Εποχή Σολτς - Λίντνερ: Τι φέρνει σε Ευρώπη και Ελλάδα η νέα γερμανική κυβέρνηση


Μαρίνα Αλεξανδρή

 

O Kρίστιαν Λίντνερ, ο ηγέτης του γερμανικού FDP και νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, έχει δεσμευτεί έναντι των ψηφοφόρων του πως θα δώσει μάχη ώστε η συζήτηση για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας «να αποβεί προς όφελος των γερμανικών συμφερόντων». Είναι κάθετα αντίθετος στα ευρωομόλογα και την αμοιβαιοποίηση των χρεών, είχε ταχθεί επίσης κάθετα υπέρ του Grexit, και το 2017 είχε προκαλέσει μίνι διπλωματικό επεισόδιο δηλώνοντας ενώπιον Ιταλών διπλωματών ότι «δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις αποταμιεύσεις των Γερμανών εργατών για να σώσουμε εκείνες των Ιταλών».

 

Οι Financial Times, μάλλον επιεικώς, τον έχουν χαρακτηρίσει «μικρό ανερχόμενο Σόιμπλε» και είναι προφανές πως ούτε ο ευρωπαϊκός Νότος, ούτε πολύ περισσότερο η υπερχρεωμένη Ελλάδα έχουν να περιμένουν πολλά από την θητεία του στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Οι ελπίδες του Νότου στρέφονται κυρίως στο αντίβαρο που μπορεί να αποτελέσει η παρουσία του Ολαφ Σολτς στην καγκελαρία – και εδώ, ωστόσο, οι προσδοκίες είναι συγκρατημένες. Αφενός διότι και ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος έχει σταθερά συντηρητική στάση στα δημοσιονομικά ζητήματα και, αφετέρου, διότι η σφραγίδα του δόγματος Λίντνερ-Σόιμπλε βρίσκεται ήδη στην προγραμματική συμφωνία του νέου, τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας.

 

«Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει επιδείξει την ευελιξία του”, αναφέρεται στο κείμενο της συμφωνίας και προστίθεται: «Σε αυτή τη βάση, θέλουμε να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη, να διατηρήσουμε την βιωσιμότητα του χρέους και την διατήρηση των φιλικών προς το κλίμα επενδύσεων. Η περαιτέρω εξέλιξη των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να βασίζεται σε αυτούς τους στόχους για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας ενόψει των προκλήσεων της εποχής. Το σύμφωνο θα πρέπει να γίνει πιο απλό και πιο διαφανές».

 

Η διατύπωση είναι διπλωματική, αλλά προκύπτει σαφώς ότι η βιωσιμότητα του χρέους τίθεται ως πρώτη προτεραιότητα, η επιστροφή σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες προεξοφλείται και η μόνη συζήτηση που, κατά τις πληροφορίες από το Βερολίνο, φαίνεται διατεθειμένη να κάνει η Γερμανία είναι η αύξηση του ορίου για το χρέος στο 100% του ΑΕΠ από το 60% του ΑΕΠ. Ζήτημα μεταβολής του πλαισίου των ελλειμμάτων δεν τίθεται καν, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την Ελλάδα που το έλλειμμά της τρέχει ήδη στο 7% του ΑΕΠ και είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει σε πλεονάσματα από το 2023.

 

Η αύξηση του ορίου για το χρέος στο 100% δεν σημαίνει επίσης τίποτα ούτε για την Ελλάδα, που το χρέος της βρίσκεται πια στο 200% του ΑΕΠ – ούτε καν για την Ιταλία και την Γαλλία, με χρέος 160% και 120% αντίστοιχα. Επί της ουσίας, δε, η ατζέντα Λίντνερ, σημαίνει απλώς την επιστροφή της Ευρώπης σε μια νέα εποχή λιτότητας, ενδεχομένως πιο ρεαλιστικής και όχι γραμμικής, αλλά εξίσου καθηλωτικής για τα ήδη συμπιεσμένα εισοδήματα του ευρωπαϊκού Νότου.

 

Στην κυβέρνηση το πλαίσιο αυτό είναι γνωστό και δημιουργεί ήδη προβληματισμό σε δύο επίπεδα- οικονομικό και πολιτικό. Ως προς το οικονομικό η επίμονη άρνηση κάθε προοπτικής lockdown συνδέεται, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, και με την γνώση ότι πολύ δύσκολα πλέον η Γερμανία θα συναινέσει σε νέα πακέτα δημοσιονομικής στήριξης για τους κλάδους που πλήττονται, ειδικά από υπερχρεωμένες χώρες. Το κόμμα του Λίντνερ άλλωστε, οι Φιλελεύθεροι, καταψήφισε ακόμη και την σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης στην γερμανική Βουλή.

 

Σε πολιτικό επίπεδο, τα νέα δεδομένα στο Βερολίνο, περιορίζουν ακόμη περισσότερο την αναζήτηση «παραθύρου» εντός του 2022 για πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα. Οι εκλογές προϋποθέτουν παροχές και, εάν δεν υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, δημοσιονομικά περιθώρια για επιπλέον δαπάνες δεν πρόκειται να υπάρξουν μέσα στους επόμενους μήνες.

 

Το πιθανό αντίβαρο σ’ αυτή την νέα κατάσταση θα μπορούσε να είναι ο, επίσης νέος, ευρωπαϊκός άξονας που γεννιέται απόψε στην Ρώμη – ο άξονας Γαλλίας και Ιταλίας που θα κυρωθεί με την υπογραφή της «Συνθήκης του Κυρηνάλιου» από τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Μάριο Ντράγκι. Το timing της υπογραφής δεν είναι τυχαίο, με τους Ντράγκι και Μακρόν να διεκδικούν αναβαθμισμένο ρόλο και επιρροή στην Ευρώπη, σε πολιτικό και οικονομικό πεδίο, στην μετά Μέρκελ εποχή.

 

Το πρώτο ερώτημα είναι πόσο χώρο θα αφήσει ο Σολτς στον νέο ιταλο-γαλλικό άξονα. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν η ελληνική κυβέρνηση έχει διαλέξει στρατόπεδο. Και με ποια ένταση σκοπεύει να μπει στην νέα δημοσιονομική μάχη, που μόλις τώρα ξεκινά στην Ευρώπη.

 

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη