Παύλος Νεράντζης
Όταν στα μέσα φθινοπώρου έγραψα ότι η πανδημία λειτουργεί ως άλλοθι για κυβερνήσεις χωρών προκειμένου να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, για «να εισαγάγουν περιορισμούς στην πρόσβαση των ΜΜΕ στις κυβερνητικές αποφάσεις και ενέργειες», όπως επισήμαναν εγκαίρως οι οκτώ μεγαλύτεροι διεθνείς οργανισμοί στον κόσμο για την ελευθερία του Τύπου, ορισμένοι έσπευσαν να πουν ότι «στην Ελλάδα δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Ο καθένας λέει ό,τι θέλει».
Κι όμως στην χώρα μας, σε μια κοινωνία με εμφανή τα
σημάδια κόπωσης από την παράταση αναποτελεσματικών μέτρων στην αντιμετώπιση του
covid 19, που ένα τμήμα της αντιδρά, αλλά ένα άλλο βυθίζεται στη δίνη της
πανδημίας και της οικονομικής ύφεσης, η ελευθερία του (δημόσιου) λόγου
κινδυνεύει. Κι ας γίνεται ο χαμός στα social media, που και σε αυτά «έβαλε
χέρι» αναίτια ο ντόπιος τοποτηρητής του facebook με αφορμή τις διαμαρτυρίες
φορέων και μεμονωμένων πολιτών για τη στάση της κυβέρνησης στην απεργία πείνας
του Κουφοντίνα.
Ας μη γελιόμαστε. Όπως έγινε πλέον αντιληπτό ότι τα
περιστατικά αστυνομικής βίας δεν είναι μεμονωμένα, αλλά είναι απόρροια μιας
αυταρχικής πολιτικής και μιας ψηφοθηρικής προσέγγισης στην αντιμετώπιση της
λαϊκής δυσαρέσκειας, το ίδιο συμβαίνει στο πεδίο της ενημέρωσης. Η καταστολή
στην αντιμετώπιση όσων διαφωνούν με κυβερνητικούς χειρισμούς κλιμακώνεται
ραγδαία.
Στην αρχή ήταν η διαβόητη «λίστα Πέτσα» που με αδιαφανή
κριτήρια μοίρασε χρήματα κυρίως στα
ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ. Ακολούθησαν απολύσεις και ο εξαναγκασμός σε
παραίτηση δημοσιογράφων που «τόλμησαν» να ασκήσουν κριτική στην κυβερνητική
πολιτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Δεν απέδωσαν, όμως, σε ικανοποιητικό βαθμό, όπως φάνηκε,
οι κινήσεις αυτές εκ μέρους της κυβέρνησης για να χειραγωγήσει τους πολίτες.
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας αποκαλύφτηκαν οι «οδηγίες προς ναυτιλομένους»
και τα σκονάκια (θυμηθείτε την ΕΡΤ) για το πώς πρέπει να προβάλλονται οι
ειδήσεις για την πανδημία και να αποσιωπούνται άλλες δυσάρεστες για την
κυβέρνηση (την ποδηλατάδα του Μητσοτάκη στην Πάρνηθα, ή το σοβαρότερο ζήτημα
των εν κρυπτώ επαναπροωθήσεων προσφύγων στο Αιγαίο από κουκουλοφόρους άνδρες
του Λιμενικού), που εκθέτουν την Ελλάδα διεθνώς. Το εν λόγω θέμα εξετάζεται στο
Ευρωκοινοβούλιο και σε άλλα αρμόδια όργανα της Ε.Ε, αλλά τα δικά μας κανάλια το
έχουν «θάψει» ή αναπαράγουν τον λόγο της κυβερνητικής προπαγάνδας ότι πρόκειται
(δήθεν) για fake news. Κάποιοι φωστήρες της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν
χρειάζεται να ερευνήσουν, να αναζητήσουν την αλήθεια. Τους αρκεί που το λέει η
κυβέρνηση, αποκαλύπτοντας έτσι για μια ακόμη φορά τις σχέσεις διαπλοκής ΜΜΕ και
πολιτικής εξουσίας.
