Σιδηρόκαστρο. Μνήμες : Γεώργιος Τσαταλτζινός (1884 - 1942)


ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΣΑΤΑΛΤΖΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Ο παππούς μου). 26-Ιουνίου 1913 Λογχίστηκε 8 φορές. Τον έριξαν στην ασβεσταριά μαζί με άλλους. Κατάφερε να σωθεί. 7 Φεβρουαρίου 1942 συνελήφθη και σε κάποια αντίδρασή του τον έδειραν ανελέητα. Τον χτυπούσαν ακόμη και αναίσθητο. Την επομένη, 8 Φεβρουαρίου 1942 έφυγε από την ζωή από εσωτερική αιμορραγία που προήλθε από τα χτυπήματα. "Αναρρωτήθηκες ποτέ σου γιατί κυνηγούσαν οι Βούλγαροι ειδικά τον παππού σου και μερικούς άλλους Γιώργο? με ρώτησε κάποτε ο αείμνηστος Γιαννάκος. Απλά ήταν Μακεδονομάχος και αντίθετος σ' αυτό που ήθελαν αυτοί "τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας"

ΤΣΑΤΑΛΤΖΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ  (1884- 1942)                                                                                   

Ένας ΕΛΛΗΝΑΣ, ένας ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ  που βασανίσθηκε  φρικτά, ψυχικά και σωματικά το 1913 από τους Βούλγαρους, δολοφονήθηκε το 1942 από ξυλοδαρμό από τους ίδιους

Το όνομα αυτό όπως και τα ονόματα όλων των δολοφονηθέντων από τους Βούλγαρους και όσων σκοτώθηκαν στο Αλβανικό μέτωπο, ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα στο Παλιό Ηρώον, που αναστήλωσε το 1956 ο τότε δήμαρχος Βονίτης. Που άραγε βρίσκονται οι πλάκες με τα ονόματα αυτά?

Είναι μεγάλη μου τιμή να φέρω το όνομα του ήρωα αυτού.

Τα στοιχεία που κυκλοφορούν σε διάφορα ιστορικά βιβλία  έχουν αντλήσει πληροφορίες από Σιδηροκαστρινούς των εποχών εκείνων 1913 & 1942, που άκουσαν ο ένας από τον άλλον (σπασμένο τηλέφωνο το λέμε σήμερα), αλλά ποτέ και κανείς δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει, τους άμεσους συγγενείς του μοναδικού επιζώντα μάρτυρα,  των  κτηνωδιών των Βουλγάρων , για το τι ακριβώς άκουγαν από τον ίδιο τον Τσαταλτζινό Γεώργιο. 

 Το χρονικό έχει ως εξής»

 Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Τσαταλτζινός Θεοχάρης (προπάππος μου το πραγματικό του επώνυμο ίσως ήταν Τσαλίκης) με τη σύζυγό του Μαγδαληνή, την κόρη τους Ευδοκία και τον γιό τους Γεώργιο (περί ού ο λόγος) εγκαταλείπουν την Τσατάλτζα «Διχάλα» Τούρκικη ονομασία της Βυζαντινής πόλης Εργίσθη ή Μέτρες με στρατηγική θέση, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, στην οποία οι Τούρκοι φρόντισαν μετά το 1878, να αυξήσουν τον Τούρκικο πληθυσμό της, σε 5000 (ίσως ήταν και ο λόγος της φυγής) και εγκαθίστανται στην Καβάλα.  Ο Γεώργιος ήταν τότε 16 ετών. Η Ευδοκία παντρεύεται και τον παίρνει μαζί της στη νέα Τσατάλτζα (Χωριστή Δράμας).   Ο Γεώργιος πολύ καλός γνώστης  των καπνών γίνεται εκτιμητής καπνού και ταξιδεύει με τους καπνέμπορους στις  γύρω περιοχές, της Δράμας και των Σερρών  και το  1904  καταλήγει στο     Σιδηρόκαστρο.                      

Ψηλός, λυγερόκορμος, χωρατατζής, καλόκαρδος  εξαιρετικός οικογενειάρχης  αγαπητός και αποδεκτός απ’ όλους, αλτρουιστής, έτοιμος πάντα να βοηθήσει τους πάντες, καλλίφωνος (καθόταν με την οικογένειά  του στην ταράτσα του σπιτιού τους  και τραγουδούσε τι άλλο εκείνη την εποχή, «αμανέδες» και τον απολάμβαναν οι γείτονες) αλλά πάνω απ’ όλα  Έλληνας πατριώτης, Μακεδονομάχος.


Παντρεύεται το 1905 την Ασπασία Ιωάννου, με την οποία αποκτά δύο κορίτσια, την Μαρίκα και την Μαγδαληνή και έναν γιό τον Θεοχάρη τον αείμνηστο πατέρα μου.

Ασχολείται όλη η οικογένεια με την καλλιέργεια καπνών, ενώ είχε και την οικονομική στήριξη,  της επί 40 χρόνια δασκάλας, Βασιλικής Ιωάννου, αδελφής της Ασπασίας και μέλους του  Μακεδονικού αγώνα.

.  Η Βασιλική και ο Γεώργιος  συνεργαζόταν μυστικά με τον μακαριστό     Μητροπολίτη Μελενίκων και Σιδηροκάστρου, στον οποίο μετέφεραν πληροφορίες από τις συναντήσεις των Βουλγάρων με τους κομιτατζήδες, (Έλληνες που εξυπηρετούσαν τα Βουλγάρικα συμφέροντα) στο   Σχιστόλιθο και στη  Φαιά  Πέτρα, και από εκεί  στην   επιτροπή του Μακεδονικού αγώνα.

Κατά την εκδοχή της Βασιλικής Παρέτσου εγγονής του Τσαταλτζινού Γεωργίου και πρώτης εξαδέλφης μου:

 Την Τρίτη 26 Ιουνίου 1913 μια ομάδα Σιδηροκαστρινών οι:  

Γαλίου Αθανάσιος,  Δαλαμίρας Κωνσταντίνος,    Δημητρίου Ιωάννης,    Δημητρίου Γεώργιος,           Ηλιάδης Νικόλαος, Ιωάννου Δημήτριος,                                   Καλέας Γεώργιος,        Καλέας Αθανάσιος,         Καφετζής Βασίλειος,                        Λούπινου Ηλίας,  Μουταφτσής Μιχαήλ,   Σαπουντζής Κωνσταντίνος   και  Τσαταλτζινός Γεώργιος

στην προσπάθειά τους  να αποφύγουν τη σύλληψή τους από τους Βούλγαρους, οι οποίοι έψαχναν  συγκεκριμένα ονόματα, ονόματα αυτών που ήταν αντίθετοι και πολεμούσαν τον εκβουλγαρισμό της περιοχής, κλείνονται στον αχυρώνα ενός γύφτου,  ονόματι Σουρατζή, στα τελευταία σπίτια  του γύφτικου « μαχαλά».

