«Γεννήθηκα ανήμερα Κυριακής των Βαΐων, σημαδιακή μέρα στη Ζάτουνα, χωριό που έγινε γνωστό όχι από μένα φυσικά, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη που τον εξόρισε εκεί η εφταετία…» (Από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το ποτάμι της ζωής μου» εκδ. Καστανιώτη).
Ο αγαπημένος Μίμης (Δημήτρης) Φωτόπουλος γεννήθηκε στις
20 Απριλίου 1913, στη Ζάτουνα Γορτυνίας. Ο γιος του Νικολάου Φωτόπουλου (που
γύρισε φυματικός από τον πόλεμο του 1912-13 και σε 40 μέρες πέθανε) και της
Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο, αποδείχτηκε ταλέντο πολύπλευρο.
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, αλλά
και εικαστικός (ασχολήθηκε με την τεχνική του κολάζ), ο Φωτόπουλος ήταν ένας
ενεργός, ανήσυχος πολίτης.
Ο «σοφός μάγκας του ελληνικού σινεμά» υπήρξε ένας λόγιος
και την ίδια στιγμή, ένας βαθιά λαϊκός άνθρωπος και ηθοποιός.
Πέραν του θεάτρου, ο Φωτόπουλος έπαιξε σε 101 ταινίες,
αρκετές από τις οποίες καταγράφουν τις καλύτερες στιγμές του παλιού ελληνικού
κινηματογράφου.
Η ερμηνεία του στην ταινία «Το Σωφεράκι» στον ρόλο του
αγνού μάγκα ταξιτζή εργένη, θα αφήσει εποχή και θα τον καθιερώσει ως τον πιο
ταλαντούχο... μάγκα των Ελλήνων ηθοποιών.
Στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1957) δίνει
ρεσιτάλ ερμηνείας μαζί με τον παρτενέρ του, Βασίλη Αυλωνίτη, και παραμένουν
διαχρονικά οι δύο λατρεμένοι λατερνατζήδες του ελληνικού κοινού.
Η ερμηνεία του, ως αυστηρός πατέρας με λαϊκό και άγριο
προφίλ, στην τελευταία του ταινία με τη Φίνος Φιλμ, «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο»
(1962), άφησε εποχή και η πασίγνωστη ατάκα του «το δίιιικανο» που έλεγε με τον
δικό του μοναδικό τρόπο στην ταινία ο μεγάλος αυτός κωμικός, έμεινε στην
ιστορία.
Ντεμπούτο στο θέατρο σε ηλικία 19 χρονών
Στο θεατρικό σανίδι ανεβαίνει πρώτη φορά το 1932, σε
ηλικία 19 χρονών, στον θίασο του Κουνελάκη, παίζοντας «Λοκαντιέρα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το προσωνύμιο «γέρος» εξαιτίας
της ιδιότυπης (και μετέπειτα άμεσα αναγνωρίσιμης) μπάσας φωνής του, του
αποδόθηκε αρκετά νωρίς.
Το 1934 κάνει την πρώτη του περιοδεία με το θίασο
«Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, ως
αντιγραφέας και πέμπτος κατά σειρά κωμικός στην αυστηρή ιεραρχία που
επικρατούσε τότε στα θέατρα.
Ακολουθεί η περίοδος με θιάσους μπουλουκιών σε περιοδείες
στην ελληνική επαρχία.
Το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον
πρωτοεμφανιζόμενο τότε θίασο του Κάρολου Κουν.
Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του 1940, επιστρέφει σε
μικρούς θιάσους, κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το βαριετέ και το θέατρο της
(κυρίας) Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές
ηθογραφίες. Κάνει μεταγραφή στο θίασο Αργυρόπουλου, παίζοντας το ρόλο του
Ασλάκσιν στον «Εχθρό του λαού» του Ερρίκου Ιψεν.
Και φτάνει η Κατοχή…
«… Το καλοκαίρι του ’41 μαζευόμαστε ο Λεμός, η Γιατρά, η
Γαρμπή, ο Χαραλαμπίδης, η Μεταξά, ο Καλλίδης, η Φανή Νικολαϊδου, ο Φύριος, ο
Πούντας, εγώ και μερικοί άλλοι και στήνουμε τη σημαία μας στη “Νανά”, έναν
κινηματογράφο της οδού Βουλιαγμένης. Παίζουμε οι αθεόφοβοι, όλο το καλοκαίρι
μέσα στα πρώτα… σκιρτήματα της πείνας, 52 έργα όλων των ειδών και ποιοτήτων.
Κατά μέσο όρο τέσσερα έργα τη βδομάδα -από “Δύο ορφανές”
μέχρι “Οθέλο”. Και τα βράδια, μετά την παράσταση, φεύγαμε μισοβαμμένοι και
τρέχοντας πριν σταματήσει η κυκλοφορία. Έκανα τη διαδρομή από οδό Βουλιαγμένης
– Πευκάκια σε είκοσι λεπτά. Φυσικά με τα πόδια. Γι’ αυτό λέω ότι το “τζόκινγκ”
είναι κατοχική εφεύρεση.
