Τρεις στους τέσσερις εργοδότες θέλουν πρόσφυγες-μετανάστες στη δουλειά αλλά…


Κωνσταντίνος Λάππας

Τρεις δεκαετίες μετά τις πρώτες μεγάλες μεταναστευτικές ροές που έφτασαν στην Ελλάδα και έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης, η ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην αγορά εργασίας φαίνεται να επαφίεται ακόμα στις επιλογές των μεμονωμένων εργοδοτών και να υποστηρίζεται μόνο από αποσπασματικές κινήσεις της Πολιτείας, χωρίς συνεκτικό σχέδιο.

 

Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων σημαντικών, από τη συνέντευξη που έδωσε στο tvxs.gr ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας Ενταξης της ΜΚΟ «HumanRights 360» Θοδωρής Μπογέας, μετά τη δημοσιοποίηση της έρευνας που έκανε η οργάνωση σχετικά με τις στάσεις των επιχειρήσεων απέναντι στην απασχόληση προσφύγων και μεταναστών.

 

Πόσοι επιχειρηματίες θα έπαιρναν έναν πρόσφυγα ή μετανάστη στη δουλειά τους και πόσοι το έχουν ήδη κάνει; Ποιοι είναι οι παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά; Ποια χαρακτηριστικά των προσφύγων-μεταναστών τους καθιστούν «ελκυστικούς» εργαζόμενους; Και φυσικά, τί κάνει η Πολιτεία σχετικά με όλα αυτά; Η έρευνα της Human Rights 360 και η συνέντευξή μας με τον κο. Μπογέα δίνουν τις απαντήσεις.

 

Βασικά ευρήματα της έρευνας είναι πως το 36% των επιχειρήσεων που ρωτήθηκαν δήλωσε πως απασχολεί πρόσφυγες/μετανάστες και ένα ακόμη 40% είπε πως μια τέτοια προοπτική είναι ορατή στο μέλλον. Αντίθετα το 24% των επιχειρήσεων απάντησε ότι δεν είναι πιθανό να προσλάβει κάποιον πρόσφυγα/μετανάστη. Πάντως βασικός λόγος για τον οποίο αρκετές επιχειρήσεις απασχολούν πρόσφυγες ή μετανάστες είναι η έλλειψη άλλων υποψηφίων για την κάλυψη συγκεκριμένων πόστων.

 


«Η έρευνα μας βοήθησε να δούμε τα εμπόδια αλλά και τους παράγοντες που ενισχύουν την πρόσληψη προσφύγων και μεταναστών. Σε σύγκριση με προηγούμενη έρευνα που έδειχνε ότι περίπου το 10% του προσφυγικού πληθυσμού απασχολούνταν νόμιμα στην Ελλάδα, τώρα βλέπουμε ότι το ποσοστό αυτό έχει ανέβει. Βέβαια η έρευνά μας αφορά αποκλειστικά την περιοχή της Αττικής, συνεπώς δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για την υπόλοιπη χώρα», λέει ο Θοδωρής Μπογέας.

 

Πώς προέκυψε όμως αυτή η θετική, προς την κατεύθυνση της ένταξης, πορεία; Είναι αποτέλεσμα κάποιου σχεδίου από τη μεριά της Πολιτείας; «Το 2019 είχαμε δει ένα σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης, το οποίο όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Μέχρι και σήμερα περιμένουμε το νέο σχέδιο για την ένταξη. Γνωρίζουμε πως γίνεται μια σχετική εργασία στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής υπό την κα. Βούλτεψη αλλά δεν έχει ανακοινωθεί κάτι και άρα δεν έχουμε κάποια εικόνα για το τί θα περιλαμβάνει. Συνεπώς από το 2015 μέχρι σήμερα, μετά από έξι χρόνια εμπειρίας με έντονη προσφυγική συνθήκη, δεν έχει εφαρμοστεί ένα ενιαίο πλάνο ένταξης της προσφύγων στη χώρα», είναι η απάντηση που δίνει ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας Ενταξης της Human Rights 360.

 

Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι καμία ένωση εργοδοτών στην Ελλάδα, (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, επιμελητήρια κ.α) δε φαίνεται να έχει θέσει ψηλά στην ατζέντα της το θέμα της απορρόφησης προσφύγων/μεταναστών. Θετικό δείγμα αποτελεί το πρόγραμμα εκπαίδευσης των κοινωνικών εταίρων πάνω στην εθνοτική ποικιλομορφία στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) του Ινστιτούτου της ΓΣΕΒΕΕ, που όμως δεν αποτελεί μοχλό πιεσης προς την Πολιτεία. «Δεν έχει υπάρξει κάποια ανακοίνωση που να αναφέρεται στην ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην εργασία παρόλο που θα το περιμέναμε. Ειδικά στο βιομηχανικό τομέα υπάρχει ανάγκη για προσωπικό γενικών καθηκόντων αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό που εκλείπει στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα ηλεκτροσυγκολλητές. Ενώ λοιπόν υπάρχει ανάγκη, η ανάγκη αυτή δεν έχει διατυπωθεί από τους εργοδότες. Εάν αυτό συνέβαινε, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μοχλός δημιουργίας δομών υποστήριξης από την πλευρά της Πολιτείας», παρατηρεί ο κ. Θοδωρής Μπογέας.

