Μαρίνα Αλεξανδρή
H κυβέρνηση το παρουσιάζει ως «μοντέλο Σουηδίας», υπόσχεται έως και διπλασιασμό των επικουρικών συντάξεων για τους νέους εργαζόμενους μέσω του λεγόμενου «ατομικού κουμπαρά» και υποστηρίζει πως οι μελλοντικές συνταξιοδοτικές αποδόσεις είναι εγγυημένες και ότι η εισαγωγή του ιδιωτικού πυλώνα στην κοινωνική ασφάλιση δεν συνεπάγεται κανένα ρίσκο.
Το
νομοσχέδιο όμως για τον νέο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα στην επικουρική ασφάλιση
που συζητείται σήμερα στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής και
εισάγεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια πιθανότατα την Πέμπτη εξακολουθεί να
εμπεριέχει γκρίζες ζώνες, ρίσκα και κινδύνους.
Το
βασικό επιχείρημα που προβάλει υπέρ του νέου συστήματος το υπουργείο Εργασίας
είναι ότι ο «ατομικός κουμπαράς» εφαρμόζεται με επιτυχία σε ανεπτυγμένες
ευρωπαϊκές χώρες εδώ και αρκετές δεκαετίες και θα δώσει την δυνατότητα στους
νέους ασφαλισμένους να αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο της επικουρικής τους
ασφάλισης και να κατοχυρώσουν σημαντικά υψηλότερες συντάξεις. Επιπροσθέτως,
τονίζει πως δεν θα υπάρξει καμία επιβάρυνση και αλλαγή για τους σημερινούς
συνταξιούχους και τους παλαιούς ασφαλισμένους.
Ωστόσο,
το πρώτο και προφανές μεγάλο πρόβλημα είναι το υψηλό κόστος μετάβασης στο νέο
σύστημα, το οποίο υπολογίζεται σε πάνω από 80 δις ευρώ σε βάθος 50ετίας. Το
υπουργείο Εργασίας υποστηρίζει πως το κόστος δεν ξεπερνά τα 120 εκατομμύρια
ευρώ τον χρόνο ενώ θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το λεγόμενο «μέρισμα
ανάπτυξης», δηλαδή οι επενδύσεις που θα προκύψουν από τις αποταμιεύσεις και τα
έσοδα που θα δημιουργηθούν. Οι ειδικοί της ασφαλιστικής αγοράς όμως
επισημαίνουν πως το κόστος μετάβασης μπορεί να είναι σχετικά διαχειρίσιμο την
πρώτη 20ετία, αλλά από το 2040 και μετά η σχετική δαπάνη θα εκτοξευτεί.
Και
με δεδομένο πως οι Βρυξέλλες απέρριψαν οποιαδήποτε χρηματοδότηση της μετάβασης από
το Ταμείο Ανάκαμψης, προκύπτουν αναπάντητα ερωτήματα για το κατά πόσο
πραγματικά θα μείνουν αλώβητοι οι παλαιοί ασφαλισμένοι και φορολογούμενοι και
για το εάν θα υπάρξει τελικά ανάγκη κάλυψης του κόστους με νέο δημόσιο δανεισμό
που θα επιβαρύνει και το χρέος, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας.
Σε
ό,τι αφορά το «μοντέλο Σουηδίας», οι ειδικοί επισημαίνουν πως η κυβέρνηση
συγκρίνει ανόμοιες οικονομίες, με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Όπως
τονίζουν, η αγορά εργασίας, αλλά και οι μισθοί της χωράς μας, σε σύγκριση με
την Σουηδία έχουν τόση απόσταση όση δύο διαφορετικοί κόσμοι. Η Σουηδία είναι
μια χώρα όπου η εργασίας καλύπτεται σε ποσοστό άνω του 60% από Συλλογικές
Συμβάσεις, η ανεργία είναι εξαιρετικά χαμηλή και το ύψος των μισθών και
εισοδημάτων πολύ πιο υψηλό από την Ελλάδα έτσι ώστε να επιτρέπει την
συνταξιοδοτική αποταμίευση. Και, επιπλέον, η Σουηδία έχει πολύ ισχυρή κρατική
εποπτεία στην λειτουργία του ιδιωτικού τομέα.
Αυτή
η τελευταία παράμετρος εγείρει ερωτήματα και ως προς τα ρίσκα για τις αποταμιεύσεις
των νέων ασφαλισμένων που θα διατεθούν προς συνταξιοδοτική επένδυση. Η
κυβέρνηση επιμένει πως το σύστημα έχει ως δικλείδα ασφαλείας την εγγύηση του
Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης.
Το
ερώτημα όμως που τίθεται είναι πόσο ισχυρή μπορεί να θεωρηθεί αυτή η εγγύηση σε
μια χώρα που έχει ήδη ζήσει την κατάρρευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών
ταμείων μέσω των δομημένων ομολόγων, τις απώλειες και τα ελλείμματα που ακόμη
τροφοδοτεί το PSI και, βεβαίως, την υπόθεση της «Ασπίς Πρόνοια» όπου η – ανύπαρκτη
– κρατική εποπτεία δεν κατάφερε να σώσει τις συνταξιοδοτικές επενδύσεις
χιλιάδων πολιτών.