Του Π. Σκουρλέτη
Πέντε υπενθυμίσεις και μια προειδοποίηση…
Ολοένα και πυκνώνουν, τις τελευταίες μέρες, τα δημοσιεύματα -συντακτών, καλά ενημερωμένων, ως προς τα θέματα αρμοδιότητας ΥΠΕΝ- σύμφωνα με τα οποία επίκειται η υπογραφή, το αμέσως επόμενο διάστημα, νέας σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός», θυγατρικής της εταιρείας Eldorardo Gold, για την εκμετάλλευση των Μεταλλείων Κασσάνδρας Χαλκιδικής.
Παρουσιάζεται, μάλιστα, η επικείμενη συμφωνία, ως επιστέγασμα πολύμηνων και σκληρών τάχα διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης (η οποία, όπως θυμόμαστε, επρόκειτο να επανεκκινήσει, αμέσως μετά την εκλογή της, την «εμβληματική αυτή επένδυση», που καθυστερούσε τάχα, εξαιτίας της «αντιεπενδυτικής ιδεοληψίας» του ΣΥΡΙΖΑ) με την καναδική μεταλλευτική εταιρεία, με αντικείμενο κυρίως την τύχη της μονάδας μεταλλουργίας.Μαθαίνουμε, έτσι, μέσα απ’ την πλημμυρίδα αυτή διαρροών
του ΥΠΕΝ, ότι, ήδη από το φθινόπωρο του 2019, η Eldorado Gold επικαλέστηκε
«αδυναμία υλοποίησης της μονάδας μεταλλουργίας» και ζήτησε από την κυβέρνηση να
την αποδεσμεύσει από την υποχρέωση που έχει σήμερα απέναντι στην ελληνική
πολιτεία, για τη δημιουργία μιας πλήρους και ανεξάρτητης μεταλλουργικής μονάδας
για την παραγωγή καθαρών μετάλλων, δηλαδή χρυσού, χαλκού και αργύρου,
εκφράζοντας μάλιστα την πρόθεση να μεταφέρει τη μεταλλουργική κατεργασία των
συμπυκνωμάτων εκτός χώρας.
«Σκληρά διαπραγματευόμενη», λοιπόν, η κυβέρνηση φαίνεται
να οδηγείται στην αναθεώρηση της σύμβασης εκμετάλλευσης των μεταλλείων, την
έγκριση ενός νέου επενδυτικού σχεδίου, που θα παραπέμπει το θέμα της
μεταλλουργίας σε «επανεξέταση μετά από δυο χρόνια» και θα παρέχει «εγγυήσεις»
στην Eldorado Gold για την «ασφαλή, σίγουρη και αδιατάρακτη πορεία αδειοδότησης
του έργου». Ως αντάλλαγμα που φέρεται να εξασφαλίζει η κυβέρνηση, προβάλλεται η
αύξηση κατά 10% των μεταλλευτικών τελών, η αύξηση των θέσεων εργασίας σε 3.000
(όταν το έργο θα βρεθεί «σε πλήρη ανάπτυξη»…) και η υλοποίηση «αντισταθμιστικών
έργων και άλλων δράσεων» ύψους 80 εκ. ευρώ.
Πού οφείλεται, όμως, η αδυναμία υλοποίησης της μονάδας
μεταλλουργίας; Γιατί χρειάζεται μια «νέα σύμβαση» και ποιο είναι, στ’ αλήθεια,
το «πρόβλημα» με την παλιά (εκείνη του 2004); Τι συνέβη και, από τους
αφορισμούς για την «κωλυσιεργία» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (η οποία μάλιστα
επρόκειτο να μας κοστίσει και
«εκατοντάδες εκατομμύρια σε αποζημιώσεις προς τους Καναδούς επενδυτές»), επί
ενάμιση χρόνο τώρα, αντί για οποιαδήποτε «πρόοδο της επένδυσης», το μόνο που
εξελίσσεται είναι το υπόγειο παζάρι της κυβέρνησης της ΝΔ με την Eldorado Gold;
Και κυρίως: Τι είναι ακριβώς αυτό που παζαρεύει η κυβέρνηση; Πώς οριοθετείται
το πεδίο της διαπραγμάτευσης και πού αρχίζει η σκοτεινή περιοχή απεμπόλησης
γεννημένων ήδη αξιώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος των συμφερόντων του
ελληνικού λαού και της προστασίας του περιβάλλοντος;
Τα ερωτήματα αυτά (και άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα) σύντομα
θα τεθούν σε πιο κατάλληλο χώρο, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες θεσμικές
διαδικασίες, εκεί όπου κάθε εμπλεκόμενος υποχρεούται να δώσει τις απαντήσεις
του. Επειδή, όμως, οι μέρες φαίνεται να κυοφορούν εξελίξεις και είναι ήδη
ορατές οι απόπειρες δημιουργίας τετελεσμένων, καλό είναι, τόσο οι δημόσιοι σχολιαστές
και επίδοξοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, όσο -ιδίως- οι έχοντες την ευθύνη
των σχετικών αποφάσεων, να μην εμφανίζονται αψήφιστα σαν τάχα να λησμονούν ή να
μην γνωρίζουν, αλλά να αναλαμβάνουν την ευθύνη των λεγομένων και των πράξεών
τους, αντίστοιχα.
Πέντε υπενθυμίσεις, λοιπόν:
Υπενθύμιση 1η: Η δημιουργία καθετοποιημένης μονάδας
παραγωγής καθαρού μετάλλου (χρυσού, χαλκού, αργύρου) και η δημιουργία μονάδας
μεταλλουργίας εντός του χώρου των μεταλλείων, υπήρξε εξ αρχής δικαιοπρακτικό
θεμέλιο της σύμβασης, αλλά και βασικός όρος για τον προσδιορισμό του ύψους του
τιμήματος της μεταβίβασης των μεταλλείων Κασσάνδρας και όλων των σχετικών
δικαιωμάτων στην Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στο ποσό των μόλις 11 εκατομμυρίων ευρώ.
Με απλά λόγια: Η εταιρεία απέκτησε τα δικαιώματα επί των
μεταλλείων έναντι ενός ποσού καταφανώς μικρότερου της πραγματικής τους αξίας,
ακριβώς προκειμένου να προβεί στην ανάπτυξη εργοστασίου μεταλλουργίας χρυσού,
το οποίο επρόκειτο να αποφέρει (κατά τους εισηγητές της σύμβασης) σημαντική προστιθέμενη
αξία στην ελληνική οικονομία, μέσω των εξαγωγών καθαρών μετάλλων, την
τεχνογνωσία κλπ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση
να εκπονήσει ένα πλήρες και άρτιο επενδυτικό σχέδιο, προς την κατεύθυνση αυτή,
το αργότερο εντός 24 μηνών. Παράλληλα και ακριβώς προκειμένου να χρηματοδοτήσει
το κόστος (ιδίως) της μονάδας μεταλλουργίας, της δόθηκε η δυνατότητα, μέσω της
Άδειας Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, να εξάγει -μέχρι την έναρξη της
καθετοποίησης της παραγωγής- όχι καθαρά μέταλλα, αλλά συμπυκνώματα μετάλλων (τα
οποία φυσικά δεν φορολογούνται όπως τα καθαρά μέταλλα και δεν αποφέρουν
πρακτικά κανένα απολύτως όφελος για το Ελληνικό Δημόσιο, παρά μόνο για την
εταιρεία).