 

Ανεπαρκή τα προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας

 

Εφόσον μια επιχείρηση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προσλάβει έναν πρόσφυγα ή μετανάστη, πρώτος παράγοντας στην επιλογή του υποψηφίου είναι η δυνατότητα επικοινωνίας με 49% και δεύτερος η γνώση της γλώσσας με 34%. Σε διεθνές επίπεδο άλλωστε, η εκμάθηση της γλώσσας είναι μία από τις βασικές μέριμνες που αναλαμβάνουν οι χώρες ένταξης. Όμως σύμφωνα με τον κο. Μπογέα, στην Ελλάδα υπάρχει πολλά να γίνουν ακόμα σε αυτό το επίπεδο.

 

Για τους ήδη αναγνωρισμένους πρόσφυγες: «Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή ο μοναδικός φορέας που παρέχει μαθήματα ελληνικής γλώσσας είναι τα κέντρα ένταξης μεταναστών που λειτουργούν στο δήμο Αθηναίων και κάποιους ακόμα δήμους. Από εκεί και πέρα υπάρχει το πρόγραμμα Ήλιος που παρέχει μαθήματα ελληνικών αλλά αφορά μόνο τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες που προηγουμένως είτε διέμεναν σε κάποια δομή φιλοξενίας είτε στεγάζονταν μέσω του προγράμματος Εστία σε διαμερίσματα».

 

Για τους αιτούντες άσυλο: «Παραδίδονται μαθήματα εντός των κέντρων φιλοξενίας, όμως ο αριθμός τους είναι πολύ μικρός, η ροή των ανθρώπων είναι συνεχής και άρα η συνέχιση των μαθημάτων αποδεικνύεται πολλές φορές δύσκολη. Μαθήματα διοργανώνονται και από  οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών τα οποία συχνά διενεργούνται από εθελοντές καθηγητές και γι’ αυτό διακόπτονται, οπότε και εκεί προκύπτει μια έλλειψη συνέχειας. Η καλή πρακτική που υπήρχε με τα ανοιχτά σχολεία από το δήμο της Αθήνας με μαθήματα εντός του αστικού ιστού, δυστυχώς έχει σταματήσει».

 

Μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις πολύ μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

 

Συνολικά, το 49% των επιχειρήσεων βλέπουν θετικά ή πολύ θετικά το να προσλάβουν έναν πρόσφυγα/μετανάστη, ένα 35% δεν έχει διαμορφώσει άποψη, ενώ το 17% δηλώνουν αρνητικές ή μάλλον αρνητικές ως προς την προοπτική αυτή. Παρατηρείται λοιπόν μια σημαντική απόκλιση ανάμεσα στα ποσοστά που καταγράφουν τις προθέσεις των εργοδοτών και σε αυτά που δείχνουν τις πραγματικές προσλήψεις. (49% βλέπει θετικά, 36% όντως απασχολεί, στον αντίποδα 17% το βλέπει αρνητικά, 24% στην πράξη το αποκλείει).

 


Όπως φαίνεται στο γράφημα στα δεξιά, οι στάσεις μάλιστα των επιχειρήσεων σχετικά με την πρόσληψη προσφύγων/μεταναστών διαφέρουν αρκετά όσο αλλάζει το μέγεθος της επιχείρησης. Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 9 άτομα προσωπικό) η έρευνα της Human Rights 360 βρήκε μια μεγάλη γκάμα απαντήσεων, που ενδεχομένως αντανακλούν και πολιτικές θέσεις των ιδιοκτητών τους. «Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι συνήθως οικογενειακές, οπότε οι θέσεις απασχόλησης είναι εξαιρετικά περιορισμένες και συνήθως καλύπτονται από το άμεσο περιβάλλον των εργοδοτών, οπότε ενδεχομένως να μην υπάρχει ανάγκη πρόσληψης ενός πρόσφυγα/μετανάστη. Και φυσικά, η απόφαση ανήκει στον ιδιοκτήτη-εργοδότη», σημειώνει ο κ. Μπογέας.

 

Στις μικρές επιχειρήσεις (έως 50 άτομα), τα περιθώρια πρόσληψης αυξάνονται σημαντικά και στις μικρομεσαίες (έως 249 άτομα) ακόμα περισσότερο. «Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ζητούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και συχνά εξειδικευμένους εργαζόμενους. Έχοντας στο εσωτερικό τους τμήματα διαχείρισης ανθρώπινων πόρων (HR), βασίζονται κυρίως στο ακαδημαϊκό και επαγγελματικό προφίλ των ατόμων, παρά στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Έτσι προκύπτει πιο εύκολη πρόσβαση για πρόσφυγες/μετανάστες σε αυτές τις επιχειρήσεις», εξηγεί ο κ. Μπογέας.

 

Γιατί οι εργοδότες προτιμούν αλλοδαπούς εργαζόμενους και τί ψάχνουν

 

Από την έρευνα της Human Rights 360 προκύπτει πως πρόσφυγες και μετανάστες προσλαμβάνονται κυρίως για εργασίες που δεν αναλαμβάνουν άλλοι κι επειδή εμφανίζονται ελάχιστα επιλεκτικοί σχετικά με το αντικείμενο της δουλειάς. Η ενδυμασία φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά 1 στις 3 επιχειρήσεις και ακολουθούν οι συστάσεις που φέρει ο υποψήφιος.

 


Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το εύρημα σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις περιγράφουν ως προτερήματα των αλλοδαπών υποψηφίων την προθυμία και την ευελιξία, την εργατικότητα και την «ταπεινότητα». Οι διατυπώσεις αυτές σε συνδυασμό με την παραδοχή αρκετών εργοδοτών που συμμετείχαν στην έρευνα ότι το χαμηλότερο μισθολογικό κόστος αποτελεί ενθαρρυντικό παράγοντα, εγείρουν το ζήτημα της εκμετάλλευσης στην εργασία προσφύγων και μεταναστών.

 

«Δυστυχώς υπάρχουν παραδείγματα εκμετάλλευσης», απαντά ο Θοδωρής Μπογέας. «Έχουμε ακούσει για τα περιστατικά εργασίας αλλοδαπών στον αγροτικό τομέα ή για εργοδότες που απαιτούν να τους επιστραφεί το δώρο Χριστουγέννων ή απασχολούν εργαζόμενους 10ωρα ενώ τους ασφαλίζουν για μερική απασχόληση. Το γεγονός ότι υπάρχουν συνηθως χαμηλές αντιστάσεις από τον προσφυγικό πληθυσμό, λόγω της ανάγκης για βιοπορισμό και του λιγοστού των ευκαιριών που καθιστούν δύσκολη την απόφαση για παραίτηση, αφήνει ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερο περιθώριο. Και σε αυτό το τοπίο δυστυχώς ξέρουμε πως υπάρχει σημαντική δυσκολία πρόσβασης για τους εργαζόμενους αυτούς σε καταγγελίες και μηχανισμούς προστασίας τους», τονίζει.

 

Από την εμπειρία του όμως στα προγράμματα ένταξης, ο κ. Μπογέας έχει και καλά παραδείγματα να θυμηθεί. «Από την άλλη μεριά γνωρίζουμε και πολλά θετικά παραδείγματα, όπου σε περιόδους μεγάλης έντασης της δουλειάς, για παράδειγμα στις τουριστικές επιχειρήσεις στη high season, οι πρόσφυγες είναι διατεθειμένοι να υποστηρίξουν την επιχείρηση και ο εργοδότης τους απασχολεί ακολουθώντας όλες τις προβλέψεις του νόμου».

 

Τα εμπόδια που καλείται να λύσει η Πολιτεία

 

«Η μεγαλύτερη τροχοπέδη για την πρόσληψη προσφύγων/μεταναστών είναι σύμφωνα με τους επιχειρηματίες ο καθορισμός των διοικητικών εγγράφων και οι περίπλοκες διαδικασίες πρόσληψης. 9 στις 10 επιχειρήσεις απάντησαν ότι θα διευκολύνονταν αν ήταν πιο εύκολη διοικητικά η διαπίστωση εγκυρότητας των εγγράφων ενώ το 84% αυτών θα επιθυμούσε την ενημέρωση για την ύπαρξη υποψηφίων σχετικών με τις ανάγκες τους καθώς και την ύπαρξη κάποιου φορέα που θα μεσολαβούσε για την εξεύρεση του κατάλληλου προσωπικού», επισημαίνει ο κ. Μπογέας.

