Πώς η χούντα εξόντωσε τον Εργοτέλη για τη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Μαρτινέγκο


Του Γιάννη Φιλέρη

 

 Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, δηλαδή πριν από 54 χρόνια, προκάλεσε απανωτά σοκ στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν μόνο οι διώξεις, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες των πολιτών που αντιτάχθηκαν στους συνταγματάρχες, το δόγμα «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» που διατράνωνε στους σχεδόν παρανοϊκούς μονολόγους του ο Παπαδόπουλος. Η εφτάχρονη χούντα ξερίζωσε βίαια ένα πολιτιστικό κίνημα που αναπτυσσόταν στη δεκαετία του 60 και την εποχή των μεγάλων αναζητήσεων από τη νεολαία όλου του κόσμου, η «Ελλάς έμπαινε στο γύψο».

 

Ο αθλητισμός ήταν ένα πεδίο δράσης των συνταγματαρχών. Ένα πρωτοπαλίκαρο του πραξικοπήματος άλλωστε, ο αντισυνταγματάρχης και καταδρομέας, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, έγινε το αφεντικό του ελληνικού αθλητισμού μέχρι το 1974.

O απόλυτος έλεγχος των σωματείων, η εξαφάνιση των ενοχλητικών «αντιφρονούντων», ο διορισμός διοικήσεων και κυβερνητικών επιτρόπων, η εξυπηρέτηση των ημετέρων, σε μια αλλοπρόσαλλη πολιτική, που ήθελε να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε επιτυχία, σε οποιοδήποτε σπορ. Η ΑΕΚ του 68, ο Χρήστος Παπανικολάου και το Παγκόσμιο ρεκόρ, αργότερα ο Παναθηναϊκός και το Γουέμπλεϊ, έγιναν αντικείμενα σφοδρής εκμετάλλευσης από τη χούντα, που είχε στομφώδη συνθήματα όπως το «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο».

 

Στην πραγματικότητα η δικτατορία ήθελε ελεγχόμενα από την ίδια σωματεία, διοικήσεις και κατ’ επέκταση αθλητές (γι αυτό και διέδωσε σημαντικά τα σπορ των ενόπλων δυνάμεων). Με απανωτά διατάγματα και νόμους, αναδιάρθρωνε κατά το δοκούν τις εθνικές κατηγορίες, διέταζε συγχωνεύσεις σωματείων και υποβίβαζε συνήθως εκείνα των οποίων οι διοικήσεις δεν είχαν πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης.

 

Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» μπορεί να ελλόχευε στα γκολπόστ, στα καλάθια και στα φιλέ, ή στα Γραφεία των συλλόγων, όπως ο Αστέρας Τρίπολης, η Προοδευτική, ο Τύρναβος στη Λάρισα, ο Διαγόρας Ρόδου, ο Παναιγιάλειος, ο Διαγόρας Ρόδου, είναι μερικές από τις ομάδες που κυνήγησε η χούντα.

 

Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Εργοτέλης, τον οποίο το δικτατορικό καθεστώς είχε στοχεύσει ευθύς εξ’ αρχής, λόγω της φιλοξενίας του Μίκη Θεοδωράκη και της ορχήστρας του, σε δυο ιστορικές συναυλίες στο «Μαρτινένγκο», το καλοκαίρι του 1966. Ο σύλλογος της Κρήτης, υποχρεώθηκε από την Β Εθνική στην οποία αγωνιζόταν να επιστρέψει στα τοπικά πρωταθλήματα.

 

Αυτή την ιστορία θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε σήμερα, ψηλαφώντας και τη διαδρομή της Ελλάδας προς την δικτατορία

 

Πολύτιμος βοηθός το βιβλίο του καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Γιάννη Ζαϊμάκη, «Εργοτέλης 1929-2009. Ψηφίδες της Αθλητικής και Κοινωνικής Ιστορίας ενός φιλοπρόοδου σωματείου», που έχει ασχοληθεί επισταμένως με τα γεγονότα εκείνης της εποχής…

 

Ο Εργοτέλης στη δεκαετία του ’60

 

Η δεκαετία του 60 βρήκε τον Εργοτέλη στη νεοσύστατη Β Εθνική κατηγορία. Ένα χρόνο πριν ήταν πρωταθλητής Κρήτης για τρίτη φορά στην ιστορία του και έδειχνε ικανός να πρωταγωνιστήσει, αν δεν έπεφτε θύμα των πειραματισμών της ΕΠΟ που κάθε χρόνο άλλαζε το σύστημα διεξαγωγής. Η τρίτη θέση στη Β Εθνική της σεζόν 1960-61, πίσω από τον Ατρόμητο Πειραιά και τον Πανελευσινιακό είχε ενθουσιάσει και το κοινό της ομάδας.

Ο Εργοτέλης, που ιδρύθηκε το 1929, είχε ευρύτατο λαϊκό έρεισμα στο Ηράκλειο και το Μαρτινένγκο γέμιζε από κόσμο. Υπήρχε ενθουσιασμός, πάθος αλλά και ένταση όπως στο ντέρμπι της επόμενης χρονιάς εναντίον του ΟΦΗ, με τον διαιτητή του ματς να ξεφεύγει τρέχοντας μέσα στα χωράφια.

 

Παρά την τρίτη θέση του 1961, η ΕΠΟ ανεβοκατέβαζε τις ομάδες με βάση τις … φαεινές ιδέες κάθε καλοκαιριού, κάνοντας τα πρωταθλήματα ακορντεόν, συνδέοντας τις τοπικές με τις εθνικές κατηγορίες, μέσα στην ίδια σεζόν. Αχταρμάς…

Το 1964 η προσφυγική ομάδα είχε επιστρέψει στην Β Εθνική, κατατάχτηκε ένατη και με βάση την προκήρυξη του πρωταθλήματος παρέμενε στην κατηγορία. Όχι όμως και για τους εγκεφάλους της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας που αποφάσισε τότε τη δημιουργία και της Γ Εθνικής, που θα είχε καθαρά ερασιτεχνικό χαρακτήρα. Η Β Εθνική γινόταν ημιεπαγγελματική, καθεστώς που υπήρχε στο ποδόσφαιρο μέχρι το 1979. Ο Εργοτέλης βρέθηκε στην ερασιτεχνική κατηγορία.

 

Κι εκεί, πάντως, δεν τα πήγε άσχημα. Η νεανική ομάδα που είχε δημιουργηθεί πρωταγωνίστησε στην κατηγορία και στο τέλος ισοβάθμησε με τον ΠΑΟ Σαφράμπολης. Οι λογαριασμοί τους θα λύνονταν στο μπαράζ της Ρόδου. Οι Κρήτες βολεύονταν και με ισοπαλία και μπροστά σε 1.000 οπαδούς τους που είχαν ταξιδέψει από το Ηράκλειο, κράτησαν το μηδέν στην άμυνα και πανηγύρισαν την άνοδό της στην Β Εθνική. Το καλοκαίρι του 1966 μπορούσαν να κάνουν σχέδια για το μέλλον τους σε μια Ελλάδα που έβραζε και σε οκτώ μήνες θα έμπαινε στον γύψο…

 

“Θεοδωράκη Βούλγαρε”

 

Το 1966 είχε ξεκινήσει με πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του βασιλιά Κωνσταντίνου, που κατακεραύνωνε το κομμουνιστικό βδέλυγμα. Η χώρα μετά την αποστασία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου είχε μπει σε μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας. Το Παλάτι είχε ουσιαστικά εξωθήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου σε παραίτηση και την κήρυξη του ανένδοτου αγώνα.

 

Οι βραχύβιες κυβερνήσεις των αποστατών δεν είχαν τύχη, ενώ η Αριστερά δυνάμωνε το λαϊκό κίνημα μέσα από τη μαχητική νεολαία Λαμπράκη και την ΕΔΑ.