Είναι μήπως τυχαίο ότι ένα σατιρικό «δελτίο ειδήσεων»,
όπως το Ράδιο Αρβύλα, συγκεντρώνει μεγαλύτερα ποσοστά τηλεθέασης από όλα τα
δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών, χωρίς κανείς να θορυβείται για αυτό. Ή
ότι τα ποσοστά τηλεθέασης των τελευταίων έχουν πέσει κατά 30% σε σχέση με την
αντίστοιχη περσινή περίοδο; Η πολιτική σάτιρα αναδεικνύεται σε σημαντικό εργαλείο
κριτικής κυρίως σε αυταρχικά καθεστώτα.
Δεν ήταν αρκετή, όπως επίσης φάνηκε, η απέλπιδα
προσπάθεια της κυβέρνησης να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, αφενός με το
«μάντρωμα» δημοσιογράφων (βλέπε επιχείρησης εκκένωσης του κτιρίου Διοίκησης του
ΑΠΘ από τα ΜΑΤ) και αφετέρου με αλλεπάλληλες ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ., που
ενοχοποιούσαν όποιον και όποια τόλμησε να καταγγείλει την αστυνομική βία, την
αυθαιρεσία και τη βάναυση συμπεριφορά αστυνομικών στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ
(θυμηθείτε τον αναίτιο ξυλοδαρμό νεαρού από τα παλικάρια της ΔΙΑΣ και του
21χρονου Άρη Παπαζαχαρουδάκη που συνελήφθη και βασανίστηκε). Ανακοινώσεις οι
οποίες παρότι υιοθετήθηκαν άκριτα από την πλειοψηφία των κυρίαρχων Μέσων,
αποδείχθηκαν ψευδείς χάρη στη «δημοσιογραφία των πολιτών».
Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες μιας επιχείρησης
που υποδηλώνει σαφέστατα ένα ποιοτικό άλμα προς το χειρότερο. Παρότι παραμένει
άγνωστο εάν εκτυλίσσεται με άνωθεν εντολή, σίγουρα, εντάσσεται στην πολιτική
του δόγματος «νόμος και τάξη», που υιοθετεί ο πρωθυπουργός.
Και αναφέρομαι στην απόπειρα ποινικοποίησης της
ελευθερίας του λόγου με πρόσχημα τη διάδοση ψευδών ειδήσεων (fake news) σε
θέματα για τα οποία η κοινή γνώμη έχει μια σαφή εικόνα και συνεπώς δεν
χρειάζονται περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία για να κρίνει εάν πρόκειται για
αλήθειες που κάποιοι στην κυβέρνηση θέλουν να αποσιωπήσουν, ή για ψέματα με
στόχο να προκαλέσουν αδικαιολόγητες ανησυχίες στο κοινό.
Πρώτα ήρθε η επαίσχυντη μήνυση από τη «γαλάζια» Διοίκηση
του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη σε βάρος ενός νοσοκομειακού γιατρού του,
ενός ανθρώπου, ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες ασθενών και συναδέλφων του, τιμά
τον όρκο του, αλλά «τόλμησε» να δηλώσει δημοσίως αυτό που όλοι γνωρίζουν σε
ό,τι αφορά τη δεινή κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που
γιατροί, επειδή μίλησαν για την «κατάσταση πολέμου» στα δημόσια νοσοκομεία, ή
γιατί νόσησαν από κορονοϊό (βλέπε νοσοκομείο «Άγιος Σάββας) λοιδορήθηκαν από
κυβερνητικούς παράγοντες.
Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ιατρονοσηλευτικού
προσωπικού, οι ελλείψεις έχουν στείλει στον θάνατο δεκάδες ασθενείς με
covid-19. Για αυτήν την κατάσταση προφανώς κάποιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι
ευθύνονται. Συγγενείς των αδικοχαμένων μάλιστα, όπως συνέβη στο Μάτι και στο
Μπέργκαμο, ενδέχεται να θεωρούν ότι εκτός από τις πολιτικές, υπάρχουν και
ποινικές ευθύνες. Στη Δικαιοσύνη, όμως, παραπέμπεται ένας γιατρός.