Κι έρχεται ο χειμώνας του ’41. Εγώ πια αισθάνομαι
ανάλαφρος και αεράτος σαν πούπουλο. Είναι από την πείνα. Κοντεύω να γίνω
οδοντογλυφίδα. Μια μέρα τα μαζεύω και πάω στο Κιάτο απ’ όπου φέρνω δυο
τσουβάλια σταφίδα για τους δικούς μου. Με τη σταφίδα καλμάρω λιγάκι, σκέφτομαι
ψύχραιμα και φεύγω –Φλεβάρης του ’42- μ’ ένα μπουλούκι για το Ναύπλιο.
Και ως συνήθως τα βρίσκουμε άλλη μια φορά σκούρα. Μας
σώζουν τρεις παραστάσεις που δώσαμε για τους Ιταλούς στρατιώτες. Εμείς παίζαμε
κάτι παμπάλαια νούμερα κι αυτοί δεν καταλαβαίνανε τίποτα. Είχαμε όμως και μια
ντιζέζ, τη Ρενή Χανούμ, που τραγούδαγε ιταλικά τραγούδια με συνοδεία ορχήστρας
αποτελουμένης από ένα ακορντεόν!
Μα πληρώνανε σε είδος. Φασόλια, ρύζι, μακαρόνια, τυρί και
πανιότες. Πανδαισία…»
Το 1945 εκδίδει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο «Τα
μπουλούκια».
Δεκεμβριανά και εξορία
Μέλος στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας
ηθοποιών που προέτασσαν μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της Αριστεράς, ήδη από
το 1944, συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα.
Επειδή είχε σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού
Θεάτρου και παρακολουθήσει μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών (μέχρι το δεύτερο έτος, το 1933), ο Φωτόπουλος είχε αναλάβει περισσότερο
«διαφωτιστικό» ρόλο. Μιλούσε για έναν δίκαιο κόσμο και ενέπνεε.
Ο Φωτόπουλος εντάσσεται στις τάξεις του ΕΑΜ και
συμμετέχει στα Δεκεμβριανά. Συλλαμβάνεται από τους Βρετανούς παραμονή
Πρωτοχρονιάς του 1945. Τον προδίδει ένας συνάδελφος του.
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω
και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης.
Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό
τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή
ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με
τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε»... έγραψε αργότερα στο «Ποτάμι
της ζωής μου».
Εξορίζεται στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα -τόπο εξορίας
τότε των Ελλήνων Αριστερών.
«Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι»- γράφει στην αυτοβιογραφία
του - «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει
πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε
αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».
Το 1947 παντρεύεται την Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία
αποκτά δύο κόρες -η γυναίκα του θα εξοριστεί στη Γυάρο την περίοδο της Χούντας.
Η αναγνώριση στο θέατρο έρχεται το καλοκαίρι του 1948,
αφού είχε κάνει και το ντεμπούτο του στο σινεμά σ' ένα μικρό ρόλο στο φιλμ «Οι
Γερμανοί ξανάρχονται», με το νούμερο που κάνει στην επιθεώρηση «Ανθρωποι -
άνθρωποι» των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου πλάι στους Ορέστη Μακρή, Μαυρέα,
Τσαγανέα, Ηλιόπουλο, Βρανά.
Από Σαίξπηρ μέχρι φάρσες
Το ρεπερτόριο του υπήρξε πλούσιο: «Βυσσινόκηπος» του
Τσέχωφ, «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο Θέατρο Τέχνης, «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας»
του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956), ενώ για πολλά χρόνια
συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες, φάρσες, αλλά και
δραματικούς ρόλους.
Από τις πλέον χαρακτηριστικές οι ερμηνείες του στις
παραστάσεις στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο».
Η μούρη σου είναι σαν… τρίφτης
«Ήταν ένας πολύ ωραίος δάσκαλος στη δραματική σχολή, ο
πατέρας της Αλκαίου, ο Παπαγεωργίου. Και όταν με απέρριψαν στην πρώτη τάξη, του
λέω: «Να ξανάρθω;» «Να ξανάρθεις», μου λέει, «θα γίνεις κωμικός. Η μούρη σου
είναι σαν… τρίφτης».
Στην Κύπρο, όταν έπαιζα στη Λάρνακα, με πλησίασε ένας
παππούς με το εγγονάκι του.
-Ήθελε να σας γνωρίσει από κοντά, μου λέει. Δε θα το
πιστέψετε, αλλά κάθε που κάνει την προσευχή του, λέει: «Θεέ μου, φύλαξε τον
πατέρα μου, τη μητέρα μου και τον κύριο Φωτόπουλο…»
Ποίηση, θέατρο, κολάζ
Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940,
«Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3
αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ
Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο
παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί.
Οργάνωσε πέντε εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).
Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών,
μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος
Θέσπιδος. Έκανε περιοδείες με τον δικό του θίασο το 1952 σε Αμερική, Γερμανία,
Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου
Α΄ και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Ο Μίμης Φωτόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου
1986, σε ηλικία 73 ετών.