 

Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, άρχισαν να κυκλοφορούν και φήμες για την επιβολή δικτατορίας. Κανείς δεν ήθελε να τις πάρει στα σοβαρά, αν και οι συνωμότες συνταγματάρχες, επικουρούμενοι από την CIA, έδιναν αγώνα δρόμου με τους στρατηγούς του Κωνσταντίνου για το ποιοι θα έβγαζαν πρώτοι στους δρόμους τα τανκς.

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν τότε 41 ετών, βουλευτής της ΕΔΑ, πρόεδρος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη μα πάνω απ’ όλα ένας ηφαιστειώδης μουσουργός. Η λάβα από τις νότες του, έβγαινε κάθε τόσο παρέα με τους στίχους ποιητών, υπογράφοντας στην ουσία ένα μεγαλειώδες κεφάλαιο του νεοελληνικού πολιτισμού.

 

Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου, το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, είχαν ήδη κυκλοφορήσει, τα τραγουδούσαν οι παρέες, κυρίως της αριστεράς, αλλά δεν τα έπαιζε το (κρατικό) ραδιόφωνο.

 

Ο Θεοδωράκης ήταν απαγορευμένος. Την ώρα που ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εξαπέλυε μύδρους κατά του κομμουνισμού, η ραδιοφωνία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να παίζει Θεοδωράκη. Οι λογοκριτές, ωστόσο, δεν σταματούσαν στον Μίκη. Στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι (από το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα») κατακρεούργησαν τους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

 

«Κι ήταν που λέτε μια φορά οπού `χαμε ένα βασιλιά,

καλό ανθρωπάκι.

Έτσι μας άφησ’ η χαρά

κι έτσι μας ήρθε η συμφορά και το φαρμάκι» ήταν ό,τι απέμεινε στον δίσκο.

Για δείτε τι έκοψαν (λέγεται ότι υπήρξε εντολή της Φρειδερίκης, για το ψαλίδι):

«Κι ήταν, που λέτε, μια φορά

όπου είχαμε ένα βασιλιά

καλό ανθρωπάκι.

Βαριά του ερχόταν η δουλειά

κι ήταν τα ζώα μου αργά

καλό ανθρωπάκι.

Απ’ το να τρέχει δω κι εκεί

Κάλλιο είχε μάσα και πιοτί

κι ένα υπνάκι.

Έτσι μας άφησε η χαρά

κι έτσι μας ήρθε η συμφορά

και το φαρμάκι.

 

Στο «Βιετνάμ» του Σαββόπουλου, ο στίχος «τα αεροπλάνα αν δεν έκαιγαν καλύβια» έγιναν η «βροχούλα», ενώ χέρι μπήκε και στο «Εγερτήριο» (ήλιε-ήλιε αρχηγέ) αλλά και στα «Κορίτσια»

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Σταύρος Ξαρχάκος είδαν να πετσοκόβεται ολόκληρο τετράστιχο από το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή»

 

«Γνώριζες τα βήματα, ξέκρινα τους ήχους

και μπογιές ’τοιμάζαμε με σβηστή φωνή

τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους

πέφταμε φωνάζοντας «κάτω οι Γερμανοί»

 

Ήταν μια πολυδιάστατη εποχή για το ελληνικό τραγούδι. Οι μεγάλοι συνθέτες βρίσκονται στην ακμή τους, άλλοι όπως ο Μάνος Λοΐζος κάνουν τα πρώτα τους βήματα, ένα «νέο κύμα» αναπτύσσεται μέσα από τις μπουάτ, ο στίχος παίζει πλέον σημαντικό ρόλο, όσο κι αν μαίνεται η λογοκρισία, τα τραγούδια φτάνουν στο ευρύ κοινό. Εν τω μεταξύ η κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναβρασμό.

 

Στις 6 Ιανουαρίου 1966, ο εορτασμός των Θεοφανείων στον Πειραιά φέρνει τον βασιλιά και τους λοιπούς επισήμους στο Τουρκολίμανο, με τον Γεώργιο Παπανδρέου και στελέχη της ΕΔΑ στο λιμάνι. Ο Θεοδωράκης φτάνει στις 11 το πρωί.

