Άρειος Πάγος: Πλήρης καταβολή δεδουλευμένων σε συμβασιούχους, ακόμη κι αν κριθεί άκυρη η σύμβαση


Μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση για το συμβασιούχους έλαβε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία αναγνώρισε ότι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με κάθε μορφής σύμβαση, δικαιούνται πλήρη καταβολή των δεδουλευμένων τους, ακόμη και εάν οι συμβάσεις τους έχουν κριθεί άκυρες.

 

Υπενθυμίζεται πως με το μέχρι σήμερα ισχύον νομικό πλαίσιο, εάν η πρόσληψη δεν ήταν νόμιμη τότε ο εργαζόμενος έχανε όχι μόνο τη δουλειά του αλλά και τα δεδουλευμένα του παρόλο που το Δημόσιο ή οι λοιποί φορείς του δημοσίου τομέα αποδέχονταν κανονικά την εργασία του

απόφαση της (υπ’ αριθμ. 4/2021) Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι κατά την ορθή έννοια του νόμου, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, αλλά και γενικότερα σύμβασης παροχής υπηρεσιών (συμβάσεις έργου, ορισμένου χρόνου, stage, κ.λπ.), ο πλουτισμός του εργοδότη συνίσταται σε αυτήν καθ’ εαυτήν την εργασία που ο εργοδότης έλαβε και η οποία ενσωματώθηκε στην υπάρχουσα περιουσία του, από την οποία και δεν μπορεί πλέον να αποχωρισθεί.

 

Και ο πλουτισμός αυτός υπάρχει, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση είναι έγκυρη ή άκυρη: Εφόσον η σύμβαση είναι έγκυρη, ο εργαζόμενος θα λάβει ό,τι προβλέπει η σύμβασή του, αρκεί ο μισθός του να μην υπολείπεται του νομίμου. Αν όμως η σύμβαση είναι άκυρη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιτρέπεται να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος στην περίπτωση αυτή θα λάβει την αμοιβή την οποία θα κατέβαλλε αναγκαστικά ο εργοδότης για την ίδια εργασία σε άλλο πρόσωπο με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα του απασχοληθέντος, με έγκυρη σύμβαση εργασίας.

 

Και η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις ή, αν δεν υπάρχουν τέτοιες, η αμοιβή που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας.

 

Το αν θα απασχολούσε ή θα μπορούσε νομίμως να απασχολήσει άλλον εργαζόμενο ή όχι δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού ο εργοδότης έλαβε την εργασία, η οποία έχει περιουσιακή αξία και εντάχθηκε στην περιουσία του. Τον πλουτισμό αυτόν ο εργοδότης –ακόμη και αν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή άλλος φορέας του Δημόσιου τομέα– οφείλει να τον επιστρέψει στον εργαζόμενο.

 

Όπως υπογραμμίζει η Ολομέλεια, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος για τις προσλήψεις στο Δημόσιο (άρθρο 103 Συντάγματος και ο Ν. 2190/1994) δεν αποκλείουν το γεγονός ότι ο εργοδότης ωφελήθηκε από την εργασία, αλλά ούτε αποτελούν δικαιολογία για να διατηρήσει το Δημόσιο την ωφέλεια που απέκτησε από την παρασχεθείσα εργασία του εργαζομένου. Αντίθετα, το γεγονός ότι η πρόσληψη δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των επίμαχων αυτών νομοθετικών διατάξεων αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

Η υπόθεση που κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (Πρόεδρος η Αγγελική Αλειφεροπούλου και εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη) αφορούσε εργαζομένους στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου οι οποίοι εμφανίζονταν προσχηματικά ως μαθητευόμενοι (stagiers) ενώ στην πραγματικότητα –όπως είχε κρίνει και το Εφετείο Λάρισας– παρείχαν επί πολλά χρόνια κανονικά την εργασία τους όπως και υπόλοιποι συνάδελφοί τους που απασχολούνταν με (έγκυρη) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

 

Την υπόθεση αυτή από την πλευρά των εργαζομένων χειρίσθηκαν ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτριος Βερβεσός και οι Δικηγόροι Διονύσης Καλαματιανός και Δημήτριος Βασιλείου. Επί του επίμαχου θέματος είχε γνωμοδοτήσει θετικά υπέρ των εργαζομένων ο Καθηγητής Εργατικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Ζερδελής.

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη