Το στικάκι USB έφτασε στο γραφείο του εισαγγελέα των Βερσαλλιών στις 29 Φεβρουαρίου 2012, ταυτόχρονα με την καταγγελία που υποβλήθηκε από υπάλληλο του καταστήματος ΙΚΕΑ στο βόρειο τμήμα του Παρισιού. Ο εισαγγελέας είχε ήδη το εμπιστευτικό περιεχόμενό του: Η σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα «Le Canard enchaîné» και το διαδικτυακό ερευνητικό περιοδικό «Mediapart» είχαν δημοσιεύσει εκείνο το πρωί αποσπάσματα σχετικά με ένα τεράστιο σύστημα παράνομης παρακολούθησης, εδώ και αρκετά χρόνια, εντός της σουηδικής εταιρείας επίπλων.
Μετά από οκτώ χρόνια έρευνας και τέσσερις ανακριτές, τη
Δευτέρα 22 Μαρτίου ξεκίνησε η δίκη της εταιρίας και δεκαπέντε ατόμων για
«συλλογή, με δόλια μέσα, προσωπικών δεδομένων σε αρχείο», «κατάχρηση του σκοπού
της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων», «εθελοντική παράνομη αποκάλυψη
προσωπικών δεδομένων», «παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου», σωρεία
εγκλημάτων που συνοψίζονταν τότε σε μία λέξη: κατασκοπεία.
Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δόθηκαν στον
εισαγγελέα και τον Τύπο το 2012, στα οποία καταγράφονται οι ανταλλαγές μεταξύ
του Ζαν-Φρανσουά Παρί (Jean-François Paris), διευθυντή ασφαλείας στην «ΙΚΕΑ
Γαλλίας», και του Ζαν-Πιερ Φουρέ (Jean-Pierre Fourès), επικεφαλής του γραφείου
ιδιωτικών ερευνών «Eirpace», είναι σαφή: ο πρώτος καλεί τον τελευταίο να
διερευνήσει υπαλλήλους και υποψηφίους προς πρόσληψη, αποστέλλοντας τα στοιχεία
τους (ονοματεπώνυμο, ημερομηνία και τόπος γέννησης, και αριθμό κοινωνικής
ασφάλισης).
«Παρακαλώ, ενημερώστε με, εάν υπάρχει ιστορικό αυτού του
ήδη γνωστού για κλοπή ατόμου», ρωτά, π.χ., σχετικά με μία γυναίκα στο
Στρασβούργο. Ίδια έρευνα για ένα ζευγάρι στην Τουλούζη, «εκ προοιμίου αθίγγανοι
και θεωρούμενοι επικίνδυνοι». Όσον αφορά έναν υπάλληλο του καταστήματος του
Μπορντώ «που εν μία νυκτί έγινε πολύ απαιτητικός», «θα θέλαμε να γνωρίζουμε»,
γράφει, «από πού προέρχεται αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς. Ο λόγος του υποδηλώνει
αντιδιεθνιστή, οι μέθοδοί του παλαιάς κοπής Γενικής Εργατικής Συνομοσπονδίας.
Συνδικαλιστής; Δεν ταιριάζει πολύ με το προφίλ της κυρίας του... Ποικίλος
προσηλυτισμός; «Attac» (ένωση υπέρ της κοινωνικής και περιβαλλοντικής
δικαιοσύνης) ή κάτι άλλο; Κίνδυνος απειλής των οικοτρομοκρατών;».