Υπενθύμιση 2η: Η
δημιουργία καθετοποιημένης μονάδας παραγωγής καθαρού μετάλλου υπήρξε, όμως,
κυρίως αναγκαίος όρος για την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου και
απαραίτητο αντιστάθμισμα για την ανάληψη του σοβαρού περιβαλλοντικού κόστους
της εκμετάλλευσης των μεταλλείων (με τον τρόπο και στην έκταση που συμφωνήθηκε
από τους συμβαλλόμενους). Όσοι ανεπίγνωστα -ή ευθέως παραπλανητικά-
επικαλούνται τις αποφάσεις του ΣτΕ ως προς την υπόθεση αυτή (για να εμφανίζουν
πάντοτε το Ελληνικό Δημόσιο εν αδίκω και την εταιρεία ως τάχα θιγόμενη), ας
θυμηθούν ότι, μεταξύ των δεδομένων που
ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο (στην απόφαση ΟλΣτΕ 1492/2013 που έκρινε το
κύρος της ΑΕΠΟ του έργου) για τη διαμόρφωση κρίσης ότι «το έργο δεν αντίκειται
στη βιώσιμη μεταλλεία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 24, 106 και 22 παρ. 1
του Συντάγματος», ήταν και «τα οφέλη στην εθνική οικονομία που θα προκύψουν από
…την αξιοποίηση τμήματος του ορυκτού πλούτου της χώρας κατά τρόπο βιώσιμο και
ορθολογικό, την εξαγωγή των τελικών προϊόντων της επένδυσης, ήτοι πλακών
καθαρού χρυσού, αργύρου και χαλκού με θετικές επιδράσεις στο ισοζύγιο
συναλλαγών και αύξηση του συναλλαγματικού οφέλους, την ανάδειξη της Ελλάδας σε
πρώτη κύρια χώρα πρωτογενούς χρυσού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε κέντρο
ανάπτυξης σύγχρονης μεταλλουργικής τεχνολογίας στο χώρο των Βαλκανίων και στην
αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της χώρας, μέσω της φορολογίας του
φορέα εκμετάλλευσης…».
Με απλά λόγια: Το αντικειμενικά βαρύ -και, σε άλλη
περίπτωση, ανεπίτρεπτο- περιβαλλοντικό αποτύπωμα από την επένδυση στα Μεταλλεία
Κασσάνδρας, θα ήταν για το ΣτΕ ανεκτό, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η επένδυση
θα απέφερε τα σημαντικά αυτά (κατά το Δικαστήριο) οφέλη, από την καθετοποίηση
της παραγωγής, την παραγωγή δηλαδή και εξαγωγή καθαρού μετάλλου.
Υπενθύμιση 3η: Η Ελληνικός Χρυσός προχώρησε, όλα αυτά τα
χρόνια, στην εκτεταμένη εκμετάλλευση των Μεταλλείων της Κασσάνδρας και στην
εξαγωγή μεταλλευτικού πλούτου της περιοχής, με τη μορφή συμπυκνωμάτων, με την
υπόσχεση (που αποτυπώθηκε στο προταθέν από την ίδια επενδυτικό σχέδιο) ότι θα
προχωρήσει στην κατασκευή μονάδας μεταλλουργίας στην περιοχή Μαντέμ Λάκκος,
όπου θα παράγει καθαρό μέταλλο (χρυσό, χαλκό άργυρο), χωρίς τη χρήση κυανίου (η
οποία είχε ήδη αποκλειστεί από το ΣτΕ),
πυρομεταλλουργικά, με τη μέθοδο flash smelting.
Δεδομένου, όμως, ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει μέχρι τώρα
εφαρμοστεί στην πράξη πουθενά στον κόσμο, σε μεταλλεύματα με τόση έντονη την
παρουσία αρσενικού, αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΝ είχαν θέσει πολύ
συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την έγκριση της σχετικής τεχνικής μελέτης,
μεταξύ των οποίων και η πραγματοποίηση βιομηχανικών δοκιμών επί τόπου του
έργου. Όταν διαπιστώθηκε ότι ο
συγκεκριμένος και άλλοι όροι δεν είχαν εκπληρωθεί, υποχρεώσαμε τότε την
εταιρεία να διακόψει τις εργασίες, να μην προχωρήσει στην περαιτέρω εκμετάλλευση
των μεταλλείων, μέχρι να αποδείξει την εφαρμοσιμότητα σύμφωνα με τους τεθέντες
όρους και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα της μεθόδου αυτής. Το ΣτΕ, στο οποίο
προσέφυγε η εταιρεία, έκρινε ότι ήταν αρκετές οι δοκιμές που είχε
πραγματοποιήσει η εταιρεία στη Φινλανδία και υποχρέωσε το Υπουργείο να
επανεξετάσει την τεχνική μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη το δεδομένο αυτό. Αυτή ήταν
η απόφαση που πολλοί, τότε, έσπευσαν να αναγάγουν σε σημαία δικαίωσης της
εταιρείας, σε «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», για κάθε περιβαλλοντικό ζήτημα που
ανέκυπτε για την υπόθεση, σε απόδειξη της «ιδεοληψίας» μιας κυβέρνησης που τάχα ήταν εμμονική σε
βάρος των επενδύσεων και βρισκόταν εν αδίκω.
Υπενθύμιση 4η: Το
ΥΠΕΝ συμμορφώθηκε προς την απόφαση του ΣτΕ, προχώρησε στην επανεξέταση της
τεχνικής μελέτης της μονάδας μεταλλουργίας (με τη μέθοδο flash smelting) με
βάση τα όσα είχαν γίνει δεκτά από το Δικαστήριο. Κατόπιν διεξοδικής,
εξαντλητικής μελέτης και υποβολής των σχετικών τεχνικών εισηγήσεων των αρμοδίων
υπηρεσιών, υπέγραψα εντέλει, τον Ιούλιο του 2016, την απόφαση (ΑΔΑ
682Ν4653Π8-Ζ3Φ) απόρριψης της τεχνικής μελέτης για τη μονάδα μεταλλουργίας, ως
ανακριβή και ελλιπή, για σειρά λόγων και έταξα προθεσμία στην εταιρεία
προκειμένου να καλύψει τις ελλείψεις και να αποδείξει την περιβαλλοντική
βιωσιμότητα και την εφαρμοσιμότητα της μεθόδου flash smelting με βάση τους
όρους της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Αντί, όμως, η εταιρεία να προσκομίσει
τα στοιχεία αυτά (αν και ισχυριζόταν ότι ευχερώς μπορούσε να το πράξει)
προτίμησε να υποβάλει αίτηση θεραπείας (υποστηρίζοντας, κατ’ ουσία, ότι κακώς
της ζητούνταν στοιχεία!).
Με νέα, απολύτως τεκμηριωμένη απόφαση, το Νοέμβρη του
2016, απορρίφθηκε η αίτηση θεραπείας αυτή (ΑΔΑ 7Τ224653Π8-40Λ). Πολλοί
«καλοθελητές», τότε, έσπευσαν να συσχετίσουν την απόφασή μου εκείνη με τον
ανασχηματισμό εκείνων των ημερών. Στην πραγματικότητα γνώριζαν και αυτοί και
πολλοί άλλοι ότι σπάνια στην ιστορία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης υπήρξαν
πιο στέρεα και λεπτομερώς αιτιολογημένες αποφάσεις. Όποιος επιλέγει να τοποθετείται
δημόσια για το θέμα, οφείλει (ανεξάρτητα από την «πλευρά» που διαλέγει) να έχει
υπόψη του τα δεδομένα που αποτυπώθηκαν στις αποφάσεις αυτές. Μικρή σημασία,
όμως, είχαν ως φαίνεται τα δεδομένα, μπρος στο αφήγημα περί των «ιδεοληπτικών
εχθρών των επενδύσεων και της ανάπτυξης».
Υπενθύμιση 5η – Συμπέρασμα: Η εταιρεία Ελληνικός Χρυσός
προσέφυγε εκ νέου στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της απόφασης περί απόρριψης και
επιστροφής της τεχνικής μελέτης της μονάδας μεταλλουργίας ως ελλιπούς και
ανακριβούς. Με την απόφαση 223/2020 του ΣτΕ, λοιπόν, κρίθηκε ότι νομίμως
απορρίφθηκε και επιστράφηκε στην εταιρεία η τεχνική της μελέτη, για δύο από
τους προταθέντες λόγους επιστροφής, που σχετίζονταν αφενός με την ποιότητα του
προϊόντος που θα παρήγε η μονάδα μεταλλουργίας με τη μέθοδο flash smelting και
αφετέρου (και κυρίως) καθώς δεν αντιμετωπιζόταν το θέμα των σημαντικών
ποσοτήτων έντονα τοξικών απαερίων, επικίνδυνων για τους εργαζόμενους και για το
περιβάλλον.
Με την απόφαση αυτή (για την οποία -τι έκπληξη!- κανείς
απ’ όσους διατυμπάνιζαν τις «δικαστικές νίκες» της εταιρείας, κανείς απ’ όσους
μιλούσαν για αντιεπενδυτικές εμμονές και περιβαλλοντικές ιδεοληψίες ή για
αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, δεν βρήκε ν’ αφιερώσει δυο
λέξεις), ξεκαθάρισε απόλυτα το «κουβάρι» των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων: Κρίθηκε έτσι οριστικά ότι η εταιρεία, μη εκπληρώνοντας την
υποχρέωσή της να υποβάλει προς έγκριση ένα πλήρες και άρτιο επενδυτικό σχέδιο
που θα περιλαμβάνει την καθετοποίηση της παραγωγής με την κατασκευή
περιβαλλοντικά βιώσιμης μονάδας μεταλλουργίας για την παραγωγή καθαρού μετάλλου
(και ως υποβολή τέτοιου σχεδίου, νοείται -κατά το ΣτΕ- η προσήκουσα υποβολή
τεχνικής μελέτης της μονάδας μεταλλουργίας) έχει παραβιάσει τον πιο βασικό όρο
της περιβαλλοντικής της αδειοδότησης, αλλά και το ίδιο το δικαιοπρακτικό
θεμέλιο της σύμβασής της με το Ελληνικό Δημόσιο (όπως άλλωστε είχε κριθεί -και
είχε συνομολογηθεί και από την εταιρεία- στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον
του Διαιτητικού Δικαστηρίου).
Η διαπίστωση της οριστικής παραβίασης της υποχρέωσης
αυτής, όχι μόνο δεν επιτρέπει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης του μεταλλευτικού
πλούτου της περιοχής (τον οποίο η εταιρεία απέκτησε έναντι «συμβολικού
τιμήματος», ακριβώς ενόψει της προοπτικής της επωφελούς, για το Ελληνικό
Δημόσιο, μεταλλουργίας) και της εξαγωγής συμπυκνωμάτων στο εξωτερικό (έναντι
μιας αόριστης -και ήδη διαψευσθείσας και «με τη βούλα» του ΣτΕ- υπόσχεσης ότι
κάποια στιγμή, με κάποιον τρόπο, θα υπάρξει καθετοποίηση της δραστηριότητας και
παραγωγή καθαρού μετάλλου), αλλά συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εκ
μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 4 της σύμβασης (κυρωθείσας με το ν. 3220/2004) και
διεκδίκησης αποζημίωσης και πλήρους αποκατάστασης τόσο της περιβαλλοντικής όσο
και της οικονομικής ζημίας. Όμως, όσοι χαιρέκακα επέσειαν την πιθανότητα να
κληθεί να πληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο «αποζημιώσεις εκατομμυρίων» εάν δεν
υπέγραφε και δεν ενέκρινε αψήφιστα οτιδήποτε του έφερνε προς υπογραφή η (όποια)
εταιρεία (όπως ο σημερινός υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων), θεωρούν τώρα
αδιανόητη την έγερση αξιώσεων αυτή τη φορά υπέρ των συμφερόντων του Ελληνικού
Δημοσίου.
