Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ υπήρξε φιλόσοφος και συγγραφέας. Εξαιτίας της προκλητικής γραφής και των ιδεών του, πέρασε είκοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά.
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1740 στο Παρίσι από
αριστοκρατική οικογένεια, ο Δονάτος Αλφόνσος Φραγκίσκος Μαρκήσιος του Σαντ από
μικρός ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και
έκτοτε αποτέλεσαν τις αγαπημένες του ασχολήσεις.
Τη βιογραφία του συνθέτουν ένας γάμος το 1763 με τη
Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ, γόνο μιας οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης,
ερωμένες, όργια με πόρνες τις οποίες αρεσκόταν να κακοποιεί, καταδίκη σε θάνατο
για σοδομισμό και απόπειρα δηλητηριασμού, δραπέτευση στην Ιταλία, νέα σύλληψη,
νέα απόδραση στο σπίτι της γυναίκας του στην Προβηγκία, απανωτά σκάνδαλα και
δίκες, καθώς και αδιάκοπες φυλακίσεις από τα 23 του χρόνια ως το θάνατό του, το
1814.
Στη φυλακή, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ασχολείται με τη
συγγραφή διηγημάτων, θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων. Ουσιαστικά, τα κελιά
όπου πέρασε πολλά χρόνια από τη ζωή του «γέννησαν» και έδωσαν νόημα στα έργα
του, τα οποία, αν και ιδιαίτερα αξιόλογα, ήταν άγνωστα για αρκετά χρόνια στο
ευρύ κοινό καθώς η έκδοση των βιβλίων του συναντούσε την αντίδραση των
συντηρητικών κύκλων. Στο έργο του ανακαλύπτουμε έναν αντισυμβατικό συγγραφέα
που μάχεται την καθεστηκυία τάξη και έναν φανατικό αντιθεϊστή. Υπερασπίζεται το
δικαίωμα των γυναικών στον έρωτα και στη σεξουαλική απόλαυση, γεγονός
επαναστατικό για την εποχή του.
Τα «Ζιστίν» (1791), «Ζιλιέτ» (1798) και «120 μέρες στα
Σόδομα» (1780) –μερικά από τα πιο γνωστά του έργα– παραβαίνουν τους ηθικούς
νόμους της τότε συντηρητικής κοινωνίας και παρουσιάζουν ως ανώτατη αξία στη ζωή
την ηδονή και την ατομική ικανοποίηση γενικότερα. Πρόκειται για έργα που
εξυμνούν την ακραία μορφή της ελευθερίας –κάτι για το οποίο καταδικάστηκε να
περάσει πολλά χρόνια από τη ζωή του φυλακισμένος.
Ο Σαντ θεωρήθηκε μέγας πορνογράφος και μαζί ένας
φιλόσοφος της ελευθεριότητας, ένας εξερευνητής των ανθρώπινων ορίων. Όμως η
ασέλγεια, στο έργο του, δεν είναι παρά γλωσσική πραγματικότητα. Το πραγματικό
και το βιβλίο διαχωρίζονται, κι εκείνος επιχειρεί εμφατικά να τονίσει αυτή τη
συνθήκη. «Ναι», γράφει, «είμαι ένας ακόλαστος, το παραδέχομαι: συνέλαβα ό,τι
μπορεί να συλλάβει κανείς σχετικά με την ασέλγεια, αλλά σίγουρα δεν έκανα όλα
όσα συνέλαβα και σίγουρα δεν θα τα κάνω ποτέ. Είμαι ένας ακόλαστος, αλλά δεν
είμαι εγκληματίας ούτε φονιάς».
O σαδισμός
Τον όρο σαδισμό (sadisme) εισήγαγε ο γερμανός ψυχίατρος
Richard von Krafft-Ebing και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 στο έργο
του Psychopathia Sexualis. Η σημασία του έχει να κάνει με την επίδραση της
σκληρότητας στη σεξουαλική διέγερση με την επιβολή σωματικού ή νοητικού πόνου ή
και των δύο παράλληλα. Η αίσθηση σεξουαλικής ευχαρίστησης παράγεται από μία
αρχική επιθυμία του υποκειμένου να πονέσει, να πληγώσει ή ακόμα και να
καταστρέψει το σεξουαλικό αντικείμενο, ώστε να επιτευχθεί η σεξουαλική
ευχαρίστηση.
«Η σκληρότητα είναι απλώς η ανθρώπινη ενέργεια που ο
πολιτισμός δεν αλλοίωσε ακόμα ολότελα: είναι λοιπόν αρετή, όχι βίτσιο».
Απόψεις, όπως αυτή, του Μαρκησίου ντε Σαντ, καθώς και η σεξουαλική δράση σε
έργα του συνέτειναν στο να δανείσει μεταθανάτια το όνομά του στον
ψυχοπαθολογικό αυτό όρο.
Ο Σαντ, το έργο του και ο όρος σαδισμός έχουν επηρεάσει
ψυχολόγους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες και συνεχίζουν να επηρεάζουν ακόμα και
σήμερα.