Ο γύφτος κάποια στιγμή πηγαίνει στον αχυρώνα να ποτίσει τα ζώα. Κάποιος από τους κρυμμένους, από φόβο  πως τους πήρε χαμπάρι ο γύφτος και πιστεύοντας πως είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης,  αποκαλύπτεται και παρακαλεί τον γύφτο να μην μαρτυρήσει την κρυψώνα τους.

Ο γύφτος απομακρύνεται και όταν φτάνει στην πλατεία του μαχαλά, συναντάει μια Βουλγάρικη περίπολο στην οποία προδίδει την κρυψώνα και συλλαμβάνονται όλοι.

Η γυναίκα του Τσαταλτζινού, Ασπασία,  λεχώνα τριών μηνών από το τρίτο της παιδί, τον αείμνηστο πατέρα μου Θεοχάρη, μαζί με τις γυναίκες της γειτονιάς, κρύφθηκαν στο μύλο του Μανούση,   πίσω από τη φτερωτή (άργκη) και  μέσα στο νερό που έβγαινε από τον μύλο τον οποίο κινούσε.

(Χρόνια μετά ο μπάρμπα Λάζος  άλεθε σησάμι και πηγαίναμε με την αδελφή μου Ασπασία να φάμε κούσπα,  τα υπολείμματα από το ταχίνι).

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στον μαντρωμένο αύλιο χώρο Βουλγάρικης στρατιωτικής σχολής  (όπου αργότερα έγινε το Ορφανοτροφείο),  όπου είχε ανοιχθεί τεράστιος λάκκος στον οποίο έβραζε ασβέστη.

Ο Τσαταλτζινός κάποια στιγμή ζητάει από τους Βούλγαρους στρατιώτες, να πιεί λίγο νερό, σαν τελευταία επιθυμία μελλοθανάτου. Οι Βούλγαροι απαιτούν να το ζητήσει στα Βουλγάρικα και όταν εκείνος απαντάει ότι,  «είμαι Έλληνας και δεν μιλώ Βουλγάρικα»      του  ανταπαντούν

 «τώρα θα μάθεις να ζητάς στα Βουλγάρικα».

Τον δένουν σ’ ένα πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος και τον αφήνουν για πολλές ώρες έτσι ώστε να βλέπει τις φρικαλεότητες των αιμοβόρων εκτελεστών.

Ανά τέσσερις,  οι απάνθρωποι, στρατιώτες τέρατα,  λογχίζουν κάθε έναν από τους υπόλοιπους δεμένους,( και ήταν πολλοί) ανήμπορους να προστατέψουν  τη ζωή τους Σιδηροκαστρινούς.   Ο Τσαταλτζινός υποχρεώθηκε να βλέπει να βγάζουν τα εντόσθια ζωντανών,  να κόβουν κεφάλια, να βρίζουν  χυδαία  και να ποδοπατούν  τα νεκρά κορμιά ή να αποτελειώνουν  όσους έδειχναν ίχνη ζωής.



Το ψυχολογικό μαρτύριο  του Τσαταλτζινού δεν περιγράφεται.

Να βλέπει τις απάνθρωπες πράξεις των στρατιωτών Βουλγάρων  και το μαρτύριο των συμπατριωτών του ήταν ασφαλώς το φρικτότερο, αλλά  ήταν μικρό μπροστά στο μαρτύριο του μητροπολίτη Ασημιάδη που αποτέλεσε την  αποκορύφωσή των φρικαλεοτήτων.

Είδε να τον λογχίζουν, να τον ποδοπατούν, να του αφαιρούν τραβώντας τα γένια και τα μαλλιά, να βγάζουν τα μάτια, τα δόντια και μετά τα εντόσθια και να τα πετούν στο λάκκο με την ασβέστη. Τα είδε δυστυχώς ο Τσαταλτζινός όλα,    περιμένοντας με δέος το δικό του τέλος.

Όταν τέλειωσαν με τους άλλους πήγαν προς το μέρος του και τον λόγχισαν oκτώ φορές.  Έχοντας ικανοποιήσει τα ζωώδη ένστικτά τους, δολοφονώντας τους  υπόλοιπους  και πιστεύοντας πως πέθανε τον έριξαν  στο  λάκκο με την  ασβέστη.                          

      Την στιγμή που τον έριχναν στο λάκκο ακούστηκαν οι καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα αναγγέλλοντας την έλευση του Ελληνικού στρατού.                                                           Οι Βούλγαροι ετοιμάστηκαν να εγκαταλείψουν άμεσα τον τόπο των φρικιαστικών εγκλημάτων τους.

       Ο Τσαταλτζινός αν και βαριά τραυματισμένος, δεν είχε δεχθεί θανατηφόρο χτύπημα.  Μια ξεψυχισμένη φωνή κάτω από αυτόν  ακούσθηκε να λέει,                                     

                                 -«Ζω Γιώργη».

-Μη μιλάς Μιχαήλω, είναι ακόμη αυτοί εδώ, απάντησε ψιθυριστά ο Γιώργης.

Το κακό όμως είχε γίνει. Οι Βούλγαροι βλέποντας τον Μουταφτσή Μιχάλη (παππού της Μιμίκας Μουταφτσή, Τσέλη) να κουνιέται, του έδωσαν τη χαριστική βολή και φεύγοντας άφησαν εντολή σ’ έναν γύφτο και έναν τουρκόγυφτο να σκεπάσουν το λάκκο με  τα  πτώματα.

Ο Τσαταλτζινός μεταξύ ζωής και θανάτου, νοιώθοντας τα χώματα να τον σκεπάζουν κατάφερε να κινηθεί  και γυρίζοντας προς τον τουρκόγυφτο τον παρεκάλεσε να τον αφήσει να ζήσει.