 


Τα βασικά προβλήματα για τους εργοδότες, όπως μας τα μετέφερε ο κ. Μπογέας, είναι τα εξής:

 

    Συχνή μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου. Το 2018 υπήρχαν καθυστερήσεις στην έκδοση ΑΦΜ εξαιτίας επιβεβαίωσης στοιχείων που ζητούσε η Εφορία. Το 2019 είχαμε την ακύρωση του ΑΜΚΑ για τους αιτούντες άσυλο. Ο ΠΑΑΥΠΑ που ήρθε να τον αντικαταστήσει εφαρμόστηκε δέκα μήνες μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου και για μεγάλο διάστημα ύστερα εμφανιζόταν ανενεργός στο σύστημα Εργάνη. Η «Εργάνη» ζητά ακόμα τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ ο οποίος πλέον πολύ δύσκολα χορηγείται από τον ΕΦΚΑ, επειδή θεωρητικά έχει αντικατασταθεί από τον ΑΜΚΑ.

    Σύγχυση σχετικά με το νομικό καθεστώς των ατόμων. Συχνά, βάσει του μεταναστευτικού κώδικα εργοδότες ζητούν από τους υποψηφίους διαβατήριο, έγγραφο που οι περισσότεροι υποψήφιοι δεν κατέχουν. Όσον αφορά στις άδειες παραμονής, αυτές μέσα στην πανδημία ανανεώνονταν αυτόματα στο σύστημα αλλά οι άνθρωποι στα χέρια τους είχαν έγγραφα που φαίνονταν να έχουν λήξει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες και καχυποψία σε ορισμένους εργοδότες. Σύγχυση επίσης προκαλούν τα νέα δελτία για τους αιτούντες άσυλο που ενώ αναγράφουν πως χρήζουν ανανέωσης, δεν αναγράφουν την ημερομηνία της τελευταίας ανανέωσης.

 

«Από όλα αυτά προκύπτει η ανάγκη για ένα διαμεσολαβητή που θα ενημερώνει τους εργοδότες αν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι έχουν όλα τα απαραίτητα έγγραφα», υπογραμμίζει ο Θοδωρής Μπογέας.

 

Σχετικά με τους ίδιους τους πρόσφυγες/μετανάστες, οι εργοδότες φαίνεται να φοβούνται το ενδεχόμενο της απροειδοποίητης φυγής ενός εργαζόμενου. «Είναι γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι επιλέγουν να δουλέψουν μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κι ύστερα να φύγουν. Το «βορειοευρωπαϊκό όνειρο» για πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες μένει ζωντανό και είναι διατεθειμένοι να το κυνηγήσουν όταν κρίνουν πως έχουν την ευκαιρία», λέει ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας Ενταξης της Human Rights 360.

 

Όσον αφορά στις πολιτισμικές διαφορές, ξεχωρίζει στα απαντώμενα ως εμπόδια η τέταρτη θέση της απάντησης «Μουσουλμάνος». Επίσης οι άνθρωποι της οργάνωσης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «η διαφορετικότητα είναι σεβαστή σε γενικό πλαίσιο αλλά όχι επιθυμητή στο πλαίσιο της εργασίας». Όμως ο κ. Μπογέας βλέπει «το ποτήρι μισογεμάτο». «Σε έρευνα που είχαμε κάνει πριν τρία χρόνια με το Human Rights 360 είχαμε βρει μια άνοδο της ισλαμοφοβίας που σχετιζόταν με την εθνική ταυτότητα και τον φόβο περί κινδύνου για την ελληνική κουλτούρα. Φαίνεται αυτό το αίσθημα να είναι λιγότερο έντονο πλέον. Βρισκόμαστε σε μια φάση εξοικείωσης, αν και δείγματα παραδοσιακών ενδυμασιών, όπως για παράδειγμα η μαντήλα, μάλλον δεν είναι ακόμα αποδεκτά στο σύνολο των επιχειρήσεων», επισημαίνει.

 

Ασφάλεια και σταθερότητα, ζητούμενα για εργοδότες και πρόσφυγες/μετανάστες

 

«Άνθρωποι που συμμετέχουν στα δικά μας αντίστοιχα προγράμματα μας λένε: ‘Θέλω πολύ να μείνω, μ’ αρέσει η χώρα, οι άνθρωποι, η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής αλλά δεν ξέρω αν θα έχω δουλειά. Αν θα καταφέρω να επιβιώσω’. Συνεπώς ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας είναι ζητούμενο τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους υποψήφιους εργαζόμενους», τονίζει ο κ. Μπογέας.

 

«Έχουμε δει ανθρώπους να τα καταφέρουν, παρά τις πιθανές δυσκολίες. Έχουμε δει ανθρώπους που έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητές τους, δείχνοντας ταυτόχρονα συνέπεια και προθυμία, πραγματικό ενδιαφέρον για τη δουλειά τους», παρατηρεί με αισιοδοξία. «Έχουμε δει ανθρώπους που μετά από δύο χρόνια συνεχούς εργασίας σκέφτονται τα επόμενα βήματα, όπως για παράδειγμα η αγορά ενός σπιτιού ή η ολοκλήρωση των σπουδών τους».

 

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη