Γιάννης Μαγκριώτης
Συμβαίνουν πολλά παράδοξα στις μέρες μας, άλλα τα προκαλεί η πανδημία και άλλα τα σκεπάζει.
Στα προηγούμενα χρόνια της υπερδεκαετούς οικονομικής και
κοινωνικής κρίσης, η χώρα και η κοινωνία, αναγκάστηκαν να απωλέσουν σημαντικά
κεκτημένα και σε πολλούς τομείς.
Τα λάθη των επιλογών των προηγούμενων χρόνων, τα πλήρωσε
η Ελλάδα με τα τρία μνημόνια, που έφεραν απώλειες κυριαρχικών δικαιωμάτων, την
βίαιη συρρίκνωση της οικονομίας, τις μεγάλες απώλειες εισοδημάτων, ειδικά για
ορισμένες κοινωνικές ομάδες, πολλές απώλειες θέσεων απασχόλησης, και πολλές
αβεβαιότητες για την ζωή πολλών πολιτών, ειδικά των νέων.
Η πρώτη περίοδος ήταν και η πιο δύσκολη, γιατί όλα αυτά
συνέβησαν για πρώτη φορά, μετά από μια περίοδο 36 περίπου χρόνων από το 1974,
συνεχούς βελτίωσης σε όλους τους τομείς.
Η αναγνώριση των λαθών από την κυβέρνηση των εκλογών του
2009, και η δέσμευσή της για τις μεγάλες αλλαγές που χρειαζόταν η χώρα μας, δεν
έπεισαν τους εταίρους μας στην ΕΕ να στηρίξουν ένα μεσομακροπρόθεσμο πρόγραμμα
δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων στο κράτος και την οικονομία.
Το πρωτόγνωρο της πολύπλευρης κρίσης, η έλλειψη θεσμικών
και πολιτικών εργαλείων στην ΕΕ για την αντιμετώπισή της, ο φόβος για την
μετάδοσή της στους άλλους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης και ένα αίσθημα
εκδικητικότητας «στον σπάταλο, ολίγο τεμπέλη και διεφθαρμένο Έλληνα», οδήγησε
στην επιβολή του πρώτου μνημονίου, ως εναλλακτική λύση στην άτακτη χρεοκοπία,
που τρόμαζε και μόνο ως σκέψη την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Μόνο, που τα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους,
τα 3,5 χρόνια, ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν, ήταν όμως αρκετά να διαλύσουν το
κομματικό σύστημα και τους πολιτικούς συσχετισμούς της Μεταπολίτευσης, να
σπείρουν τον πανικό, την απόγνωση και την απογοήτευση στην χώρα.
Η διόρθωση του χρονοδιαγράμματος του πρώτου μνημονίου και
η αποδοχή ορισμένων όρων που έθεσε η χώρα μας, όπως η διαγραφή μέρους του
χρέους, έγινε τον Οκτώβριο του 2011, και συνεχίστηκε με το τρίτο μνημόνιο, το
2015.
Τα αρχικά 3,5 χρόνια, έγιναν τελικά οκτώ. Το Καλοκαίρι
του 2018, η χώρα ολοκλήρωσε τις βασικές υποχρεώσεις των τριών μνημονίων και από
τότε βρίσκεται σε καθεστώς υψηλής εποπτείας.
Όμως μέχρι το 2018 μπορεί να νομοθετήθηκαν οι βασικές
μνημονιακές δεσμεύσεις, η υλοποίησή τους όμως συνεχίζεται.
Οι εταίροι στην ΕΕ, παρά τα μπράβο και τα συγχαρητήρια,
δεν φαίνεται να έχουν πεισθεί ότι θα τις ολοκληρώσουμε, γιαυτό επέβαλαν στην
ελληνική κυβέρνηση, πριν ολοκληρωθεί ημερολογιακά το τρίτο μνημόνιο, την
δέσμευση του συνόλου της ιδιωτικής περιουσίας της χώρας μας, αρχικά ακόμη και
τις αρχαιότητες.
Η δέσμευση δεν ήταν απλώς εγγύηση για την αποπληρωμή των
δανείων προς τους εταίρους μας, αλλά σκόπευε πιο πέρα, στην λεγόμενη
«αξιοποίησή» τους.
Το Υπερταμείο, το οποίο έγινε ουσιαστικά ο ιδιοκτήτης της
ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, με εκτελεστικούς βραχίονες το ΤΑΙΠΕΔ κυρίως,
αλλά και την ΕΤΑΔ, έχει οργανώσει ένα σχέδιο εκποίησης ουσιαστικά της
περιουσίας του ελληνικού δημοσίου, δυστυχώς και καταστροφής του περιβάλλοντος
στις περισσότερες περιπτώσεις.
Στόχος του είναι, να εισπράξει ένα τίμημα, όσο γίνεται
πιο υψηλό για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, επιλογή που οδηγεί σε σχέδια
αντιπαροχής της δεκαετίας του '60, όταν πρόκειται για ακίνητη περιουσία και σε
μεταφορά δημοσίων υποδομών υψηλής αξίας σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους,
κυρίως ξένων συμφερόντων.
Φυσικά, πολλές από αυτές τις επιλογές και τις
μεταρρυθμίσεις, έπρεπε να γίνουν, αλλά με όρους δημοσίου συμφέροντος,
κοινωνικής συνοχής, και προστασίας του περιβάλλοντος.
Τώρα γίνονται εκβιαστικά, ουσιαστικά με αποικιοκρατικούς
όρους, υπό αξιολογώντας την δημόσια περιουσία και αφαιρώντας ελληνικό
παραγωγικό κεφάλαιο, που θα το πληρώσει η χώρα, η οικονομία και η κοινωνία
ακόμη πιο ακριβά αύριο.
Η δε απώλεια του περιβάλλοντος είναι ακόμη πιο μεγάλη, σε
μια εποχή που η κλιματική αλλαγή επιβάλλει το ακριβώς αντίθετο.
Η πανδημία με την καθολική ζημιά που προκάλεσε στην παγκόσμια και φυσικά στην οικονομία της ΕΕ, οδήγησε σε αφύπνιση τις
περισσότερες χώρες και σε αλλαγή πλεύσης. Αναστέλλονται ή αντιστρέφονται,
πολλές επιλογές παράδοσης ακόμη περισσότερων οικονομικών τομέων και εξουσίας
στις αγορές χρήματος, στους κολοσσούς των νέων τεχνολογιών και των μεγάλων
ομίλων στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στο φάρμακο και στις παγκόσμιες
εφοδιαστικές αλυσίδες. Μια μεγάλη ανατροπή είναι σε εξέλιξη, μάλιστα με την
υποστήριξη και των ΗΠΑ, η φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών, ειδικά των
τεχνολογικών κολοσσών, με δίκαιο τρόπο. Μια εκδοχή του «Φόρου Tobin» στις
αγορές συναλλάγματος, που την προηγούμενη δεκαετία είχε απορριφθεί, χωρίς
συζήτηση. Επίσης, οι άκαμπτοι δημοσιονομικοί όροι του «Συμφώνου Σταθερότητας»
έχουν ανασταλεί και η συζήτηση για την αλλαγή τους έχει ανοίξει, με στόχο να
συγκρατηθεί η ύφεση, να περιοριστεί η έκρηξη της ανεργίας, και να βοηθηθεί η
βιώσιμη ανάπτυξη.
Δυστυχώς στην χώρα μας, οι μνημονιακές εκβιαστικές
δεσμεύσεις, ειδικά της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, γίνεται ιδεοληψία της
κυβέρνησης και ενοχή της αντιπολίτευσης.
Για ένα ασήμαντο ποσό, που δεν μειώνει ούτε κατ' ελάχιστο
το δημόσιο χρέος, επιταχύνεται η εκποίηση του δημόσιου πλούτου, υποθηκεύεται η
παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας και δημιουργείται ένα ακόμη πιο ισχυρό
οικονομικό κατεστημένο με κυρίαρχο τον ξένο παράγοντα που εύκολα θα επιβάλλει
όχι μόνο τις οικονομικές και κοινωνικές του επιλογές, αλλά θα επηρεάζει απόλυτα
τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και την διαφάνεια στην λειτουργία των
φορέων της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης.
Πρέπει τώρα, κυβέρνηση τα πολιτικά κόμματα, οι θεσμικές
και κοινωνικές εκπροσωπήσεις, η κοινωνία και ειδικά οι νέοι, να απαιτήσουν την
αλλαγή των αποικιοκρατικών δεσμεύσεων και πολιτικών, που μας έχουν επιβληθεί.
Το Υπερταμείο και το ΤΑΙΠΕΔ, δεν μπορούν να
συμπεριφέρονται, όπως οι εταιρείες των Αυτοκρατοριών στην εποχή της
αποικιοκρατίας.
Υπάρχουν μπροστά μας σε όλη την χώρα σε εξέλιξη πολλές
τέτοιες «αξιοποιήσεις». Στην Θεσσαλονίκη είναι σε εξέλιξη μερικά από αυτά τα
εγκλήματα, όπως της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, της ΔΕΘ, της Μαρίνας της
Καλαμαριάς, του παραλιακού μετώπου. Πρέπει να σταματήσουν, πρέπει να
αντιστραφεί η μορφή της αξιοποίησής τους. Υπάρχει το Ταμείο Ανάκαμψης, το νέο
ΕΣΠΑ, που μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμες αναπτυξιακά και περιβαντολλογικά
επιλογές.