Ο Τουρκόγυφτος βλέποντας τον βαριά τραυματισμένο Τσαταλτζινό, στα κτήματα του οποίου κάποτε δούλευε, ρώτησε.  -εσύ είσαι ρε μπάρμπα Γιώργη?

Ο γύφτος βλέποντας τη σκηνή απείλησε τον Τουρκόγυφτο ότι θα ενημέρωνε  τους Βούλγαρους  για το περιστατικό.

Ο Τουρκόγυφτος τότε πρότεινε στον γύφτο να πάνε μαζί να τους ενημερώσουν.

Την ώρα που ο γύφτος στρέφει την πλάτη του, ο Τουρκόγυφτος σηκώνει το φτυάρι και τον σκοτώνει.

Αγκαλιάζει τον Τσαταλτζινό και τον τραβάει έξω από τον λάκκο λέγοντάς του,

-"έλα ρε μπάρμπα Γιώργη να σε βοηθήσω. Κάποτε έφαγα ψωμί από τα χέρια σου"

Όταν τον έβγαλε του λέει,

-"τώρα κάνε μόνος σου ό,τι μπορείς γιατί κινδυνεύει και η δική μου ζωή"

Σέρνοντας ο Γιώργης κατευθύνθηκε προς τη νότια πλευρά του αυλόγυρου, που τον έζωνε φράκτης. Δίπλα του είδε κάποιον άλλον, επίσης βαριά τραυματισμένο, να σέρνεται κι αυτός προς την ίδια κατεύθυνση.

Όταν φτάσανε στο φράκτη, ο Τσαταλτζινός σύρθηκε αργά, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας το φράκτη. Ο άλλος δεν μπόρεσε να συρθεί και πήδηξε ή έπεσε από το φράκτη, με αποτέλεσμα να χειροτερέψει  η κατάστασή του.

Ο Τσαταλτζινός θέλησε να βοηθήσει αλλά  ο άλλος του είπε,

-τράβα Γιώργη, εγώ τελείωσα και πέθανε.

Σύρθηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, και κρύφτηκε  κάτω από μια μεγάλη συκιά, δίπλα στο σπίτι του Μιχαηλίδη, να πάρει μια ανάσα. Όπως καθόταν πάγωσε όταν ένα τεράστιο φίδι έκανε την εμφάνισή του και πέρασε πάνω από τα πόδια του.

Την ώρα που συνέβαινε αυτό, Βούλγαροι ιππείς, πέρασαν αλαφιασμένοι από  μπροστά του κυνηγημένοι από τον Ελληνικό στρατό και από τους Σιδηροκαστρινούς  που ακούγοντας τις καμπάνες βγήκαν από τα σπίτια τους και πετροβολούσαν τους Βούλγαρους.

Αργότερα όταν εξιστορούσε τα συμβάντα έλεγε πως βλέποντας το φίδι σκεφτόταν πως

«δεν τον σκότωσαν οι Βούλγαροι και θα τον σκότωνε ένα φίδι!!»

Στην περιοχή εκείνη βρισκόταν το σπίτι ενός συνεταίρου του.

Σύρθηκε ως εκεί και μπήκε μέσα.  Ήπιε νερό και τότε άρχισε το αίμα να αναβλύζει από τις πληγές του. Έβγαλε βαμβάκι απο το μαξιλάρι, έκοψε το σεντόνι που βρήκε πρόχειρο με τα δόντια του και έδεσε όπως μπορούσε τις πληγές του, για να περιορίσει την απώλεια του αίματος.

Αποσταμένος τον πήρε ο ύπνος. Γύρισε ο συνεταίρος του και όταν είδε το καταματωμένο σώμα,  κάλεσε τους Έλληνες πλέον στρατιώτες, να τον παραλάβουν επειδή νόμιζε πως ήταν Βούλγαρος. Ο Γιώργης προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι ώστε να τον αναγνωρίσει ο συνεταίρος του αλλά  ήταν πολύ δύσκολο.                                                                            Γύρισε κάποια στιγμή ο τραυματισμένος και ο     συνεταίρος του αναφώνησε .           .                                                                                

                                 -αμάν ο Γιώργης. 

Ο επικεφαλής του αγήματος, που πρώτο έφτασε στο Σιδηρόκαστρο, μαθαίνοντας το βασανισμό   του Τσαταλτζινού έδωσε εντολή στους άνδρες του υγειονομικού,  να φροντίσουν και να επιδέσουν τα τραύματα και μετά  στρατιώτες, πλέκοντας  τα χέρια τους «φωλιά» μετέφεραν τον Τσαταλτζινό στο σπίτι του.

Ο επί κεφαλής αξιωματικός  νοιώθοντας την ανάγκη, να τιμήσει έναν ήρωα, συνόδευσε κι αυτός τον  μεταφερόμενο ως το σπίτι του στο Βαρόσι.

Ο κ. Γιώργος Εχέδωρος  http://www.mikres-ekdoseis.gr στις μικρές αγγελίες του γράφει.

Ο Μέραρχος της έκτης Μεραρχίας Δελαγραμμάτικας, διαταχθείς από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο πήγε στο Σιδηρόκαστρο και διενήργησε έρευνα.

Η τηλεγραφική αναφορά προς τον στρατηλάτη λέει,

« Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι μετά τις πληροφορίες που λάβαμε για σφαγές στο Δεμίρ Ισσάρ, εστάλη αξιωματικός του Επιτελείου που εξακρίβωσε τα παρακάτω:   

Ο Βούλγαρος λοχαγός της χωροφυλακής Μίκτα Μίλεγκώφ με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων συνέλαβε το Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον ιερέα Παπασταύρο, τον προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της Βουλγαρικής Σχολής.                                                                                       .

Όλους αυτούς τη νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός (1913) Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν. Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής.

“Ο αξιωματικός του επιτελείου μου, διέταξε την εκταφή αυτών(των Σιδηροκαστρινών)  για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν».

