Βαγγέλης Γεωργίου
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα-κατηγορίες των Αμερικανών ιθυνόντων για την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν ήταν ότι ενώ από την πλευρά τους προσπάθησαν να εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν τους Αφγανούς στην αντιμετώπιση των Ταλιμπάν, εκείνοι δεν τα κατάφεραν, παρά τον πακτωλό χρημάτων που έλαβαν. Το ίδιο επιχείρημα ακούστηκε και στον πόλεμο του Βιετνάμ, όταν οι νοτιοβιετναμέζοι αποδείχτηκαν ανεπίδεικτοι μαθήσεως και γι΄αυτό ηττήθηκαν από τους φτωχώτερους βορειοβιετναμέζους. Τόσο οι Βιετναμέζοι (ρεπορτάζ New York Times, 1975) όσο και οι Αφγανοί (ρεποτάζ Bloomberg, 2021) δεν κατάφερναν να αξιοποιήσουν την αμερικανική βοήθεια. Η ομοιότητα όμως των δύο πολέμων δεν σταματάει εκεί, αλλά επεκτείνεται και σε έναν άλλον αποφασιστικό παράγοντα: τα ναρκωτικά.
Ρεπορτάζ
των New York Times το 1971 αποκάλυπτε πως ο αριθμός των φαντάτων χρηστών
ηρωίνης που ακούγεται συχνότερα είναι περίπου το 10-15% του Αμερικανικού
εκστρατευτικού σώματος στο Βιετνάμ. Δηλαδή, από τους περίπου 245.000-277.000
Αμερικανούς στρατιώτες, οι 37.000 άνδρες ήταν ναρκωμανοίς. Σύμφωνα μάλιστα με
ακτιμήσεις αξιωματικών της δίωξης ναρκωτικών το ποσοσό εκτοξευόταν στο 25 %.
Σύμφωνα με άλλες πηγές πάνω από το 1/3 των Αμερικανών στρατιωτών που υπηρέτησαν
στο Βιετνάμ έκαναν χρήση ηρωϊνης. Μονάδες που είχαν αφήσει εποχή για την
μαχητικότητά τους στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν μετατραπεί σε «μονάδες
πρεζάκιδων», όπως ανέφερε ο ιστορικός Alfred McCoy. Πολλοί Αμερικανοί
στρατιώτες πέθαιναν από υπερβολική δόση και όχι από τα πυρά των Βιετκόνγκ.
Η
κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο που ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον, στις 17
Ιουνίου 1971, ανακοίνωσε «μια νέα, ολοκληρωτική επίθεση» κατά της χρήσης
ναρκωτικών, την οποία κατήγγειλε ως «εχθρό της Αμερικής». Κάλεσε το Κογκρέσο να
συνεισφέρει 350 εκατομμύρια δολάρια για μια παγκόσμια επίθεση στις «πηγές
εφοδιασμού». Η πρώτη μάχη σε αυτόν τον νέο πόλεμο για τα ναρκωτικά θα
διεξαγόταν στο Νότιο Βιετνάμ, όπου, όπως είπε ο Νίξον, «πολλοί νέοι Αμερικανοί
που υπηρετούν έχουν εθιστεί».
Παρόλα
αυτά, η προσπάθεια Νίξον δεν είχε αποτέλεσμα απέναντι στις δυνάμεις που είχαν
καταστήσει πανίσχυρη την χρήση των ναρκωτικών. Άλλωστε, στα τραχιά βουνά του
κοντινού Λάος, ήταν η Air America, μια εταιρεία που διοικείται από τη CIA, η
οποία μετέφερε όπιο που καλλιεργούνταν από τους αγρότες της τοπικής φυλής, οι
οποίοι επίσης υπηρετούσαν στον μυστικό στρατό της. Ο διοικητής του Βασιλικού
Στρατού του Λάος, λειτουργούσε τότε το μεγαλύτερο παράνομο εργαστήριο στον
κόσμο, μετατρέποντας το ακατέργαστο όπιο σε ηρωίνη για τον αυξανόμενο αριθμό
Αμερικανών χρηστών στο γειτονικό Βιετνάμ.
