Μαρίνα Αλεξανδρή
Οι πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης λένε πως η διαδικασία για την έναρξη χορήγησης των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης βρίσκεται στην τελική της ευθεία. Εως τα τέλη του μήνα αναμένεται να υπογραφούν οι επιχειρησιακές συμβάσεις μεταξύ υπουργείου Οικονομικών και συστημκών τραπεζών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να δοθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος δάνεια ύψους 12,7 δισεκατομμυρίων ευρώ που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, δε, τραπεζικών παραγόντων εφόσον εγκριθούν επενδυτικά σχέδια αυτά θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν άμεσα, από τις αρχές κιόλας του 2022.
Υπό
άλλες συνθήκες, οι πληροφορίες αυτές θα ήταν καλά νέα για τις μικρές και
μεσαίες επιχειρήσεις που δίνουν την μάχη εξόδου, επιβίωσης και ανασύνταξης μετά
την πανδημία. Επί πραγματικών δεδομένων όμως, ελάχιστες από αυτές θα έχουν την
δυνατότητα να διεκδικήσουν μέρος του ευνοϊκού δανεισμού των 12,5 δις, κι ακόμη
λιγότερες θα καταφέρουν εν τέλει να χρηματοδοτηθούν.
Το
«κλειδί» και η παγίδα εδώ είναι το νομοσχέδιο για τις συγχωνεύσεις
επιχειρήσεων, το οποίο τιτλοφορείται «Κίνητρα για την ανάπτυξη των
επιχειρήσεων» και οδεύει προς ψήφιση στην Βουλή. Η ψήφιση του νομοσχεδίου
αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της πρώτης δόσης των επιχορηγήσεων
του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία αναμένεται πλέον τέλη Φεβρουαρίου με αρχές
Μαρτίου. Και οι συγχωνεύσεις αποτελούν, με την σειρά τους, προαπαιτούμενο και
προϋπόθεση για να μπορέσει μια μικρή ή μεσαία επιχείρηση να διεκδικήσει ευνοϊκή
χρηματοδότηση από τις τράπεζες μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Που
ακριβώς βρίσκεται η παγίδα; Θεωρητικά, η κυβέρνηση προωθεί το νομοσχέδιο ως την
«μεγάλη ευκαιρία» για την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Και το κίνητρο
που παρέχει το νομοσχέδιο, πέραν της τραπεζικής χρηματοδότησης, είναι η
απαλλαγή φόρου κατά 30% για τις εταιρείες που θα συγχωνευτούν ή θα συνεργαστούν
με διάφορες μορφές.
Στην
πραγματικότητα όμως το όλο σχέδιο δεν είναι παρά εκβιασμός και δίλημμα
επιβίωσης προς τις μικρές επιχειρήσεις: ‘Η θα συγχωνευθούν – δηλαδή, στην πράξη
θα εξαγοραστούν από άλλες μεγαλύτερες επιχειρήσεις – ή δεν θα έχουν πρόσβαση σε
τραπεζική χρηματοδότηση και, περίπου νομοτελειακά, θα βρεθούν αντιμέτωπες με
«λουκέτο».
Η
πλήρως εκβιαστική μορφή αυτού του διλήμματος αποτυπώνεται στην πρόβλεψη του
νομοσχεδίου που ορίζει ρητά πως για να τύχουν ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης
και να ενταχθούν στις δανειοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, οι επιχειρήσεις που
θα συγχωνευθούν θα πρέπει να έχουν ετήσιο τζίρο μεγαλύτερο των 450.000 ευρώ.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει καθαρά ότι καμία επιχείρηση στην Ελλάδα
με προσωπικό 0 έως 4 εργαζομένους δεν καλύπτει το συγκεκριμένο κριτήριο ετήσιου
τζίρου, άρα η μόνη πιθανότητα να ενταχθεί στο «ευνοϊκό» καθεστώς είναι να
εξαγοραστεί από κάποια άλλη, πολύ μεγαλύτερη επιχείρηση.
Πρόκειται
για τις επιχειρήσεις εκείνες που έχουν χαρακτηριστεί «ζόμπι» από κυβερνητικά
στελέχη και οι οποίες, με βάση την έκθεση Πισσαρίδη, είναι αντιπαραγωγικές και
δεν μπορούν να στηρίξουν το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.
Εχει
σημασία το γεγονός ότι αυτές οι επιχειρήσεις, με προσωπικό έως 4 άτομα,
απασχολούν συνολικά σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο εργαζομένους. Όπως έχει σημασία
και το ότι, με πλήρη ειλικρίνεια, ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης έχει
ήδη προειδοποιήσει ότι επιχειρήσεις «με δύο και τρεις εργαζόμενους δεν έχουν
πρόσβαση στις τράπεζες».