 Μετά το  τηλεγράφημα που έλαβε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για τις σφαγές των Βουλγάρων, εξοργίστηκε και από το Γενικό Επιτελείο που έδρευε στη Δοϊράνη έστειλε το παρακάτω κείμενο στο Υπουργείο Εξωτερικών: «Έκτη μεραρχία αναφέρει ότι Βούλγαροι στρατιώτες με διαταγή κάποιου λοχαγού της χωροφυλακής συνέλεξαν στο προαύλιο της βουλγαρικής Σχολής το Μητροπολίτη του Δεμίρ Ισσάρ, δύο ιερείς και πάνω από εκατό προκρίτους,τους οποίους κατέσφαξαν.

                                              (Εφημ.27-Ιουνίου-1913)

  Η Μεραρχία διέταξε  την εκταφή των πτωμάτων και βεβαιώθηκε το έγκλημα. Βίασαν παρθένους και μία που αντιστάθηκε την κατέσφαξε. Διαμαρτυρηθείτε με εντολή μου, στους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπόμορφων αυτών τεράτων και σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο και δηλώσατε ότι θα αναγκαστώ με λύπη μου να προβώ σε αντίποινα, για να εμπνεύσω κάποιο φόβο και σκέψη πριν γίνουν τέτοια εγκλήματα. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλες τις φρικαλεότητες των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πια το δικαίωμα να συγκατελέγονται μεταξύ των πολιτισμένων λαών.                    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β’»

Το κείμενο δόθηκε και στον ανταποκριτή των “Times” του Λονδίνου ο οποίος τηλεγράφησε ότι το «Δεμίρ Ισσάρ», το τελευταίο βουλγαρικό φρούριο στη Μακεδονία καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό. Ο ανταποκριτής προσθέτει ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος διαβίβασε σε αυτόν στη Δοϊράνη δριμύτατη τηλεγραφική διαμαρτυρία για την εξακρίβωση των σφαγών του Δεμίρ Ισσάρ.

Έναν  προδότη ονόματι «Φουρτομάρη ή Βουρτουμάρη» που κατέδωσε τους Σιδηροκαστρινούς  τον  συνέλαβαν οι Έλληνες στρατιώτες και τον παρέδωσαν στις γυναίκες, χήρες των σφαγιασθέντων Σιδηροκαστρινών, που είχαν συγκεντρωθεί στην Πράσινη Γωνιά στη στροφή του (τσουκαλά )  Γιαννακόπουλου.

Οδήγησαν τον προδότη στο ποτάμι, στην περιοχή όπου χτίστηκε αργότερα η γέφυρα Καλκάνη και τον λιθοβόλησαν μέχρι που έπεσε αναίσθητος.

Ο αξιωματικός που παρέδωσε τον προδότη στις γυναίκες, τις ρώτησε ποιά είχε τα περισσότερα θύματα.

Του υπέδειξαν την (Βάβο) Πατσαρίζη, μητέρα του νονού μου Γιάννη Πατσαρίζη,  που σπαραξικάρδια αναζητούσε τα δυό παιδιά της τον Χρήστο και τον Θωμά που οι Βούλγαροι είχαν σφάξει.

Της έβαλαν το πιστόλι στο χέρι αλλά ήταν τόσο ταραγμένη και αδύναμη που της έπεσε το πιστόλι από το χέρι. Ο αξιωματικός σήκωσε το πιστόλι το έβαλε και πάλι στο χέρι της απαρηγόρητης μάνας και τη βοήθησε να πυροβολήσει τον προδότη.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Τσαταλτζινός  ταϊζόταν από τους οικείους του (συνήθως  χτυπητό αυγό) με κουταλάκι και ανάρρωνε αργά αλλά σταθερά.

Τα όσα εξιστορούνται από διάφορους καταγραφείς των γεγονότων, της εποχής εκείνης, σχετικά με τα φρικτά βασανιστήρια, που υπέβαλαν οι Βούλγαροι στους Σιδηροκαστρινούς και ιδιαίτερα αυτά που αναφέρονται στην «ΑΣΒΕΣΤΑΡΙΑ», είναι όσα έχουν  καταγραφεί  σε συνέντευξη που έδωσε ο μοναδικός επιζών της Ασβεσταριάς και βιώσας τα μαρτύρια,  Τσαταλτζινός Γεώργιος, στον αξιωματούχο του Επιτελείου της Μεραρχίας, ονόματι Καράσο (δεν είναι σίγουρο το όνομα) και από κάποιον Οθωμανό που παρακολουθούσε από μακριά  τα έκτροπα, σε δημοσιογράφους.

Στα μετέπειτα χρόνια και στην πρώτη επέτειο μνήμης των σφαγιασθέντων στις 27 Ιουνίου, ο Τσαταλτζινός  κλήθηκε επίσημα από την κοινότητα Σιδηροκάστρου,  να παραστεί  στο μνημόσυνο των σφαγιασθέντων.

Στο άκουσμα των πρώτων ονομάτων, κατά το προσκλητήριο των σφαγιασθέντων, ο  Τσαταλτζινός δεν άντεξε.

Ο αγέρωχος αυτός Έλληνας, ο ανυπότακτος Σιδηροκαστρινός, αναλύθηκε σε κλάματα και αποχώρησε από την τελετή.

Έκτοτε την ημέρα του μνημόσυνου αυτού, ποτέ δεν παρευρέθηκε στην τελετή.

Κάθε 27η  Ιουνίου  έπαιρνε το όπλο του και έβγαινε πρωί-πρωί στα βουνά, γιατί δεν άντεχε να ζει το ίδιο μαρτύριο, ακούγοντας τα ονόματα των φίλων και συμπατριωτών του.

Τα χρόνια κύλησαν, ο Τσαταλτζινός ανάρρωσε και συνέχισε με τα καπνά.

Οι μάχες μεταξύ Ελλήνων και Βούλγαρων ήταν πολύ συχνές για την  Μακεδονία.

Ήταν το επόμενο τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ήταν έτοιμο να αφαιρεθεί απ’ αυτήν . Βασικοί διεκδικητές Έλληνες και Βούλγαροι.

Ο Τσαταλτζινός ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για την Ελλάδα και την Ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Στις Εθνικές εκλογές  που έγιναν τον Ιούνιο του 1935, ήρθε σε ρήξη με κομματικούς αντιπάλους, οι οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον εκδικηθούν κάποια στιγμή.

Με την κατάληψη της Ελλάδας το 1941, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τους Γερμανούς, οι Βούλγαροι  κατέλαβαν και πάλι την περιοχή και στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν την Μακεδονία στη Βουλγαρία, άρχισαν να πιέζουν τους Έλληνες να εκβουλγαρισθούν φέρνοντας δασκάλους  και ιερείς Βούλγαρους.