Οι πρώτες παρακολουθήσεις χρονολογούνται από το 2003 και
η πρακτική έλαβε μερικές φορές βιομηχανικές διαστάσεις. Στις 7 Νοεμβρίου 2008,
ο Jean-Pierre Fourès έλαβε, π.χ., ένα αρχείο με 203 ονόματα, προς επαλήθευση ως
προς το κατάστημα της Ρουέν. Μπορούμε να ρωτήσουμε αυτόν τον ιδιωτικό ερευνητή
πολλά πράγματα: ποινικό μητρώο, αλλά και πράγματα σχετικά με τον τρόπο ζωής,
την ταυτότητα πίσω από έναν αριθμό τηλεφώνου ή μία πινακίδα κυκλοφορίας, το
πρόγραμμα ενός υπαλλήλου που επέστρεψε σχεδόν υπερβολικά μαυρισμένος από την
αναρρωτική του άδεια. Ο Jean-François Paris ενίοτε του ζητά ακόμη και να
διερευνήσει τη γενεαλογία του ενός ή του άλλου πελάτη, με τον οποίο η ΙΚΕΑ
βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη. «Ο διευθυντής μου γνώριζε».
Σύμφωνα με τον Jean-François Paris, ο Jean-Pierre Fourès
λάμβανε πληροφορίες μέσω έμμεσης, τουλάχιστον, πρόσβασης, σε έναν φάκελο, τον
οποίο, θεωρητικά, μόνο η αστυνομία, μπορεί να συμβουλεύεται: το «STIC», σύστημα
αντιμετώπισης καταγεγραμμένων αδικημάτων. Ο Jean-Pierre Fourès το αρνείται.
Ο πρώην διευθυντής του καταστήματος της Αβινιόν, Πατρίκ
Σοαβί (Patrick Soavi), από την πλευρά του, ομολόγησε ότι προσέφυγε σε αυτό,
λόγω του ότι είναι ξάδελφος ενός διοικητή τοπικής αστυνομίας, από τον οποίο
ζήτησε να μάθει περισσότερα για τους πιθανούς νεοσύλλεκτους. Τέσσερις
αστυνομικοί που κατηγορούνται ότι χρησιμοποίησαν παράνομα το «STIC» θα βρεθούν
στο εδώλιο των κατηγορουμένων.
Το θέμα αφορά σε τριάντα καταστήματα της χώρας. «Τα
αιτήματα αντιγράφων ποινικού μητρώου προέρχονταν από τους διευθυντές
καταστημάτων», εξήγησε ο Jean-François Paris, κατά τη διάρκεια της έρευνας,
αλλά οι γενικές οδηγίες έρχονταν από ψηλά, κατά τον ίδιο. «Η διεύθυνσή μου
γνώριζε και υποστήριζε αυτά τα αιτήματα. Δεν επρόκειτο για ένα προσωπικό
διάβημα, αλλά για ένα σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή κατόπιν αιτήματος της
διοίκησης της ΙΚΕΑ», ανέφερε, διευκρινίζοντας ότι, από το 2007, με στόχο τον
περιορισμό του κινδύνου πρόσληψης δυνητικά προβληματικών εργαζομένων, «ο
Διευθύνων Σύμβουλος, Ζαν-Λουί Μπαγιό (Jean-Louis Baillot), ζήτησε από όλους
τους διευθυντές καταστημάτων να υποβάλουν τους νέους υπαλλήλους σε έλεγχο
ιστορικού».
«Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα», αμύνθηκε ο Jean-Louis Baillot
κατά τη διάρκεια αντιπαράθεσης με τον Jean-François Paris στο γραφείο του
ανακριτή. «Νομίζω ότι το θέμα είναι τόσο σοβαρό και τεράστιο, που πρέπει να
επιρρίψει ευθύνες στους άλλους. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό. Το βρίσκω
θλιβερό». «Το κάνεις, ωστόσο», ανταπάντησε ο Jean-François Paris.
Καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων
Η συζήτηση θα συνεχιστεί κατά την ακρόαση, όπου θα
περιλαμβάνονται, επίσης, ο Στεφάν Βανοβερμπέκ (Stefan Vanoverbeke), διάδοχος
του Jean-Louis Baillot, επικεφαλής της «ΙΚΕΑ Γαλλίας», ο οποίος κατηγορείται
ότι δεν έβαλε τέλος στις πρακτικές που ανακάλυψε κατά την άφιξή του, και τρεις
μόνο διευθυντές καταστημάτων, καθώς η προθεσμία παραγραφής επέτρεψε σε
ορισμένους άλλους να διαφύγουν της δίωξης - μόνο τα γεγονότα της περιόδου
2009-2012 δικάζονται. Ο οικονομικός διευθυντής της ομάδας θα δικαστεί, επίσης:
θα μπορούσε, όπως ισχυρίζεται, να αγνοεί την ύπαρξη αυτών των παράνομων
παρακολουθήσεων, για τις οποίες η ΙΚΕΑ πλήρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, όταν
ενίοτε ο ίδιος υπέγραφε τους λογαριασμούς;
Η μέγιστη ποινή για τους αστυνομικούς είναι πέντε χρόνια
φυλάκισης, για τον Jean-Pierre Fourès και τα στελέχη της ΙΚΕΑ, δέκα χρόνια. Η
ίδια η επιχείρηση κινδυνεύει με πρόστιμο έως 3,75 εκατομμύρια ευρώ.
Πόσοι εργαζόμενοι εκδιώκονται εξαιτίας αυτού του
συστήματος; Πόσοι υποψήφιοι προς πρόσληψη απορρίφθηκαν; Αδύνατο για
ποσοτικοποίηση: Οι ερευνητές είδαν αναμφίβολα μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Μία εβδομάδα μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης στον Τύπο, μία αποθήκη που
νοικιάστηκε στο όνομα του Jean-Pierre Fourès άδειασε ξαφνικά από 100 κιλά
αρχειοθετημένων εγγράφων, που πέρασαν και από τον τεμαχιστή χαρτιού. Η πολιτική
αγωγή υποπτεύεται την καταστροφή μαζικών αποδεικτικών στοιχείων.
Μία εμβληματική περίπτωση, από την άλλη πλευρά, είναι
ιδιαίτερα καλά τεκμηριωμένη και απεικονίζει την αμφισβητήσιμη διαχείριση της
ΙΚΕΑ, αν και ο ανακριτής δεν την συμπεριέλαβε στην εντολή του για παραπομπή:
αυτή του Αντέλ Αμαρά (Adel Amara), πρώην υπαλλήλου, ο οποίος κατηγορείται από
τη διοίκηση της ΙΚΕΑ ότι δημιούργησε καταχθόνιο κλίμα και ότι ήταν ανέγγιχτος
λόγω του συνδικαλιστικής του δύναμης. Σε μία έκθεση που παρουσιάστηκε στην ΙΚΕΑ
το 2010, η ιδιωτική εταιρία ασφαλείας «GSG» πρότεινε τη «νομική παγίδευση» αυτού
του υπαλλήλου, μέσω της «δημιουργίας μιας διακριτικής και ολοκληρωμένης έρευνας
για τον καθορισμό των μέσων διαβίωσής του και της παράνομης διακίνησης/εμπορίας
ανθρώπων ή της βίας, στην οποία ίσως εμπλέκεται. Αυτός ο φάκελος θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία. Θα επέτρεπε στον ενδιαφερόμενο να είναι
"εκτός", διά των εξωτερικών και νομίμων διαύλων».
Η εταιρία «GSG» είχε τοποθετήσει μία από τις πράκτορές
της ως ταμία, η αποστολή της οποίας ήταν η παρακολούθηση του Adel Amara και η
ενημέρωση της ιεραρχίας. Ένας πρώην αστυνομικός είχε, επίσης, προσληφθεί ως
διευθυντής ασφαλείας του καταστήματος και είχε εργαστεί, «όπως σε μία δικαστική
έρευνα», για να χαρακτηρίσει γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην
απόλυση του Adel Amara, ο οποίος τελικά απολύθηκε το 2011 για ηθική
παρενόχληση.