Ανώτεροι
διοικητές του Νοτίου Βιετνάμ συνέπραξαν το λαθρεμπόριο και τη διανομή τέτοιων
ναρκωτικών στους Αμερικανούς σε μπαρ, στρατώνες και σε μονάδες. Τόσο στο Λάος
όσο και στο Νότιο Βιετνάμ, οι αμερικανικές πρεσβείες αγνόησαν τη διαφθορά των
τοπικών συμμάχων τους που συνέβαλε στην τροφοδότηση της κυκλοφορίας.
Αφγανιστάν
deja vu
Το
ίδιο έργο επαναλήφθηκε και στο Αφγανιστάν. Όταν το 2001 καταλήφθηκε η Καμπούλ
από τους Αμερικανούς, η CIA παραχώρησε γρήγορα τον επιχειρησιακό έλεγχο στους
εγχώριους συμμάχους τους και σε πολιτικούς αξιωματούχους. Τα επόμενα χρόνια,
όπως ανέφερε το 2018 ο ιστορικός Alfred W McCoy στον Guardian, «οι δυνάμεις που
μέχρι τότε έτρεχαν προγράμματα καταστολής της διακίνησης ναρκωτικών θα
παραχωρούσαν τα αυξανόμενα κέρδη της κυκλοφορίας ηρωίνης αρχικά στους
πολέμαρχους και, στα επόμενα χρόνια, σε μεγάλο βαθμό στους αντάρτες των
Ταλιμπάν. Σε μια εξέλιξη χωρίς ιστορικό προηγούμενο, τα παράνομα ναρκωτικά θα
συνέβαλαν στο 62% του ΑΕΠ της χώρας το 2003».
Ωστόσο,
τα πρώτα χρόνια της κατοχής, σύμφωνα με τους New York Times, ο υπουργός Άμυνας
Ντόναλντ Ράμσφελντ φέρεται να «απέρριψε τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι τα
χρήματα ναρκωτικών διοχετεύονταν στους Ταλιμπάν», ενώ η CIA και ο στρατός
«έκαναν τα στραβά μάτια» σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά από
τοπικούς πολέμαρχους.
H
αμερικανική εισβολή και κατοχή 2001-2002 δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά την κατάσταση των ναρκωτικών στη χώρα. Ως αρχή, για να καταλάβει
την πρωτεύουσα που ελέγχεται από τους Ταλιμπάν, την Καμπούλ, η CIA κινητοποίησε
τους ηγέτες της Βόρειας Συμμαχίας που κυριαρχούσαν εδώ και καιρό στο εμπόριο
ναρκωτικών στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, καθώς και μέλη των Παστούν που
δραστηριοποιούνταν ως λαθρέμποροι ναρκωτικών στο νοτιοανατολικό τμήμα της
χώρας.
Στην
πορεία, δημιούργησαν μια μεταπολεμική πολιτική ιδανική για την επέκταση της
καλλιέργειας οπίου. Με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνταν οι σύμμαχοι των
Αμερικανών έχοντας έσοδα δισεκατομμυρίων. Αντίθετα, οι Αμερικανοί προσπάθησαν
να καταστρέψουν τις φυτείες οπίου που ήταν στα χέρια των Ταλιμπάν, αλλά παρά
την τεχνολογία αιχμής -έστειλαν ακόμα και μαχητικά F-22 και βομβαρδιστικά B-52-
δεν τα κατάφεραν.
Η
παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν εξυπηρετούσε όχι μόνο τους Ταλιμπάν, αλλά και
τους Αμερικανούς καθώς έδινε ψωμί στους εγχώριους πολέμαρχους και κυβερνητικούς
αξιωματούχους που συνεργάζονταν με τις αμερικανικές υπηρεσίες.
To
σίγουρο είναι ότι «με την ανεξέλεγκτη παραγωγή οπίου να συντηρεί την αντίσταση
των Ταλιμπάν [...] η μόνη στρατηγική εξόδου των ΗΠΑ φαίνεται τώρα να επαναφέρει
αυτούς τους αντάρτες στην εξουσία σε μια κυβέρνηση συνασπισμού - μια πολιτική
ισοδύναμη με την αποδοχή της ήττας της μακροβιότερης στρατιωτικής παρέμβασης
και του λιγότερο πετυχημένου πολέμου κατά των ναρκωτικών».