Ωμότητες, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, κλοπές, φόνοι ξανάρθαν και πάλι στο προσκήνιο.

Ταυτόχρονα γνωρίζοντας οι Βούλγαροι τους αγώνες των Μακεδονομάχων,  έσπευσαν να εξουδετερώσουν κάθε στοιχείο που ήταν ενταγμένο στον Μακεδονικό αγώνα και που ήθελε την Μακεδονία Ελληνική.

Οι προδότες ποτέ δεν έλειψαν από την Ελλάδα.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1942   Βούλγαροι στρατιώτες καθοδηγούμενοι από  κάποιον προδότη ονόματι Ντόντσιο (αρχικομιτατζή ίσως του καζά Πετρίτσης), ψάχνουν σπίτι - σπίτι  συγκεκριμένων Σιδηροκαστρινών, Ελλήνων πατριωτών και συλλαμβάνουν αρκετούς  και μεταξύ αυτών τους Δράμαλη,  Μόρφη,  Χίτζο, και Τσαταλτζινό που βρισκόταν την ώρα εκείνη στην αυλή του, τους οδηγούν έξω από το Σιδηρόκαστρο, και τους εξαναγκάζουν σε αγγαρεία.                                                                                                                                               

 [Αναρωτήθηκες ποτέ σου για ποιό λόγο κυνηγούσαν και το 1913 και το 1942 τον παππού σου και δεν κυνήγησαν τον τάδε, τον τάδε, τον τάδε.... με ρώτησε ο υπερήλικας κύριος Κατσαντώνης Ιωάννης (Γιαννάκος) και μου αράδιασε ένα σωρό ονόματα, που δεν έπαθαν τίποτε από τους Βούλγαρους). Ήταν  Μακεδονομάχος Γιώργο μου! Να είσαι περήφανος για τον παππού σου και για τους γονείς σου!]

Κάποια στιγμή ο Τσαταλτζινός αντιδρά στα χτυπήματα   και την πίεση των Βουλγάρων (βρίζει ή χτυπάει κάποιον, υπάρχει σκοτεινό σημείο).

Οι Βούλγαροι αρχίζουν και τον  χτυπούν ανελέητα, ακόμη και όταν πέφτει αιμόφυρτος και αναίσθητος στο έδαφος.

Όταν κορέσθηκε το κτηνώδες μίσος των απαίσιων  δολοφόνων έφυγαν.

Οι τρεις αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του νέου βασανιστηρίου του Τσαταλτζινού (κατέθεσαν ενόρκως το 1964  σε δικαστικό λειτουργό στο Ειρηνοδικείο Σιδηροκάστρου, το περιστατικό του φονικού ξυλοδαρμού) τον μεταφέρουν με τα χέρια αναίσθητο στο σπίτι του.

Ήταν  7 Φεβρουαρίου  1942

Καλείται να τον εξετάσει ο φιλέλληνας Βούλγαρος γιατρός Ποπώφ, που αποφαίνεται στους οικείους του, πως ο χτυπημένος δεν έχει πάνω από 24 ώρες ζωή, αφού διέγνωσε σοβαρή εσωτερική αιμορραγία.

Την επόμενη ημέρα 8 Φεβρουαρίου 1942 υπέκυψε στα τραύματά του.

-¨Όσο κι αν μισώ τους Βούλγαρους, δυστυχώς, Βούλγαρος γιατρός διέγνωσε το θάνατο του Γιώργη μου και Βούλγαρος παπάς, διάβασε την εξόδιο ακολουθία, έλεγε αργότερα η σύζυγός του, χήρα Ασπασία.

Το πιστοποιητικό  Θανάτου  υπογεγραμμένο από τους  δοτούς  τότε, Δήμαρχο  και τον φαρμακοποιό του Σιδηροκάστρου, αντίθετους πολιτικά με τον Τσαταλτζινό, αναφέρει καρδιακή προσβολή ή πνευμονικό οίδημα, χωρίς να αναφέρουν  πουθενά πως το κορμί του ήταν κατάμαυρο από το ξύλο της προηγούμενης ημέρας  από τους Βούλγαρους και είχε εσωτερική αιμορραγία.

Η σκοπιμότητα ήταν εμφανής.

Απέκρυψαν έντεχνα τον ανελέητο ξυλοδαρμό του, φοβούμενοι πως  θα τον ηρωοποιούσαν στα μάτια των Σιδηροκαστρινών και ασφαλώς θα έβλαπταν την εικόνα του Βουλγάρικου στρατού.

Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, απαλλασσόταν από ένα τσιμπούρι (Μακεδονομάχο) και  συνέχιζαν το επαίσχυντο έργο τους, τον εκβουλγαρισμό της περιοχής.

Η αλήθεια είναι πως από τους αείμνηστους  γονείς μου Τσαταλτζινό Χάρη και Χρυσούλα καθώς και τους  θείους μου Παρέτσο  Γιώργο και Μαρίκα και τη γιαγιά Ασπασία, που θυμάμαι αμυδρά, ποτέ δεν άκουσα το παραμικρό, για την πολυβασανισμένη ζωή και το θάνατο του παππού μου.

Απέφευγαν να μιλήσουν μπροστά μας, ίσως επειδή δεν ήθελαν να ξαναζήσουν νοερά τον πόνο που έζησαν ή δεν ήθελαν να δημιουργήσουν με την εξιστόρηση πρόβλημα στις παιδικές μας ψυχές.

Μόνο κάτι για την επιστροφή του πατέρα μου και του θείου μου από το μέτωπο της Αλβανίας και την πολύπαθη ζωή τους σαν  «τουρντουβάκια» (όμηροι).

Το 1922 στις 6 Αυγούστου,  το Σιδηρόκαστρο με κάθε επισημότητα, έκανε την μετακομιδή των οστών των σφαγιασθέντων, από την Ασβετσαριά στο Ηρώον, που είχε στηθεί για να τιμήσει τους

             « ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ»

πεσόντες  του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και τα ονόματα των οποίων, γράφτηκαν σε πλάκες με χρυσά γράμματα.

Το 1941 οι Βούλγαροι μεταξύ άλλων, ανατίναξαν και το Ηρώον.