Την ώρα του αγιασμού οι χιλιάδες συγκεντρωμένοι αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα: «Κάτω το διάγγελμα» (του Κωνσταντίνου), «1-1-4» και «Δημοκρατία». Ο εορτασμός μετατρέπεται σε διαδήλωση που διαλύει η αστυνομία.

 

Ένας χωροφύλακας φωνάζει «Βούλγαρε Θεοδωράκη» και ορμάει στον ευδιάκριτο λόγω ύψους Μίκη, που από τα χτυπήματα ματώνει.

 

Η Ρωμιοσύνη, το Μαουντχάουζεν και οι συναυλίες

 

Αναστατωμένος, όσο και εξοργισμένος, φεύγει για το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Πάει κατευθείαν στο πιάνο και βρίσκει μπροστά του, χειρόγραφα του Γιάννη Ρίτσου τα οποία ο ίδιος ο ποιητής είχε διαλέξει και είχε εμπιστευτεί σε γυναίκες πολιτικών κρατουμένων, που με τις σειρά τους τα είχαν δώσει στον Μίκη.

 

Μέσα του η λάβα είναι έτοιμη να ξεχυθεί και πάλι, διαβάζοντας τους πρώτους στίχους του Ρίτσου: «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Σε μια ώρα και ενώ η οικογένεια τον περιμένει στο τραπέζι για φαγητό, γράφοντας και σβήνοντας πυρετωδώς, λερωμένος από τα αίματα και τις λάσπες των επεισοδίων, συνθέτει τα οκτώ από τα εννιά τραγούδια της Ρωμιοσύνης.

 

Στο βιβλίο του «Μελοποιημένη Ποίηση» ο ανυπέρβλητος συνθέτης γράφει: «Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο όσο τη μέρα που στο ‘Κεντρικό’ που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη».

 

Το 1966, είναι μια άκρως δημιουργική χρονιά για τον Μίκη, καθώς ολοκληρώνει και το «Μαουτχάουζεν», βασισμένο στους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη που έζησε την κόλαση του γερμανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης. Και τα δυο έργα παρουσιάζονται από τον συνθέτη, αλλά δεν παίζουν ποτέ στο ραδιόφωνο, αφού από τις 12 Ιανουαρίου έχει απαγορευτεί επισήμως η μετάδοση οποιουδήποτε τραγουδιού του Θεοδωράκη.

 

«Οι σκοτεινές δυνάμεις της υποτέλειας σπεύδουν να υλοποιήσουν το βασιλικό διάγγελμα του μίσους. Όμως, ό,τι και να κάνουν δεν θα μπορέσουν ποτέ να πείσουν έστω και έναν Έλληνα ότι τα τραγούδια μου είναι… μίασμα. Αν είχαν και ελάχιστη ιστορική μνήμη θα έβλεπαν ότι και κάποιοι άλλοι με διάλεξαν για στόχο τους, όμως η δίωξή μου δεν τους έφερε… γούρι» είναι η οργισμένη απάντηση του συνθέτη που αφήνει αιχμές και για τον ευρισκόμενο πλέον στο Παρίσι, Κωνσταντίνο Καραμανλή.

 

 

 

Καθώς ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Μάνος Χατζιδάκις συντάσσονται με τον Θεοδωράκη φέροντας στο προσκήνιο το θέμα της απαράδεκτης λογοκρισίας, ο Μίκης βρίσκει τον τρόπο να φτάσει με την μουσική του εκεί που θέλει. Στον ίδιο το λαό. Διοργανώνει μια σειρά λαϊκών συναυλιών σε όλη την Ελλάδα, σε ανοιχτά γήπεδα, αγκαλιάζοντας όσο το δυνατόν ευρύτερες μάζες. Η Ρωμιοσύνη και το Μαουτχάουζεν ταξιδεύουν σε όλη τη χώρα και φτάνουν μέχρι την Κύπρο.

Η διοργάνωση των συναυλιών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο «στιγματισμένος» συνθέτης μοιάζει με πονοκέφαλο για τις τοπικές αρχές. Σε αυτό το πλαίσιο και πολιτικό κλίμα, ο σύλλογος Κρητών σπουδαστών, παίρνει την πρωτοβουλία να καλέσει τον Μίκη στο νησί για συναυλίες στο Ηράκλειο, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, το τριήμερο 6.7 και 8 Αυγούστου 1966.

 

Η διπλή συναυλία στο Μαρτινένγκο

 

Ο σύλλογος στον οποίο δραστηριοποιούνται κυρίως Λαμπράκηδες και νεολαίοι της ΕΔΗΝ (η νεολαία της Ένωσης Κέντρου) πλευρίζει τον Εργοτέλη, γνωρίζοντας ότι στους κόλπους του συλλόγου υπήρχαν μέλη και ψηφοφόροι της ΕΔΑ, ενώ ο πρόεδρος Μανόλης Φαρσάρης ήταν και γραμματέας της ΕΔΗΝ, με σπουδαία αντιδικτατορική δράση στη συνέχεια.

 

Οι φοιτητές ζητούν την παραχώρηση του «Μαρτινένγκο», του γηπέδου δηλαδή του Εργοτέλη για τη διεξαγωγή της συναυλίας. Ο σύλλογος σε συνεδρίαση του ΔΣ αποδέχεται ομόφωνα την πρόταση και παραχωρεί το γήπεδο για τη συναυλία, με την απόφαση να παραμένει γραμμένη (μάλλον σκοπίμως) στα πρόχειρα πρακτικά του συμβουλίου.

 

Η απόφαση του Εργοτέλη προκαλεί αναταραχή στις επίσημες αρχές της πόλης. Η νομαρχία και ο στρατός αντιδρούν, εναντιώνονται στη διεξαγωγή της συναυλίας, ενώ ο λοχαγός Γιάννης Μανουσάκης, μέλος του ΔΣ του Εργοτέλη με επίσημη επιστολή προς τον σύλλογο ζητά την ακύρωσή της, διότι το συμβούλιο «εξηπατήθη», δίνεται «πολιτική χροιά στην εκδήλωση» και «υπάρχει κίνδυνος πολιτικού στιγματισμού».

 

Ο σύλλογος, όμως, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις εμμένει στην παραχώρηση του γηπέδου και στις 6 Αυγούστου ο Μίκης Θεοδωράκης δίνει όχι μία, αλλά δυο (συνεχόμενες) συναυλίες στο καυτό (από τη ζέστη αλλά και τον ενθουσιασμό) Ηράκλειο. Η απόφαση για διπλή συναυλία (μία στις 7:30μμ και αμέσως μετά στις 10:30 μμ) είχε παρθεί λόγω της τεράστιας ζήτησης των εισιτηρίων.

 

Στις συναυλίες, όπου παρουσιάζονται η Ρωμιοσύνη και το Μαουτχάουζεν, συμμετέχουν ο Χρήστος Λεοντής, η Ελένη Καραΐνδρου, λαϊκή ορχήστρα με σολίτ στο μπουζούκι τους Λάκη Καρνέζη και Κώστα Παπαδόπουλο. Τραγουδούν η Μαρία Φαραντούρη, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ελένη Ροδά.

 

Στην Αυγή της 17ης Αυγούστου, η Ειρήνη Λεβεντάκη, μεταφέρει το κλίμα των συναυλιών και το πάθος μέσα στο Μαρτινένγκο, από την ορχήστρα και τους τραγουδιστές, τον ίδιο τον Θεοδωράκη και τον κόσμο. Παρότι κάποιοι δεν μπόρεσαν καν να καθίσουν «για όλες τις ταλαιπωρίες, για την ορθοστασία, την αναμονή, αποζημίωση στάθηκε η ίδια η συναυλία, που άρχισε μέσα σε ένα πανζουρλισμό χειροκροτημάτων…. Νιώθαμε πως αυτό το τεράστιο κοινό ζούσε στιγμές ευτυχισμένης συνεννόησης. Εκεί όμως που η συνεννόηση άγγιξε τα όρια της ομαδικής υστερίας ήταν στα τραγούδια του «Μαουντχάουζεν» και της «Ρωμιοσύνης». Στα πρώτα χαρήκαμε τη ζεστή και άφταστη σε εκφραστική λιτότητα φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Τη Ρωμιοσύνη τραγούδησε ο σεμνός νέος, αξιόλογος τραγουδιστής, Δ.Μητροπάνος» έγραφε η εφημερίδα, προσθέτοντας: «Αλήθεια, τι κριτική θα μπορούσε να γράψει κανείς για τον συνθέτη και τα τραγούδια του, όταν η μόνη και γνήσια κριτική, υψωνόταν η φωνή χιλιάδων ανθρώπων που τραγουδούσαν μαζί με τον ερμηνευτή «ένα το χελιδόνι» ή «βρέχει στη φτωχογειτονιά».

 

Αποφασίζομεν και διατάσσομεν

 

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, βρήκε τους υπηρέτες της χούντας, έτοιμους να απομονώσουν (αν όχι να εξοντώσουν) τα αντεθνικά στοιχεία. Μια από τις πρώτες ενέργειες του διοικητή της ΣΕΑΠ, Τζουβελέκου, ήταν να καλέσει τρία μέλη του ΔΣ του Εργοτέλη, ζητώντας εξηγήσεις για τη συναυλία Θεοδωράκη, οκτώ μήνες πριν. Ο αξιωματικός απειλεί ότι θα πάρει γήπεδο από το σύλλογο και θα το μετατρέψει σε οικισμούς για τον στρατό. Το σωματείο μπαίνει αμέσως στο στόχαστρο, καθώς θεωρείται άντρο κομμουνιστών. Τον Ιούνιο του 67, με το κλασικό «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» το χουντικό καθεστώς απολύει από το ΔΣ του Εργοτέλη, έξι μέλη, κατά σύμπτωση όλα προερχόμενα από την αριστερά ή την Ένωση Κέντρου. «Παρέκκλιναν του σκοπού για τον οποίο εξελέγησαν και μετέτρεψαν το σωματείο εις όργανο εξυπηρέτησης πολιτικών και ενίοτε αντεθνικών σκοπών…» γράφει η απόφαση, με τα ιδιότυπα ελληνικά των χουνταίων.

 

Ο πρόεδρος Μανόλης Φαρσάρης οδηγείται στην Ασφάλεια, ο Μιχάλης Λογαριαστάκης εξορίζεται στο Παρθένι της Λέρου, η Δέσποινα Σκαλοχωρίτου διαγράφεται και διαφεύγει στο εξωτερικό, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση, ενώ ο Μανόλης Γούργος, που είχε παίξει και πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοργάνωση της συναυλίας του Μίκη, παίρνει δυσμενή μετάθεση για τα Κύθηρα, όπου αργότερα πέθανε από την καρδιά του. Αργότερα η χούντα επιχειρεί γενικό ξεκαθάρισμα καθώς ξηλώνει όλο το μητρώο των μελών και ζητά επανεγγραφή με προτεραιότητα στους εθνικόφρονες πολίτες. Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών.

 

Υποβιβασμός και αρπαγή 5 παικτών…

 

Το σχέδιο Ασλανίδη, εν τω μεταξύ, για τον ασφυκτικό έλεγχο των αθλητικών σωματείων σε όλη την Ελλάδα, μπαίνει σε εφαρμογή. Ο Εργοτέλης υποχρεώνεται να ακολουθήσει τον δρόμο είτε της συγχώνευσης με τον ΟΦΗ, είτε της επιστροφής στο τοπικό πρωτάθλημα, αφού η χούντα οραματίζεται μια ισχυρή ομάδα σε κάθε μεγάλη πόλη της περιφέρειας. Οι αναδιαρθρώσεις των κατηγοριών γίνονται με αλλοπρόσαλλα κριτήρια και καθαρά … χουντικούς συλλογισμούς.

