Την κατεδάφιση μέσα σε τρεις μέρες κτισμάτων έως και 190 ετών, που θα έχουν κριθεί επικίνδυνα ως ετοιμόρροπα, προωθεί η κυβέρνηση.
Αυτό τον σκοπό φαίνεται πως έχει τροπολογία, η οποία
κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για τη σύμβαση διανομής του Μητροπολιτικού Πόλου
Ελληνικού-Αγίου Κοσμά και προβλέπει διαδικασίες ultra fast track. Με αυτό τον
τρόπο εκτιμάται πως κινδυνεύουν με άμεση κατεδάφιση εκατοντάδες νεοκλασικά σπίτια στην Αθήνα αλλά
και σε πολλές άλλες πόλεις με ιστορικό παρελθόν, όπως και εγκαταλελειμμένες
βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Το νομοσχέδιο έρχεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια της
Βουλής αύριο Τρίτη και η τροπολογία κατατέθηκε αργά το βράδυ της Παρασκευής,
ενώ το περιεχόμενό της είχαν προαναγγείλει την Καθαρή Δευτέρα η υπουργός
Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και ο υφυπουργός Περιβάλλοντος Νίκος Ταγαράς. Οι δύο αξιωματούχοι υποστήριζαν πως στο
στόχαστρο θα έμπαιναν κτίρια που είναι «επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια και
την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτιστικού κτιριακού αποθέματος»
Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρει στην «Εφημερίδα των
Συντακτών» ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Γιώργος Σαρηγιάννης, η επίμαχη
τροπολογία έρχεται να αποκαλύψει διαδικασίες «επιδρομής» σε κτίρια που θα
μπορούσαν να είχαν κηρυχθεί διατηρητέα.
Συγκεκριμένα, η τροπολογία προβλέπει:
Τη δημιουργία
πανελλαδικά επτά Ειδικών Επιτροπών Επικινδύνως Ετοιμόρροπων (ΕΕΠΕΤ). Οι ΕΕΠΕΤ
συγκροτούνται στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αποτελούνται από επτά
μέλη και εξετάζουν με ασφυκτικές προθεσμίες κτίσματα τα οποία πιθανολογούνται
από τις κατά τόπους πολεοδομίες (ΥΔΟΜ-Υπηρεσίες Δόμησης) ως επικινδύνως
ετοιμόρροπα.
Οι πολεοδομίες,
που ταυτοχρόνως ασχολούνται με χιλιάδες αιτήματα πολιτών χωρίς συχνά να
διαθέτουν ικανό προσωπικό να τα διεκπεραιώσουν, θα καταθέτουν το αίτημα και οι
ΕΕΠΕΤ θα πρέπει μέσα σε τρεις μέρες να κάνουν αυτοψία.
Η ΕΕΠΕΤ θα έχει
τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την τύχη ενός κτίσματος που είτε είναι
κατασκευασμένο πριν από το 1921 είτε βρίσκεται κοντά σε αρχαιολογικό χώρο,
ιστορικό τόπο ή τόπο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Δηλαδή, η τροπολογία καταργεί
όλα τα άλλα γνωμοδοτικά όργανα που είχαν σχετική αρμοδιότητα: το υπουργείο
Πολιτισμού, το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του νόμου 4495/2017 και την τριμελή
επιτροπή του άρθρου 7 του προεδρικού διατάγματος 13/22-4-1929 που όριζε ποια
κτίρια είναι επικίνδυνα ως ετοιμόρροπα. Ο λόγος; Οτι αυτοί οι φορείς είχαν
συχνά αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις...
Σύμφωνα με όσα
προβλέπονται στην τροπολογία, η έκθεση της αυτοψίας της ΕΕΠΕΤ «συντάσσεται
αυθημερόν», το σώμα συνεδριάζει και αποφασίζει εντός ακόμη τριών ημερών και
εφόσον η απόφαση είναι κατεδάφιση, ο δήμος οφείλει να κατεδαφίσει το κτίσμα
επίσης το αργότερα σε τρεις ημέρες.
Η πιο ευαίσθητη κατηγορία είναι τα κτίσματα εκείνα που
είναι άνω των 100 ετών. Αυτά έως τώρα θεωρούνταν υποψήφια να κηρυχθούν διατηρητέα
εφόσον ακολουθούνταν οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σαρηγιάννη, πολλές περιοχές της
Αθήνας είναι γεμάτες με τέτοια σπίτια που περιτριγυρίζονται από παλιές και
νεότερες πολυκατοικίες (μας αναφέρει σχετικά δρόμους στα Κάτω Πατήσια, όπως η
οδός Θήρας).
Οι ιδιοκτήτες τους σε πολλές περιπτώσεις θέλουν απλώς να
τα γκρεμίσουν για να εκμεταλλευτούν τον συντελεστή δόμησης, αλλά συναντούν ως
εμπόδιο τις επιτροπές και τα συμβούλια, που τώρα καταργούνται, καθώς κάποιο από
αυτά μπορεί να εντόπιζε στοιχεία πολύτιμα που πρέπει να διατηρηθούν.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών»,
σημείο-κλειδί είναι και οι περιορισμοί του αρχαιολογικού νόμου για τα κτίρια
που έχουν ήδη κηρυχθεί διατηρητέα. Στα διατηρητέα, εφόσον καταρρεύσουν είτε από
εγκατάλειψη είτε από δολιοφθορά, ο ιδιοκτήτης μπορεί να χτίσει χωρίς όμως να
ξεπεράσει τον όγκο του κατεδαφισμένου κτιρίου. Αυτός ο περιορισμός όμως δεν
ισχύει για τα κτίρια που δεν πρόλαβαν να κηρυχθούν.
Πάντως, η τροπολογία, παραδέχεται ότι έτσι μπορούν να
οδηγηθούν σε κατεδάφιση κτίρια με αξιόλογα στοιχεία. Οπως αναφέρει, η ΕΕΠΕΤ
μπορεί να αποφασίσει πριν από την κατεδάφιση «την αφαίρεση και συλλογή
αξιόλογων αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών στοιχείων» αλλά και τη «φωτογραφική
τεκμηρίωση του χώρου, των όψεων του κτίσματος και του εσωτερικού αυτού».
Αγανακτισμένος από τις προβλέψεις της τροπολογίας δηλώνει
στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ Γ. Σαρηγιάννης καθώς
θα οδηγήσουν σε περαιτέρω εξαφάνιση ενός κτιριακού πλούτου. Επισημαίνει ότι
στην ΕΕΠΕΤ συμμετέχουν βασικά δημόσιοι υπάλληλοι, εκπρόσωποι του ΤΕΕ και του
Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, ενώ οι ασφυκτικές προθεσμίες θυροκόλλησης και εκτέλεσης
των κατεδαφίσεων σημαίνουν πως κανείς δεν θα προλάβει να ενημερωθεί και να
αντιδράσει.
Ο ίδιος επισημαίνει και μια συμβολική έλλειψη. Τι
συμβαίνει εάν η ΕΕΠΕΤ αποφασίσει πως το κτίριο δεν είναι επικίνδυνο;
«Θα όφειλε να προταθεί η κήρυξή του ως διατηρητέου και
αυτό να γίνει με τις ίδιες ταχύτητες όπως και οι εργασίες υποστύλωσης», εξηγεί
ο καθηγητής Σαρηγιάννης. Αντί αυτού, η τροπολογία λέει ότι διαβιβάζονται στην
ΥΠΟΜ τα προτεινόμενα μέτρα, όπως «προσωρινή στερέωση του κτιρίου, αποξήλωση
ετοιμόρροπων τμημάτων, απομάκρυνση αρχιτεκτονικών μελών και διακοσμητικών
στοιχείων, φωτογράφηση του κτιρίου, καθώς και κάθε μέτρο για την ασφάλεια των
ενοίκων και των διερχομένων». «Μέχρι να κατεδαφιστεί σε πρώτη ευκαιρία»,
καταλήγει ο κ. Σαρηγιάννης.