Ο Παναγιώτης Βονίτης το 1956 το αναστύλωσε, επαναφέροντάς το στην αρχική του μορφή.   Στο αναστυλωμένο Ηρώο ο τότε Δήμαρχος φρόντισε να γραφούν τα ονόματα όλων των πεσόντων, των  Α’ και Β’ παγκοσμίων πολέμων, καθώς και όλων των δολοφονηθέντων από του Βούλγαρους.

Στο βιβλίο της κυρίας Τουλούδη Άννας «ΣΙΝΤΙΚΗ» (σελ 157) διαβάζουμε:

        «Δυστυχώς το 1960 ο νέος Δήμαρχος Αλέκος Ττιανταφυλλίδης απεφάσισε την κατεδάφιση του Ηρώου για να κτιστή στο μέρος αυτό (γήλοφος στο κέντρο της πόλης) Τουριστικό περόπτερο. Τα οστά του μητροπολίτη Ασημιάδη και των άλλων σφαγιασθέντων Σιδηροκαστρινών, φιλοξενήθηκαν στο Οστεοφηλάκιο του εξωκκλησίου  του προφήτη Ηλία».

Το 1998 η Δήμαρχος Αγγελική ΧηΕυαγγέλου, μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Ιωάννη έκτισε στο χώρο της Ασβεσταριάς οστεοφυλάκιο στο οποίο μεταφέρθηκαν τα οστά των σφαγιασθέντων του 1913 και πάνω από το οποίο έγινε το σημερινό Ηρώο.

Είναι οξύμωρο  να μνημονεύονται τα ονόματα όλων των  ηρώων και να μη βρίσκονται τα οστά τους στον χώρο του Ηρώου. Θα έπρεπε στο νέο μνημείο στο ορφανοτροφείο, να περιλαμβάνονται τα ονόματα όλων, όσων έχασαν τη ζωή τους στους παγκόσμιους πολέμους και κατά τις περιόδους  κατοχής, από τους Βούλγαρους, όπως στο παλιό Ηρώο.

«Εχύθηκε πολύ αίμα Γιώργο μου στο Σιδηρόκαστρο, αίμα αθώων, αίμα ηρώων, και θα πρέπει να το τιμούμε δεόντως". Ήταν τα λόγια της νονάς μου κυρίας Πατσαρίζη Αφρούλας, σε πρόσφατη συνομιλία που είχαμε.

Τα όσα πρωτοφανή ακόμη και για εκείνη την εποχή, των τακτικών πολέμων, των παθών και του μίσους, συνέβησαν στο Σιδηρόκαστρο, σε βάρος άοπλων ανθρώπων και μάλιστα χριστιανών από χριστιανούς είναι αδιανόητα.

Δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεχνιούνται, γιατί είναι η ιστορία μας και ασφαλώς πρέπει να τιμούμε, αυτούς που έχυσαν το αίμα τους για να ζούμε εμείς ελεύθεροι σαν Έλληνες.

Ο Αθηναίος Περικλής στον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη (κεφ. 36) είπε :

«Ἄρξομαι δέ ἀπό τῶν προγόνων πρῶτον, δίκαιον γάρ αὐτοῖς καί πρέπον δέ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τήν τιμήν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι.

Τήν γάρ χώραν, οἱ αὐτοί αἰεί οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε  ἐλευθέραν  δι’  ἀρετήν  παρέδοσαν.

 (Θα  αρχίσω  δε  πρώτα  από τους προγόνους, γιατί είναι δίκαιο και πρέπον συγχρόνως σε περίπτωση όπως η σημερινή, να αποδίδεται σ’ αυτούς η τιμή αυτή της μνημόνευσης. Διότι κατοικώντας οι ίδιοι πάντα αυτήν την χώρα, καθώς η μια γενιά διαδέχονταν την άλλη, μας την παρέδωσαν με την ανδρεία τους ελεύθερη μέχρι τώρα).

Το χρονικό αυτό δεν αποσκοπεί στο  να  αναμοχλεύσει παλιές έχθρες, μίση και πάθη προς τον γειτονικό λαό, με τον οποίο αποβλέπουμε ειρηνική γειτονία και συμβίωση σύμφωνα με τους κανόνες καλής γειτονίας. Είναι όμως ιερή υποχρέωση όλων μας να αντιμετωπίζουμε  δεόντως, με την πρέπουσα σοβαρότητα τους ήρωες, και να αποτείουμε φόρο  τιμής  κι  ευγνωμοσύνης  σ’  αυτούς  που  έχυσαν το  αίμα  τους,  για  να  ζούμε  σήμερα  εμείς  ελεύθεροι.

Η μη ανάγνωση (επειδή ήταν δυσανάγνωστο όπως είπαν ) του ονόματος του Τσαταλτζινού Γεωργίου κατά το προσκλητήριο νεκρών, στην τελετή των 100 χρόνων, την 27-6-2013 από τη σφαγή των Σιδηροκαστρινών, ήταν η αιτία να γραφεί αυτό το χρονικό.

«Ουδέν κακόν αμοιγές καλού».  Δυστυχώς το ίδιο συνέβη και το 2014 (ενώ εξεδόθησαν νέες καθαρογραμμένες λίστες, διαβάστηκαν τα ονόματα πάλι από τις παλιές) και εκεί στο Σιδηρόκαστρο διδάχθηκα εκείνο το «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού»  Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων. Η αποκατάσταση και η πρόσκληση του ονόματος κατά την ανάγνωσή τους από τις  λίστες  έγινε το 2015 με την νέα Δημοτική αρχή την οποία δεν θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω, επειδή θεωρώ υποχρέωση της πολιτείας να τιμάει τους νεκρούς της. Θεωρώ όμως αναγκαίο να συγχαρώ τον κ Δομουχτσίδη που έπραξε αυτό που έπρεπε, την αποκατάσταση του ονόματος και της μνήμης του νεκρού Τσαταλτζινού Γ.

Οι λίστες (εξεδόθησαν αρχικά το 1914) που ακολουθούν στις επόμενες σελίδες περιέχουν τα ονόματα των ηρώων που είχαν γραφεί με χρυσά γράμματα στο παλιό Ηρώο που είχε αναγείρει,

«Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

                        ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΗΣ». 