Αντί η παρούσα κυβέρνηση να προβεί σε κάθε αναγκαία
νόμιμη ενέργεια για την προστασία των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου, αντί
να υποχρεώσει την αντισυμβαλλόμενή της εταιρεία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις
που ανέλαβε με τη σύμβαση ή/και να οργανώσει νομικά την επέλευση των συνεπειών
της παραβίασης, βγάζει τώρα από το μανίκι της το αυγό του Κολόμβου: Αφού η
εταιρεία δεν εκπλήρωσε τη βασική της συμβατική υποχρέωση, τόσο το χειρότερο για
τη σύμβαση! Θα αλλάξουμε τη σύμβαση και θα απαλλάξουμε την εταιρεία από κάθε
συνέπεια της παραβίασης της βασικής της υποχρέωσης.
Θα επιτρέψουμε στην εταιρεία να συνεχίσει την
εκμετάλλευση του μεταλλευτικού πλούτου της περιοχής και την εξαγωγή
συμπυκνωμάτων, έστω και χωρίς την προοπτική παραγωγής καθαρών μετάλλων, χωρίς
δηλαδή το όφελος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, που είδαν τότε ως
προοπτική οι συμβαλλόμενοι (και το ΣτΕ) και θα πάρουμε ως αντάλλαγμα 10%
επιπλέον μεταλλευτικά τέλη (πόσα θα είναι άραγε, στην περίπτωση αυτή, τα τέλη
αυτά;). Θα συνεχίσουμε να επιτρέπουμε την ολοένα και μεγαλύτερη περιβαλλοντική
επιβάρυνση της περιοχής (για πολλούς, ανεπίστρεπτη ήδη), παραπέμποντας το
ζήτημα της μεταλλουργίας αορίστως σε μια «επανεξέταση» μετά από δύο χρόνια (και
θα το «κλωτσάμε» όλο παρακάτω μέχρι να εξαντλήσει η εταιρεία τον μεταλλευτικό,
αλλά και τον περιβαλλοντικό πλούτο της περιοχής), αλλά θα εξασφαλίσουμε 80
εκατομμύρια ως αντισταθμιστικά οφέλη!
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση πολιτεύεται (και) στο ζήτημα
αυτό, υπολογίζοντας στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ελέγχου της κοινής
γνώμης και στην αυτόματη συνειρμική δύναμη -όπως πιστεύει- του αφηγήματός της
περί φιλικού, για τις επενδύσεις, περιβάλλοντος, σε αντιδιαστολή προς τις
αντιαναπτυξιακές τάχα ιδεοληψίες όποιου αντιδρά. Ήδη, όμως, τα πράγματα είναι
σοβαρά. Και γίνονται όλο και σοβαρότερα όσο οι διαφαινόμενοι σχεδιασμοί της
υπερβαίνουν τη -δεδομένη και γνωστή, σε κάθε περίπτωση- ταξική της μεροληψία,
ξεπερνούν τις συνήθεις νεοφιλελεύθερες επιλογές της και τείνουν πλέον να
προσλάβουν το χαρακτήρα απεμπόλησης γεννημένων ήδη αξιώσεων του Ελληνικού
Δημοσίου, κατά τρόπο που θα ζημιώσει το δημόσιο συμφέρον, το οποίο η κυβέρνηση
έχει την υποχρέωση να υπηρετεί και να προστατεύει.
Ας το γνωρίζει, λοιπόν, ήδη από τώρα, η κυβέρνηση, πως,
όλα όσα εμφανίζεται να λησμονεί, όσα στην πραγματικότητα προσπαθεί να
αποκρύψει, σύντομα θα ζητήσουν τις απαντήσεις τους. Η αθέτηση ρητών συμβατικών
όρων, η μη επιδίωξη αποκατάστασης της σοβαρότατης οικονομικής και
περιβαλλοντικής βλάβης, δεν μπορεί να βαφτίζονται ως «νέο επενδυτικό σχέδιο»
χωρίς συνέπειες. «Χάντρες» και «καθρεφτάκια» που σκοπεύει να εμφανίσει, ως
ανταλλάγματα μιας «νέας σύμβασης», όσο και αν λάμπουν αντανακλώντας στους
παραμορφωτικούς μιντιακούς της φακούς, δεν είναι χρυσός. Κάθε άλλο.
* του Πάνου Σκουρλέτη , Βουλευτής Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ,
πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας 2015-2016