Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης
Ο θάνατος του Ντόναλντ Ράμσφελντ, την περασμένη Τρίτη, σε ηλικία 88 ετών, αποτέλεσε την αφορμή να ξαναθυμηθεί ο πλανήτης, αυτό που η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» χαρακτήρισε ως «το μεγαλύτερο στρατιωτικό φιάσκο στην ιστορία των ΗΠΑ: Την εισβολή το 2003 στο Ιράκ για την αναζήτηση των ανύπαρκτων όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ».
Ανεξάρτητα από το ότι ο «Guardian» προσπερνά, στο
παραπάνω σχόλιο, την ταυτόσημη, με των ΗΠΑ, στάση της Βρετανίας έναντι του
Ιράκ, τότε, παραμένει γεγονός ότι ο Ράμσφελντ ήταν ίσως το τελευταίο,
εμβληματικό «γεράκι» του στρατιωτικο-βιομηχανικού και πολιτικού συμπλέγματος
των ΗΠΑ, της γενιάς του Ψυχρού Πολέμου.
Και το ίδιο αμετανόητος μέχρι το τέλος.
«Υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζουμε ότι τα
γνωρίζουμε»...
Ντοκουμέντα που είδαν το φως της δημοσιότητας το 2016
τεκμηρίωσαν αυτό που ήταν κοινός τόπος για τους πάντες από την αρχή της
εισβολής: Ότι ο Ράμσφελντ και, κατ' επέκταση, η αμερικανική κυβέρνηση, γνώριζε
πολύ καλά τα «κενά» των αναφορών των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ σχετικά με το
θρυλούμενο «οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής» του Ιράκ, γνώση η οποία, βέβαια,
δεν τον εμπόδισε διόλου να υπερασπίζεται αυτό το αφήγημα με την βεβαιότητα του
αδιαμφισβήτητου γεγονότος.
Το να αναλαμβάνεις την «χρέωση» της επικοινωνιακής
«ζύμωσης» ενός τέτοιου νοσηρού παραμυθιού θέλει και ένα ταλέντο, ακόμη κι αν
είσαι ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ που ετοιμάζοντας την εισβολή στο Αφγανιστάν
μετά την 11η Σεπτεμβρίου είχες «σαγηνεύσει» το τηλεοπτικό κοινό.
Ο Ράμσφελντ είχε πολλά ταλέντα - όλα τους άσχημα - αλλά το ταλέντο της
επικοινωνιακής διαχείρισης στα δύσκολα, δεν το είχε. Το ρητορικό «παραλήρημά»
του για το «οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής» που δήθεν «διέθετε» το Ιράκ, το
αποδεικνύει. Και παρά το ότι έμεινε για πάντα γκροτέσκο σύμβολο κρατικής
προπαγάνδας, παραμένει επίσης άλυτος «γρίφος» το τι ήθελε τελικά να πει:
«Οι αναφορές που λένε ότι κάτι δεν έχει συμβεί έχουν
πάντα ενδιαφέρον, επειδή όπως ξέρουμε υπάρχουν γνωστά άγνωστα. Υπάρχουν
πράγματα που γνωρίζουμε ότι τα γνωρίζουμε. Επίσης γνωρίζουμε ότι υπάρχουν
γνωστά άγνωστα. Δηλαδή γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν
γνωρίζουμε. Όμως υπάρχουν και άλλα άγνωστα άγνωστα, εκείνα που δεν γνωρίζουμε
ότι τα γνωρίζουμε. Και εάν κάποιος μελετήσει την ιστορία της χώρας μας και
άλλων ελεύθερων κρατών, η τελευταία κατηγορία είναι εκείνη που αποτελεί την πιο
δύσκολη»...
Ανεπιθύμητος ακόμη και από το Πεντάγωνο
Αντιστοίχως κυνικά απαξίωσε το αιματοβαμένο χάος που
ακολούθησε την εισβολής, με την αμερικανική κατοχή του Ιράκ: «Τα πράγματα
συμβαίνουν»...
«Πράγματα» όντως συνέβαιναν, αλλά εντελώς διαφορετικά από
εκείνα που ήθελε ο Ράμσφελντ να πιστέψει ο κόσμος. Όταν μάλιστα η επιμονή του
πως «όλα πάνε καλά» στο Ιράκ έναν χρόνο μετά την εισβολή και ότι δεν υπήρχε
σοβαρή επειλή για τον αμερικανικό στρατό - αγνοώντας επίσημες και απόρρητες
εκθέσεις του Πενταγώνου περί του αντιθέτου - άρχισε να φέρνει περισσότερα φέρετρα
σκεπασμένα με τη αστερόεσσα πίσω στις ΗΠΑ, τότε άρχισε να αποξενώνεται ακόμη
και από την στρατιωτική ηγεσία. Η οποία, βέβαια, δεν είχε θορυβηθεί για τις
αγριότητες του αμερικανικού στρατού στην κατεχόμενη χώρα, παρά μόνο όταν
άρχισαν να βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας τα βασανιστήρια και η φρίκη που
λάμβανε χώρα στο συγκρότημα φυλακών στο Αμπού Γκράιμπ, μια ιρακινή πόλη 32
χιλιόμετρα δυτικά της Βαγδάτης, που έκλεισε το 2014.
Η αποξένωση αυτή έγινε ακόμη πιο ηχηρή, όταν ακόμη και η
εφημερίδα «Army Times» - ουσιαστικά το επίσημο έντυπο του στρατού των ΗΠΑ - τον
Νοέμβριο του 2006, απαίτησε... την παραίτησή του: «Ο Ράμσφελντ έχει χάσει την
αξιοπιστία του στην ένστολη ηγεσία, στα στρατεύματα, το Κογκρέσο και στο κοινό
εν γένει», ανέφερε η εφημερίδα. «Η στρατηγική του απέτυχε και η ικανότητά του
να ηγηθεί διακυβεύεται. Και παρόλο που η ευθύνη για τις αποτυχίες μας στο Ιράκ
βαρύνει τον υπουργό, τα στρατεύματα θα φέρουν το βάρος τους».
Ένα «γεράκι» γεννιέται
Για πολλούς μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς - όπου «μετριοπαθής
Ρεπουμπλικανός» είναι εκείνος που δεν πάει κατευθείαν στην «λύση» του πυρηνικού
πολέμου - η επιλογή του Ράμσφελντ για το υπουργείο Άμυνας από τον Τζορτζ Μπους
τον νεότερο, το 2001, θα αποτελούσε την επίσης «μετροπαθή επιρροή» σε έναν
άπειρο και ιδεοληπτικό πρόεδρο.
Εκ του αποτελέσματος, ο Μπους ήξερε πολύ καλύτερα τον
υπουργό του, αφού οι παραπάνω απόψεις ταίριαζαν στον Ράμσφελντ των αρχών της
10ετίας του '60, όταν, ως νεαρός φιελλεύθερος Ρεπουμπλικανός, εκλεγμένος στην
Βουλή των Αντιπροσώπων, υπερασπιζόταν τα πολιτικά και ανθρώπινα διαιώματα.
Το 1969 γίνεται στέλεχος της διοίκησης Νίξον, κατέχοντας
διάφορες θέσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του οικονομικού συμβούλου και του
πρεσβευτή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
'Οχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τις επιπτώσεις του
σκανδάλου του Γουότεργκέιτ που οδήγησε στην παραίτηση του Νίξον το 1974, αλλά
τον βρίσκει επικεφαλής της διοίκησης του προέδρου Φορντ (1974-1975), και στη
συνέχεια υπουργό Άμυνας (1975-1977).
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια εκείνης της υπουργικής θητείας,
δημιουργήθηκε το στρατηγικό βομβαρδιστικό Β-1 και ο βαλλιστικός διηπειρωτικός
πύραυλος Trident, δίνοντας ώθηση στην κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών. Για τις
υπηρεσίας του αυτές το 1977, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας.
Θρυλείται, ότι το πέρασμα του Ράμσφελντ στην απόλυτα
δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών έκανε ακόμη και την «παλιά καραβάνα« του
αμερικανικού ιμπεριαλισμού, τον Χένρι Κίσσινγκερ να τον περιγράψει ως το πιο
αδίστακτο άτομο που έχει συναντήσει ποτέ.
Μετά την λήξη της προεδρίας Φορντ, ο Ράμσφλεντ έκανα ένα
μικρό διάλειμμα από την τυπική πολιτική σφαίρα και πέρασε στον ιδιωτικό τομέα
και σε θέσεις - κλειδιά στην φαρμακευτική βιομηχανία (GD Searle & Co.,
Gilead Sciences) και στην υψηλή τεχνολογία (General Instrument Corp.).
Ο «φίλος» Σαντάμ, ο «χασάπη» Σαντάμ
Αν και δεν είχε καμία εμπειρία στις επιχειρήσεις, ο
Ράμσφελντ πούλησε στην οικονομική ελίτ πολύ ακριβά την πολιτική του επιρροή.
Χαρακτηριστικό του πολιτικού αμοραλισμού του Ράμσφελντ - που αντανακλά
ουσιαστικά τον αμοραλισμό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού - είναι ο διορισμός
του, από την προεδρία Ρήγκαν, ως Ειδικού Απεσταλμένου του Λευκού Οίκου για τη
Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με την Washington Post, ήταν τότε ο κύριος εσηγητής στην
Ουάσιγκτον της υποστήριξης του Ιράκ και του Σαντάμ Χουσεΐν, από τις ΗΠΑ. Ως
«συμβιβαστική χειρονομία» το 1982, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβγαλαν το Ιράκ από
τον κατάλογο των κρατών υποστηρικτών της τρομοκρατίας, επιτρέποντας στον
Ράμσφελντ να επισκεφθεί τη Βαγδάτη το 1983, όταν ο πόλεμος Ιράν - Ιράκ ήταν σε πλήρη εξέλιξη.
Εκείνη την εποχή, οι αναφορές των υπηρεσιών πληροφοριών
κατέδειξαν ότι η Βαγδάτη χρησιμοποιούσε παράνομα χημικά όπλα κατά του Ιράν,
σχεδόν καθημερινά. Αυτό καθόλου δεν πτόησε τον Ράμσφελντ, κατά τη διάρκεια των
πολλών επισκέψεών του στο Ιράκ, να διαβεβαιώνει την Βαγδάτη ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες θεωρούν μια νίκη του Ιράν ως την κύρια στρατηγική ήττα τους.
Σε μια προσωπική συνάντηση με τον Σαντάμ Χουσεΐν τον
Δεκέμβριο του 1983, του είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν να
αποκαταστήσουν πλήρως τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράκ.
Πολύ αργότερα, το 2002 και ενώ οι ΗΠΑ ετοιμάζοταν να
εισβάλει στο Ιράκ, ο Ράμσφελντ προσπάθησε να αποκαταστήσει το όνομά του
ισχυριζόμενος ότι το 1983 είχε «προειδοποιήσει» τον Χουσεΐν να μην χρησιμοποιεί
απαγορευμένα όπλα. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώνεται από καμία πηγή.
Ακολούθησαν μερικές αποτυχημένες επιλογές στήριξης
προεδρικών υποψηφίων και το 1997, έγινε συνιδρυτής μιας νεοσυντηρητικής ομάδας
εξωτερικής πολιτικής. Στους ιδρυτές αυτής της ομάδας ήταν επίσης ο μελλοντικός αντιπρόεδρος των
ΗΠΑ Ντικ Τσένι, ο πρώην αντιπρόεδρος Νταν Κουέιλ και ο κυβερνήτης της Φλόριντα
Τζεμπ Μπους, αδελφός του Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Σε μια ακόμη ηχηρή απόδειξη του πώς αντιλαμβάνεται το
πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ τις διαφορές των κομμάτων στο εσωτερικό του, ο Μπιλ
Κλίντον ανέθεσε το 1999, στον Ράμσφελντ να διευθύνει μια επιτροπή για να
αξιολογήσει τη σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός εθνικού συστήματος πυραυλικής
άμυνας.
Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001,με την επίθεση στο Παγκόσμιο
Κέντρο Εμπορίου και η επακόλουθη εισβολή στο Αφγανιστάν έκανε τον υπουργό
Άμυνας, Ράμσφελντ, «αστέρι». Οι καθημερινές ενημερώσεις του ήταν τόσο
δημοφιλείς όσο τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά σόου της εποχής και, κατά πολλούς,
ακόμη πιο συναρπαστικές.
Ήδη από το 2000, όταν ο Μπους του είπε να ευθυγραμμίσει
τον στρατό με τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα, ο Ράμσφελντ άρχισε να αναθεωρεί
τον προσανατολισμό των αμυντικών δαπανών προς την δημιουργία ενός στρατού που
να είναι έτοιμος να διεξάγει ταυτόχρονα δύο πολέμους σε διάφορα μέρη του
κόσμου.
Απογοητευμένος από την αποτυχία της αμερικανικής
υπγρεσίας πληροφοριών να τεκμηριώσει τα ατεκμηρίωτα περί «όπλων μαζικής
καταστροφής» του Χουσεϊν, ο Ράμσφελντ έστησε έναν παράλληλο μηχανισμό συλλογής
πληροφοριών στο Πεντάγωνο που επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ιρακινούς
εξόριστους με επικεφαλής τον Ahmed Chalabi.
Στόχος του μηχανισμού ήταν να στηρίξει στην εισβολή του
Ιράκ, πείθοντας όσους είχαν αντιρρήσεις στην Ουάσιγκτον, ότι οι αμερικανικές
δυνάμεις θα χαιρετιστούν ως απελευθερωτές μετά την πτώση του Σαντάμ, θέτοντας
τα θεμέλια για την εγκαθίδρυση της ιρακινής δημοκρατίας.
Εισηγητής των βασανιστηρίων
Ο ίδιος εισηγήθηκε και τις λεγόμενες «βελτιωμένες
τεχνικές ανάκρισης», που τώρα αναγνωρίζονται ευρέως ως βασανιστήρια.
Μια ακόμη νοσηρή κληρονομιά του Ράμσφελντ ήταν το
κολαστήριο στην αμερικανική βάση του Κόλπου του Γκουαντάναμο στην Κούβα, τον
οποίο είχε χαρακτηρίσει ως «το λιγότερο χειρότερο μέρος» για να κρατούνται
ύποπτοι για τρομοκρατία και αιχμάλωτοι πολέμου, εκτός δικαιοδοσίας του σχετικού
νομικού πλαισίου των ΗΠΑ.
Η συνταξιοδότηση του Ράμσφελντ πέρασε με την συγγραφή
βιβλίων στα οποία εμφάνιζε τον εαυτό του ως «ανήξερο», «έκπληκτο» ή «λυπημένο»
για τις αποδείξεις των βασανιστηρίων, αλλά σε καμία περίπτωση μετανιωμένο για
τις επιλογές του.
Αλλά, όπως συμπεραίνει και ο Guardian, η Ιστορία δεν θα
είναι τόσο συμπονετική μαζί του...