Ευχαριστώ:  Την εξαδέλφη μου Βασιλική Παρέτσου, τις πληροφορίες της οποίας θεωρώ πως είναι οι  πλέον σημαντικές και αξιόπιστες,  αφού προέρχονται από τη  γιαγιά μας Ασπασία (Πασώ) σύζυγο του Τσαταλτζινού Γεωργίου  και τους γονείς της και θείους μου Μαρίκα και Γιώργο Παρέτσο με τους οποίους ζούσε στο ίδιο σπίτι.

Την κυρία Αφρούλα Πατσαρίζη (νονά μου) για τις διορθώσεις στα γεγονότα.

Τον κύριο Κατσαντώνη Ιωάννη (Γιαννάκο) ο οποίος μου αποκάλυψε τα ονόματα μιας ομάδας Μακεδονομάχων, που ποτέ έως τώρα δεν άκουσα (έχω διαβάσει ονόματα βαθμοφόρων πρακτόρων αλλά όχι απλών μελών) από κανέναν και δεν νομίζω πως γνώριζε κανείς στο Σιδηρόκαστρο, εκτός από τους μετέχοντες του Μακεδονικού αγώνα που ήταν απόλυτα εχέμυθοι.                                 

Τον κύριο Παπακωνσταντίνου Κωνσταντίνο, για τις πληροφορίες που μου έστειλε, σχετικά με τα γεγονότα όπως αυτός τα άκουγε και για τις διορθώσεις και επισημάνσεις περιστατικών και για την επισήμανση του περιστατικού με τον προδότη.

Το ζεύγος Γεωργίου και Ευδοκίας Φουρτούνα για τις διορθώσεις, επισημάνσεις και διευκρινήσεις σημείων των ιστορικών γεγονότων.

Ξάνθη  4-5-2014        Τσαταλτζινός Γεώργιος                         

Εγγονός του δολοφονηθέντα από τους Βούλγαρους Τσαταλτζινού Γεωργίου

e-mail:  gtsataltzinos@yahoo.gr                                                             

 ΔΗΜΟΣ ΣΙΝΤΙΚΗΣ

Δ.Ε. ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ                             Τυπώθηκαν  Μάρτιο 2014

                                                           Παρελήφθησαν εν Ξάνθη 2-4-2014  Γ.Τ.

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΝΕΚΡΩΝ

                         (1)-------------------

Λοχαγοί 

      Αγγελίδης Αγγελος - Κοκολέτσος -  Πανταζής - Στιβαρός Θεόδωρος

Λοχίας  

      Κώτσιου Γάκης

Στρατιώτες

      Ιατρίδης Μαρουδής  -   Κίμογλου Ιωάννης  -  Κώττης Ιωάννης

        Καλαψούδης Χρυσόστομος -  Μπεκιάρης Ιωάννης

       Παπαβασιλείου Κων/ντίνος .- Πετροβινός Ιωάννης -  Σιώτος Γεώργιος       

       Ταμπάκης Μάρκος -  Φυτάς Κων/ντίνος

Έπεσαν μεχόμενοι στους πολέμους 1912-1922

                                    (2)--------------

Μητροπολίτης

Κων/ντίνος

 Ιερεύς

Παπασταύρου

Πολίτες

Αγγελίδης Ιωάννης - Αγγελίδης Θωμάς-Αμπατζής Θεόδωρος

 Ανδρέου Ιωάννης- Αραμπατζίδης Ιωάννης- Αβράμης Αβράμης

Βαζδέκας Πέτρος - Βαζδέκας Ιωάννης  - Βαργεμέζης Ιωάννης

Γεωργίου Φεβρονία-ΓκάλιοςΑθανάσιος-ΔαλαμπίραςΚων/ντίνος

Δάσκαλος Δανιήλ- Δραγκάτσης Κων/ντίνος - Δραγκάτσης Ηλίας

Ηλιάδης Ηλίας      - Ηλιάδης Νικόλαος         - Ιωάννου Στέφανος

Ιωάννου Δημήτριος- Κεφαλίδης Ευθύμιος  - Κώττης Κων/ντίνος

Κέκας Ιωάννης    -  Κουτάρης Δημήτριος   -   Καλέας Αθανάσιος   

Καλέας Γεώργιος  - Κούκκος Κώστας  -   Καραγκιόζης Γεώργιος

Καϊμακάμης Βασίλειος-ΚατσάρηςΓεώργιος-Κατσάρης Λάσκαρης

Κατσάρης Παντελής -  Κοτζιάς Ιωάννης        -   Λούμπινος Ηλίας      

Μουταφτσής Μιχαήλ - Μπογιατζής Αντώνιος  - Μπουτσούκης Δημήτριος,-Μάλαμας Νικόλαος - Μπουτσούκης Χρήστος   - Μόκκας Κων/ντίνος  Μανατέλας Γεώργιος - Μπογιατζής Ιωάννης       ΝτάκουΑθανάσιος-ΟυζούνηςΑναστάσιος- Παπαχαριζάνου Θωμάς

       Παπαδόπουλος Γεώργιος - Πραγματευτής Νίκος

Πατσαρίζης Χρήστος      - Πατσαρίζης Θωμάς -    Ραϊκοφτσαλίδου Αγαθή

Σιμέτσιος Μανώλης  - Σαπουντζής Κων/ντίνος - Σούλτης Ιωάννης

Σωτηρίου Κων/ντίνος -  Συκοβάρας Θεόδωρος  -                    Σακκάρης Κων/ντίνος - Τσουλάκης Τασάκης -   Τσουλάκης Ηλίας           Χαριζάνος Κων/ντίνος -Χαβαλέντσης Γεώργιος - Χαριζάνου Ιωάννης    - Χαβαλέντσης Ιωάννης         Χατζής Ιωάννης           Χατζησουτράς Δημήτριος                                            -

Θανατώθηκαν από τους Βουλγάρους την 27η Ιουνίου 1913

                                    (3)--------------------

Αναστασίου  Αλέξης - Ανθήμου  Ιωάννης - Άρσος  Θωμάς

Ασίκης  Διογένης -    Βερβέρης  Γεώργιος -   Βούτσιος  Ιωάννης Γούσκας  Ανδρέας -   Γούσκας  Νικόλαος -    Γιούρης  Εμμανουήλ Γιάγκος  Μίχος -   Γρηγοριάδης  Αιμίλιος - Δοδακόπουλος  Μιχαήλ