Η συγχώνευση, πάντως, δεν προχωράει, αφού και τα δυο σωματεία αντιτίθενται σε μια τέτοια προοπτική. Ο Εργοτέλης δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στις τοπικές κατηγορίες. Ο ΟΦΗ, μάλιστα, βρίσκει την ευκαιρία και του παίρνει πέντε από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της ομάδας (Δ.Παπαδόπουλος, Κ.Θεοδωράκης, Μ.Σταυρουλάκης, Κ.Ζουράρης, Γ.Σκανδαλάκης) οι οποίοι μάλιστα φυγαδεύονται σε αγροτικές περιοχές έξω από το Ηράκλειο, ώστε να μην ανανεώσουν με τον Εργοτέλη!

 

Ακολουθεί μια δικαστική μάχη με την παρέμβαση και του Ασλανίδη, ο Εργοτέλης κερδίζει στην αρχή την υπόθεση, όμως στο τέλος οι παίκτες πηγαίνουν οριστικά στον ΟΦΗ…

 

Σχεδόν τριάντα χρόνια έκανε ο Εργοτέλης να επιστρέψει στις εθνικές κατηγορίες. Το 1995 ανέβηκε στην Δ Εθνική και εκεί ξεκίνησε ο δρόμος προς τα πάνω. Το 2002, μετά την άνοδό του στην Γ Εθνική, υπέγραφε τον Πάτρικ Ογκουνσότο και δυο χρόνια αργότερα, στο μπαράζ με τον Ακράτητο, κέρδιζε μια θέση στην Super League. Πολλά είχαν αλλάξει από την εποχή της χούντας, ο Εργοτέλης έμεινε στην Α Εθνική οκτώ χρόνια. Από το Μαρτινένγκο, μετακόμισε στο Παγκρήτειο, όπου σε αγώνα εναντίον του Ολυμπιακού, έκοψε 21.000 εισιτήρια. Ο σύλλογος δεν ξέχασε την ιστορία του. Τίμησε τον Μίκη Θεοδωράκη, δυο φορές. Μία το 2009, στα 80χρονα από την ίδρυσή του, κι άλλη μία τρία χρόνια αργότερα με συναυλία στην οποία έδωσε το παρών και ο ίδιος ο μεγάλος συνθέτης. Στην πρώτη, είχε στείλει επιστολή, με την οποία ζητούσε συγγνώμη για τον υποβιβασμό της ομάδας, τονίζοντας: «Παρά το ότι πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, στη σκέψη μου παραμένει ολοζώντανη εκείνη η μοναδική μέρα με τον τόσο ενθουσιασμό, το τόσο πάθος και πλήθος, που θυμάμαι πως δεν είχα χώρο να διευθύνω την ορχήστρα και τους τραγουδιστές.

Άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος να το κάνω, δεδομένου ότι τραγουδούσαν όλοι μαζί τόσο δυνατά και τόσο ωραία, που δικαίως η εξουσία και τα όργανα της τάξεως αφηνίασαν και στη συνέχεια ξέσπασαν στον Εργοτέλη»

 

Οι φίλοι της ομάδας, απάντησαν τραγουδώντας Μάνο Λοΐζο και παραφράζοντας τον Δρόμο: «Ο Έργο έχει τη δική του ιστορία, κάποιοι τη γράψανε το ’68, κι είναι μια λέξη μοναχά ‘Δημοκρατία’, κι είμαστε όλοι υπερήφανοι γι’ αυτό»

 

Γιάννης Ζαϊμάκης: “Τα ίχνη της ιστορίας…”

 

Το βιβλίο του Γιάννη Ζαϊμάκη, αποτέλεσε την κυρίαρχη πηγή για το άρθρο που διαβάζετε. Περιγράφει με λεπτομέρειες και ντοκουμέντα όλα τα γεγονότα του 1966 και την μεταχείριση του Εργοτέλη από τη χούντα, έχοντας κάνει μια σημαντικότατη, όσο και σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, έρευνα.

 

«Η πορεία του Εργοτέλη διακόπηκε βίαια, καθώς ήταν μια ομάδα Β Εθνικής και μαζί με τον ΟΦΗ εκπροσωπούσαν το Ηράκλειο σε μια εθνική κατηγορία, κάτι πολύ σημαντικό εκείνη την εποχή για το ποδόσφαιρο μιας επαρχιακής πόλης…» λέει στο News247 ο συγγραφέας και απαντώντας σε ένα θεωρητικό «τι θα γινόταν αν» τονίζει: «Τα αν δεν γράφουν την ιστορία, σίγουρα, όμως, η διαδρομή της ομάδας θα ήταν διαφορετική, γιατί βρέθηκε ξαφνικά στο τοπικό πρωτάθλημα και ταλαιπωρήθηκε πάρα πολλά χρόνια, μέχρι να ξαναβγεί στο αγωνιστικό προσκήνιο. Ταυτόχρονα ο ΟΦΗ ο οποίος είχε πάρει και τους 5 καλύτερους ποδοσφαιριστές του Εργοτέλη, την επόμενη χρονιά κέρδισε την άνοδό του στην Α Εθνική και δημιουργούσε, πλέον, μια διαφορετική δυναμική, σε καιρούς που η περιφέρεια διψούσε για σπουδαίες αθλητικές διακρίσεις».

 

-Γιατί η χούντα θέλησε να ελέγξει τόσο ασφυκτικά τα αθλητικά σωματεία;

 

«Η δικτατορία είχε κατά νου τη λογική των φασιστικών καθεστώτων. Ήθελε τον απόλυτο έλεγχο των διοικήσεων και μια στρεβλή άποψη για την ανάπτυξη του αθλητισμού και του ποδοσφαίρου. Θεωρούσε θέσφατο ότι κάθε πόλη έπρεπε να έχει μια «υπερομάδα» όπως έλεγε, ευνοούσε τις συγχωνεύσεις και αποφάσιζε υποβιβασμούς με το έτσι θέλω. Προωθούσε, επίσης, τις συγχωνεύσεις των σωματείων, αν και στην περίπτωση των δυο συλλόγων της Κρήτης κανείς δεν αποδέχθηκε αυτή τη λύση.

 

Σαφώς έπαιζαν ρόλο σε όλα αυτά οι καταβολές κάθε σωματείου. Σε όποιον σύλλογο τα μέλη των διοικήσεων προέρχονταν από την αριστερά, υπήρξαν διαγραφές και διώξεις, όπως συνέβη και με ανθρώπους της διοίκησης του Εργοτέλη.

Μετά τη Μεταπολίτευση, έγινε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η αδικία, χωρίς όμως αποτέλεσμα, κάτι που στοίχισε και σε εσωτερικές διαμάχες και διοικητικές ανακατατάξεις…»

 

-Πενήντα πέντε χρόνια μετά, πόση είναι η απήχηση, πλέον αυτών των γεγονότων;

 

«Ο παλιότεροι φίλαθλοι τα μνημονεύουν ακόμα. Είναι μέρος της ιστορίας του συλλόγου, που πάντα διακρινόταν για την προοδευτική του κατεύθυνση. Μιλάμε για ένα σύλλογο που ιδρύθηκε το 1929 και είχε στη διοίκησή του την πρωτοπόρα Ελένη Λελεδάκη, η οποία είχε ιδρύσει τμήμα γυναικών στο βόλεϊ. Είναι επίσης ένα σωματείο, που στηρίχθηκε τόσο στο προσφυγικό στοιχείο, όσο και στους γηγενείς. Σίγουρα, με την πάροδο του χρόνου, πολλά πράγματα ξεθωριάζουν, μένουν όμως τα ίχνη της ιστορίας τα οποία μένουν ανεξίτηλα. Βεβαίως, οι εποχές αλλάζουν, ο αθλητισμός δεν είναι ίδιος, υπάρχει εμπορευματοποίηση, επαγγελματισμός, κάτι που επηρέασε και την συνολική πορεία του Εργοτέλη, ο οποίος αν ήθελε να έχει διακρίσεις, έπρεπε να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα, χωρίς να ξεχνάει και την παράδοσή του, να βγάζει παίκτες από τις υποδομές του. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι πολύ ενθαρρυντικό να βλέπουμε και παραγωγή παιδιών μεταναστών, που φτάνουν μέχρι την πρώτη ομάδα…».

 

Πηγή: Sport24

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη