Στέλιος Κούλογλου
Δύο χώρες ασχολήθηκαν χθες με τον τελικό του ΝΒΑ, του επαγγελματικού πρωταθλήματος μπάσκετ: οι ΗΠΑ και ακόμη περισσότερο η Ελλάδα. Στις κυριότερες ειδήσεις που στέλνουν καθημερινά στους συνδρομητές της, η εφημερίδα New York Times δεν είχε συμπεριλάβει τον τελικό. Στην Ελλάδα ήταν στα πρωτοσέλιδα.
Από αυτούς που ασχολήθηκαν στην Ελλάδα με τον αγώνα Μιλγουόκι
Μπακς-Φοίνιξ, πολλοί δεν έχουν ξαναδεί αγώνα ΝΒΑ, Κάποιοι μπορεί να μην ήξεραν
ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα ή να μην ξέρουν τι σημαίνει. Και πιθανότατα οι
περισσότεροι ούτε θα ασχοληθούν ούτε θα ξαναδούν στιγμιότυπα, εκτός και αν ο
Γιάννης Αντετοκούνμπο ξαναβρεθεί σε τελικούς.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ένα εξωφρενικό μείγμα υποκρισίας και
επαρχιωτισμού. Υποκρισίας γιατί πολλοί από τους ίδιους ανθρώπους που τώρα
πανηγυρίζουν δεν θέλουν να δουν μετανάστη στα μάτια τους. Στην καλύτερη
περίπτωση αποδιώχνουν το βλέμμα. Στη χειρότερη τους απωθούν βίαια στο Αιγαίο
και τον Έβρο, για να γυρίσουν πίσω στην
Τουρκία Και δεν τους καίγεται καρφάκι, αν πνιγούν κατά την επιστροφή.
Η οικογένεια του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο πατέρας και η μητέρα του, ήταν
και αυτοί μετανάστες. Αντιμετώπισαν στην Ελλάδα φτώχεια και περιφρόνηση. Ο
Γιάννης και ο αδελφός του ο Θανάσης πουλούσαν μαϊμού γυαλιά ηλίου και παράνομα
dvd όταν ήταν μικροί. Πόσοι από αυτούς που τώρα δηλώνουν εθνικά υπερήφανοι δεν
έχουν μιλήσει σε παιδιά σαν αυτά άσχημα ή δεν τα έχουν διώξει;
Μέχρι τα 18 του, ο Αντετοκούνμπο ζούσε στο κενό: δεν είχε επίσημα έγγραφα και δεν ήταν πολίτης
ούτε της Ελλάδας ούτε της Νιγηρίας. Παρά λίγο να μην μπορέσει να πάει στις ΗΠΑ
για να παίξει, γιατί δεν είχε διαβατήριο να ταξιδέψει. Σε χιλιάδες
Αντετοκούνμπο που γεννήθηκαν στην Ελλάδα,
οι ίδιοι υποκριτές που στέλνουν τώρα συγχαρητήρια και κάνουν δηλώσεις,
από τον Αδωνι Γεωργιάδη έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είχαν το 2015 αρνηθεί την
παροχή της ελληνικής ιθαγένειας.
Στις προπονήσεις της Εθνικής μπάσκετ για το τελευταίο πανευρωπαϊκό
πρωτάθλημα, ένας από τους «ελληναράδες» παίκτες, γνωστός και για τις σχέσεις
τους με μαφιόζικους αθλητικούς κύκλους, είπε στους συμπαίκτες του, σε μια
στιγμή που οι αδελφοί Αντετοκούνμπο είχαν απομακρυνθεί: «τώρα μείναμε μεταξύ
μας οι Έλληνες».
Τις προάλλες ο Μοχάμαντ, ένας νεαρός πρόσφυγας από τη Σομαλία, κατάφερε
να πατήσει σε ελληνικό έδαφος, αφού προηγουμένως είχε σώσει τη ζωή 33 ανθρώπων.
Ποιος ξέρει, μπορεί να γινόταν κι αυτός μια μέρα κάτι σαν τον Γιάννη, στον
αθλητισμό ή στις επιστήμες, αν ένα δικαστήριο στη Χίο δεν του είχε ρίξει 142
χρόνια φυλακή επειδή εισήλθε παράνομα στη χώρα.
Υποθέτω ότι οι δικαστές, ο αρμόδιος υπουργός κύριος Μηταράκης που
εκλέγεται στο νησί και τα ΜΜΕ που έχουν θάψει την υπόθεση Μοχάμαντ, θα είναι
και αυτοί από χθες εθνικά υπερήφανοι..
Όσο για τον επαρχιωτισμό, αυτός έχει πλέον περάσει σε άλλα επίπεδα. Είναι
όπως στο χωριό. Κάποιος τον οποίο περιφρονούμε και του φερόμαστε απαίσια, φθάνει
στην πρωτεύουσα, γίνεται μεγάλος και τρανός. Και ξαφνικά όλο το χωριό χορεύει
στα πανηγύρια για τον Greek the freak. Ναι, είναι Έλληνας ο Μαύρος, ο Νέγρος
θερμαστής από το Τζιμπουτί. Από το χωριό μας, που δεν έχει να επιδείξει τίποτα
άλλο. Ποιος ξέρει, κανένας τοπικός παπάς μπορεί να τον κηρύξει και Αγιο.
Γιατί πρόκειται προφανώς για μια χώρα που προσπαθεί απεγνωσμένα να
πιαστεί από κάπου, να βρει να υπερηφανευτεί για κάτι, ένα σημείο που να ενώνει
δεξιούς και αριστερούς, πλούσιους και άνεργους, νεολαία και αστυνομία,
εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους.
Το γεγονός όμως ότι το κοινό
σημείο, το σύμβολο της εθνικής υπερηφάνειας είναι ένας μαύρος, γιος μεταναστών,
είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Στο κάτω κάτω, ο Αντετοκούνμπο
είναι στα ουράνια. Ο Φύρερ Μιχαλολιάκος, που τον αποκαλούσε « χιμπατζή» πριν
μερικά χρόνια, όταν οι νεοναζί ήταν στα ντουζένια τους, το πολύ πολύ να ρίχνει
κανένα σουτάκι σε μια ξεχαρβαλωμένη μπασκέτα, στο προαύλιο της φυλακής.