Δανιηλίδης  Θεοφάνης - Ζαχαρής  Στέφανος - Θεοχάρης  Μιχάλης- Κατσάρης  Μιχαήλ - Κουμλής  Εμμανουήλ -  Κωνσταντάς  Εμμανουήλ-Κασίναλης  Γεώργιος - Καϊμακάμης  Χαράλαμπος - Καραντζούλης Θεόδ.-Καϊτατζής  Ιωάννης - Κούκκος  Ηλίας - Κούκκος Εμμανουήλ-Λουκέρης  Αρχοντής - Λουκέρης  Ιωάννης - Λουκέρης  Αθανάσιος-Μάλης  Γεώργιος - Μαρβάκης  Σταύρος - Μπονέρης  Κλωνάρης-Μουσλής  Θεοφάνης - Μπάμπας  Αργύριος - Νάσκος  Εμμανουήλ

Παπαδημητρίου  Αντώνιος - Πορπατινέλης  Ιωάννης

Πασχαλιέρης  Διαμαντής - Πασχαλιτσέρης  Πασχάλης

Ράσιος  Αθανάσιος- -Σκαρλάτος  Νικόλαος - Σφήκας  Γεώργιος

Σκόδρας  Γεώργιος - Τζανλής  Βασίλειος - Τζωάνος  Κων/ντίνος

 Τσέκος Τάκος -    Τσιγγελής Αντώνιος -    Τικπασάνης Ιωάννης

Τικμπασάνης Νικόλαος - Τριανταφύλλου Λάζαρος

Ταλιουρίδης Κων/ντίνος - Τζαμπάζης Λάζαρος - Χατζηβάντσης Θωμάς-Χατζηβάντσης Κων/ντίνος - 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Πέθαναν ως όμηροι στην Βουλγαρία κατά τα έτη 1917-1918

                            (4) -------------------

        Ανθυπολοχαγοί 

               Αγγελίδης Ανδρέας - Διαμαντίδης Διαμαντής - Μόκκας Γεώργιος  -    Παζαρλής Χρήστος -    Τσολακίδης Ματθαίος

         Στρατιώτες

                                Γουρνέλης Αλέκος - Κούκκος Νικόλαος - Μανασής Νικόλαος

Ντρέντσιος Κυριάκος - Μανώλης Χρήστος - Χατζηδιαμαντής Γαβριήλ

Έπεσαν μαχόμενοι στους μετέπειτα πολέμους

                              (5)-------------------

Αγριανίδης Χαράλαμπος - Αγριανίδης Σταύρος - Γιαμαλής Ιωάννης-Δεσποτίδης Ιωάννης - Κατεγιαννίδης Βασίλειος - Λυρίδης Δημήτριος-Λασκαρίδης Γεώργιος - Λασκαρίδου Κατίνα - Λουκέρης Αθανάσιος-Μουράβας Στυλιανός- -Νάσκου Γεώργιος - Ραϊκόφτσαλης Ορέστης-Σατραζάνης Στέργιος - Σιατίσταλης Γεώργιος - Σορώτος Απόστολος-Τσαταλτζινός Γεώργιος -  Χατζής Δημήτριος

Θανατώθηκαν κατά τα έτη 1941-1944 από τους Γερμανούς και τους  Βουλγάρους.

                                         (6) -------------------

Αντ/ρχης

       Ιωαννίδης  Πέτρος

Επίλαρχος

Στεφανίδης  Θεοδόσιος

Υπολ/γός

Θεοφάνους  Ανέστης

Ανθ/γοί

Ασίκης  Πέτρος - Ράπτης  Αθανάσιος -  Χαϊδευτός  Άγγελος

Λοχίας

         Μπορόζης  Θεόδωρος

Στρατιώτες

Ασλανίδης  Αντώνιος - Βουσδούκας  Μιχαήλ - Βογιατζής  Μιχ.

Γεωργίου  Ιωάννης -   Γιαννακού  Ιωάννης -   Γούτσης  Κων/ντίνος-Δράμπας  Απόστολος - Δράμαλης  Πασχάλης - Ερνίκιολης  Δημήτριος-Κουνδουράς  Γεώργιος -  Κίμογλου  Ιωάννης - Κουναλάκης  Γεώργιος-Καρπουχτσής  Παντελής - Κεμανετζής  Γεώργιος -  Κύπρου  Φλώρος-Καράκαρης  Γεώργιος  Καρανικόλας  Αργύριος - Μανούσης  Δημήτριος

Μόρφης  Αθανάσιος - Μπεκιάρης  Στέργιος - Παρίσης  Γεώργιος

Παντζαλής  Παναγιώτης- Παναγιωτίδης  Αχιλλεύς -ΡούπαςΑντών.

Σεβασλίδης  Θεόδωρος - Σκαρλάτος  Αθανάσιος - Συμεωνίδης  Γεώργιος-Τσίπης  Ελευθέριος  -  Τσαϊρας  Ηλίας - Τακτάκης  Ζαφείριος-Χουλιαράς  Πολυχρόνης -  Χαβαλέντσης  Θωμάς

Πολίτες

 Ασλανίδης  Κων/ντίνος - Βαμβακάς  Αναστάσιος - Βέτσος  Χρήστος - Βαβαλής  Γεώργιος -    Γρεασίδης  Ιορδάνης -  ‘Ζωηρός  Κων/ντίνος- Καλαϊτζής  Άγγελος  -  Καρακελίδης  Παντελής  -  Κιοσσές  Ιωάννης- Κατιρτζόγλου  Θεόφιλος - Κατσάνης  Κων/ντίνος - Καλτζίδης  Γεώργιος-Καλτζίδης  Ηλίας - Κουντουράς  Πέτρος - Καλογερίδης  Νικόλαος- Καρατζίδης  Θεόδωρος -  Μουμτζίδης  Χρήστος - Παπαδόπουλος  Γεώρ. Στάγκος  Αργύριος - Σοκολίδου  Κατίνα - Τοπούζης  ΘεόδωροΤοπούζης  Αργύριος - Τσούμπανος  Στέφανος - Τσούμπανου  Μαρία -Τσαβλάκου  Χρυσούλα -Χρυσοχοϊδης  Ανέςστης.                  

                                 Τσαταλτζινός Γεώργιος Νοέμβριος 2016

 

           

           

           

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη