροπολογία που εγκρίθηκε πανηγυρικά, «οι
αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη, θα πρέπει να ξεπεράσουν τα εμπόδια
και τους περιορισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας και τις πατέντες των εμβολίων,
προκειμένου να εξασφαλιστεί η γενικευμένη παραγωγή και διανομή εμβολίων σε όλες
τις χώρες και όλους τους πολίτες.
Την απάντηση στα συνήθη χλευαστικά σχόλια της κυβέρνησης
Μητσοτάκη για το ανεφάρμοστο της πρότασης Τσίπρα, την έδωσε ο γενικός
διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο οποίος τοποθετήθηκε ανοικτά υπέρ
της πρότασης Τσίπρα, να χαρακτηριστεί το εμβόλιο ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό.
Στο ιδιότυπο αυτό bras de fer μεταξύ Μητσοτάκη και
Τσίπρα, που έληξε υπέρ του αριστερού πολιτικού ηγέτη, μια και τη δική του
πρόταση υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρώπης, αποτυπώνονται όλα τα χαρακτηριστικά
της πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Από τη μια η νεοφιλελεύθερη Δεξιά του Μητσοτάκη, που εκφράζει
μια πολιτική διακρίσεων και αποκλεισμών και υποστηρίζεται από τις ελίτ και την
οικονομική ολιγαρχία.
Κι από την άλλη η Αριστερά του Αλέξη Τσίπρα, που εκφράζει
μια δημοκρατική πολιτική που πολεμά τις ανισότητες, αντιτίθεται στις διακρίσεις
υπέρ των λίγων και είναι απέναντι στους αποκλεισμούς για όποιον εθνικό,
θρησκευτικό, φυλετικό, γενετήσιο, κοινωνικό ή οικονομικό λόγο.
Μια αριστερή πολιτική που απευθύνεται στα συμφέροντα των
πολλών και μη προνομιούχων και αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής για
όλους.
Η υιοθέτηση της «αριστερής» πρότασης Τσίπρα, έναντι της
«δεξιάς» και νεοφιλελεύθερης πρότασης Μητσοτάκη από το Συμβούλιο της Ευρώπης
προοιωνίζεται τις μεγάλες αλλαγές που έρχονται στην Ευρώπη μετά την πανδημία
και τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις.
Το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης δεν μπορεί παρά να είναι
δημοκρατικό και να στηρίζεται στις ελευθερίες και στα δικαιώματα, στην ισονομία
και την ισοτιμία όλων των πολιτών.
Ένα μέλλον στο οποίο τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, όσο
και η αριστερή και προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία την οποία εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ
– Προοδευτική Συμμαχία, έχουν ένα μεγάλο ρόλο να διαδραματίσουν.