Και χθες ακολούθησε ένας δημοσιογράφος, σε βάρος του
οποίου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης μετά από μήνυση αστυνομικών, διότι –άκουσον,
άκουσον!- τόλμησε να δημοσιεύσει εξώδικο που του είχαν στείλει, με τα ονόματά
τους, για δημοσίευμα σχετικά με βασανιστήρια πολιτών. Υπενθυμίζω ότι μερικούς
μήνες πριν στη Λάρισα, μετά από διαμαρτυρία-καταγγελία αστυνομικών εναντίον
δημοσιογράφου, παραγωγού εκπομπής στο δημοτικό ραδιόφωνο, ο δήμαρχος της πόλης
τον απομάκρυνε με συνοπτικές διαδικασίες.
Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο σε ό,τι αφορά την ουσία
αυτών των διώξεων, διότι είναι οφθαλμοφανές ότι δεν στέκουν ούτε νομικά, ούτε
με βάση την κοινή λογική. Θα υπογραμμίσω, όμως, ότι αποκλείεται ένας διοικητής
νοσοκομείου διορισμένου από την κυβέρνηση και μια ομάδα αστυνομικών να κινήθηκε
αυτοβούλως. Για αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκτίθεται ακόμη μια φορά. Οι διώξεις
είναι σαφές ότι έχουν πολιτικά κίνητρα.
Εάν αυτά τα δύο περιστατικά δεν αποτελούν απόπειρα
εκφοβισμού και φίμωσης όσων λένε τα πράγματα με το όνομά τους, όσων αναφέρονται
σε πραγματικά γεγονότα, όσων έχουν μια διαφορετική άποψη, τότε τι είναι;
Προξενεί δε εντύπωση το γεγονός ότι οι διωκόμενοι δεν χρησιμοποίησαν ακραίους
γλωσσικούς χαρακτηρισμούς, ούτε εξύβρισαν ή στράφηκαν κατά ενός δημοσίου
προσώπου ώστε να στοιχειοθετούνταν ενδεχομένως οι σε βάρος τους κατηγορίες.
Απλώς ο γιατρός περιέγραψε μια κατάσταση και ο δημοσιογράφος κοινοποίησε
δημοσίως μια εξώδικο.
Κοντολογίς, τα νοσοκομεία μπορεί να χτυπούν καθημερινά
κόκκινο, να πεθαίνουν άνθρωποι εκτός ΜΕΘ, τα ΜΑΤ μπορούν να τρομοκρατούν τον
κόσμο, ανεκπαίδευτοι ειδικοί φρουροί να ξυλοκοπούν αδιακρίτως και όποιον πάρει
ο Χάρος, ασφαλίτες να βασανίζουν πίσω από κλειστές πόρτες πολίτες για να
αποσπάσουν βολικές μαρτυρίες, αλλά «σουτ. Τσιμουδιά. Μη μιλάτε. Μην ακούτε.
Είναι fake news».
Αυτό είναι το μήνυμα του δόγματος «νόμος και τάξη». «Κι
αν τολμήσετε δημοσίως να εκφράσετε τα παράπονά σας, να πείτε έστω αλήθειες, που
όμως εμάς στο Μαξίμου δεν μας βολεύουν, κινδυνεύετε να οδηγηθείτε στη
Δικαιοσύνη». Τόσο απλά…
Αν τώρα η χώρα κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάποιο
διεθνές δικαστήριο, εάν στο Ευρωκοινοβούλιο ή σ΄ ένα διεθνή οργανισμό Τύπου μας
παρομοιάσουν με το καθεστώς Όρμπαν, εάν οι κατηγορίες σε βάρος των μηνυθέντων
εκπέσουν, ή αν άλλοι θέλουν να στηρίξουν τους διαμαρτυρόμενους για τα «κακώς
κείμενα», εάν οι παλιότεροι φέρνουν στο νου τα χρόνια της ΕΡΕ και κάποιοι
νεότεροι αρχίζουν να φλερτάρουν με την τρομοκρατία, τότε σίγουρα για όλα αυτά
ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δάκτυλος του Τσίπρα.
Η κυβέρνηση «δεν αρμενίζει στραβά. Είναι στραβός ο
γιαλός». Και αυτό στη γλώσσα των ναυτικών σημαίνει ότι ο καπετάνιος «έχει χάσει
την μπάλα». Υποδηλώνει πανικό.