Παντελής Κυπριανός
Το 1919 στη Γαλλία, από εκπαιδευτικούς Σοσιαλιστές, εισήχθησαν ως προβλήματα, στο δημόσιο χώρο, οι όροι εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης και εκπαιδευτικές ανισότητες. Μέχρι και σήμερα παραμένουν στο επίκεντρο των συζητήσεων.
Η απάντηση των Συντηρητικών, με εξαιρέσεις, ήταν «πέφτει το επίπεδο σπουδών». Με το επιχείρημα αυτό στην Ελλάδα, πολιτικοί και διανοούμενοι του τότε συντηρητικού χώρου, της ΕΡΕ, απέρριψαν τη Μεταρρύθμιση του 1964. Με το ίδιο επιχείρημα απέρριψαν τα εκπαιδευτικά μέτρα του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν. Με το ίδιο επιχείρημα, την «αναβάθμιση σπουδών» αυτή τη φορά, κατατέθηκε το προς συζήτηση σήμερα νομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘ. Γιατί αυτή η εμμονή;Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα νεωτερικά παιδαγωγικά
κινήματα, με στόχο μεταξύ άλλων, τον εκδημοκρατισμό και την πρόληψη των
εκπαιδευτικών ανισοτήτων στράφηκαν σε τρεις κατευθύνσεις:
Την επιμήκυνση
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τη συνεκπαίδευση των δύο φύλων αλλά και όλων των παιδιών
ανεξάρτητα από κοινωνική συνθήκη. Αυτό απέληξε σε δύο προτάσεις: τα μικτά
σχολεία και το ενιαίο σχολείο. Το πρώτο υλοποιήθηκε σχεδόν παντού, το δεύτερο
εν μέρει με την επέκταση έκτοτε της υποχρεωτικής εκπαίδευσης -σε ορισμένες χώρες
μέχρι τα 16, και την Α’ Λυκείου.
Τη στροφή στο
παρόν. Πρακτικά τη μείωση, ανάλογα με τη χώρα, κάποιων μαθημάτων ή ωρών (μεταξύ αυτών των αρχαίων ελληνικών
και των λατινικών) και την εισαγωγή νέων γνωστικών αντικειμένων, όπως οι τέχνες
και οι υπό συγκρότηση κοινωνικές επιστήμες. Στην Ελλάδα αυτό εκφράστηκε από το
κίνημα του δημοτικισμού και τη γενιά του 1930 –στην εκπαίδευση από τον Α.
Δελμούζο-με τη «δημιουργία νεοελληνικού
πολιτισμού».
Υπό την επιρροή
των βορειοαμερικανικών πανεπιστημίων, στη δεκαετία του 1930 δρομολογείται η
διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η
οποία συνεχίζεται μεταπολεμικά και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Σταθμοί στη
διαδρομή είναι η θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου στη δεκαετία του 1950 και η
Στρατηγική της Λισσαβόνας. Η πρώτη θεωρεί τις σπουδές επένδυση με ευμενέστατες
συνέπειες στην ατομική διαδρομή και την ανάπτυξη μιας χώρας. Η δεύτερη έθετε ως
στόχο στις ευρωπαϊκές χώρες, μέχρι τα τέλη του 2020, το 40% των νέων ηλικίας
25-34 ετών να αποφοιτήσουν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τι έκανε η Μεταρρύθμιση του 1964 των Γ. Παπανδρέου και
Ευ. Παπανούτσου; Υλοποίησε, κατά το παράδειγμα άλλων χωρών, μερικά τις
κατευθύνσεις αυτές. Επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (9χρονη), διαίρεση
του 6χρονου Γυμνάσιου σε δύο κύκλους για να φοιτούν και αποφοιτούν
περισσότεροι, μείωση λατινικών και αρχαίων (από μετάφραση), εισαγωγή νέων
γνωστικών αντικειμένων, διεύρυνση της τριτοβάθμιας.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα συνεχίζεται το ίδιο γαϊτανάκι.
Μετά την κατάργηση της Μεταρρύθμισης του 1964 από τη Δικτατορία, ο
προσανατολισμός της εκπαίδευσης αποτελεί κεντρικό διακύβευμα. Συγκεκριμένες
πολιτικές δυνάμεις αρνούνται επίμονα τις τρεις προαναφερθείσες κατευθύνσεις.
Ποτέ όμως η αμφισβήτηση αυτή στη Μεταπολίτευση δεν ήταν τόσο έντονη ώστε να
ξαναφτάσουμε στις διαμάχες του Μεσοπολέμου και της δεκαετίας του 1960. Σ’ αυτό
συνέβαλαν και η ευρωπαϊκή ένταξη και πορεία της χώρας.
Να που σήμερα επιστρέφουμε στα παλιά. Με εξαίρεση το
γλωσσικό είμαστε στον αντίποδα των κατευθύνσεων της Μεταρρύθμισης του 1964.
Δεν μειώνεται
–πάλι καλά- ο χρόνος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αλλά όλα τα μέτρα
αντιστρατεύονται τη συνεκπαίδευση και εν μέρει τον χρόνο σπουδών. Η ίδρυση
Προτύπων παντού αποβλέπει στην κοινωνική διάκριση. Οι προβλέψεις του
νομοσχεδίου για την επαγγελματική εκπαίδευση για τους αποφοίτους Γυμνασίου
αποβλέπει στη στροφή στη μαθητεία στα 15.
Όλα τα μέτρα
για τα αναλυτικά προγράμματα, τα διδασκόμενα μαθήματα είναι στον αντίποδα της
Μεταρρύθμισης του 1964. Σαν να ήταν χθες. Μια κατ’ άρθρο ανάγνωση θα
επιβεβαίωνε του λόγου το αληθές. Όχι τέχνες, όχι κοινωνικές επιστήμες,
λατινικά.
Με το προς
συζήτηση νομοσχέδιο, τέλος, είναι εμφανές ότι επιχειρείται η συρρίκνωση των
εισακτέων στα Πανεπιστήμια κατά ένα τρίτο, από 73.000 πέρυσι γύρω στις 50.000.
Ποιοι είναι οι «πλεονάζοντες»; Προφανώς όχι οι εύποροι. Τι θα κάνουν; Σε
προηγούμενο νομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘ τέθηκε ως στόχος η αύξηση του αριθμού των
αποφοίτων ΕΠΑΛ τα επόμενα χρόνια στο 35% (από 30% κοντά σήμερα), αλλιώς κατά
κοντά 5.000 μαθητές. Που θα πάνε οι άλλοι 20.000 που θα κοπούν; Προφανώς,
κάποιοι σε ιδρύματα του εξωτερικού, όπως ο Πρωθυπουργός και η υπουργός Παιδείας,
άλλοι σε κολέγια άντε και σε ιδιωτικά ΙΕΚ. Αναβάθμιση σπουδών; Ποιότητα; Οι
υπόλοιποι; Κύριος οίδεν.
Πάλι το επιχείρημα
είναι πέφτει το επίπεδο σπουδών ή θετικά, όπως μας λέει το μάρκετινκ και
η διαφήμιση, «η αναβάθμιση σπουδών».
Πέφτει η ποιότητα όταν έχουμε μεγαλύτερο πλήθος μαθητών και φοιτητών;
Ενδεχόμενα, αλλά όχι αναγκαστικά. Σ’ όλες τις χώρες τα τελευταία 60 χρόνια ο
αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε από 10 ως 20 φορές. Στην Ελλάδα το 1960 έμπαιναν
στα ΑΕΙ 5.000 –και άλλοι 3.000 στο εξωτερικό- σήμερα κοντά στις 75.000. Έπεσε η
ποιότητα; Δύσκολα θα λέγαμε ναι. Δεν θα ήταν καλύτερα να είχαμε λιγότερους
φοιτητές και περισσότερους καθηγητές;
Προφανώς ναι. Δεν θα ήταν πιο απλό κυβέρνηση και πανεπιστήμια να κουβεντιάσουν
γι αυτά; Προφανώς ναι. Γιατί δεν γίνεται; Το πρόβλημα είναι ο συντηρητικός
μύθος και αυτό που υπάρχει πίσω από αυτόν. Είναι το ερώτημα που ετίθετο στην
Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Μπορεί να σπουδάζουν όλοι; Ακριβέστερα,
μπορεί να σπουδάσουν οι «πληβείοι»; Οι κουτόφραγκοι έλεγαν όχι στις αρχές του
19ου αιώνα. Εμείς στις αρχές του 21ου. Μικρή η διαφορά. Αριστοκράτες τότε
αυτοί, αριστοκράτες εμείς σήμερα. Είμαστε, σε κάθε περίπτωση, όλοι Ευρωπαίοι.
*Παντελής Κυπριανός, Καθηγητής Πανεπιστήμιο Πατρών, Πρώην
Αναπληρωτής Πρύτανη, Πρώην Πρόεδρος της ΑΔΙΠ