Ταλαντούχος, ακαταμάχητος γόης και την ίδια στιγμή, μαχητικός αριστερός και ενεργός πολίτης, που πλήρωσε τις ιδέες του με διώξεις, ένας άνθρωπος προικισμένος με σπάνια ευγένεια, γενναιοδωρία, ταπεινότητα και χιούμορ.
Λέγεται
ότι, ο Δημήτρης Χορν είχε στοιχηματίσει στην επιτυχία του Αλεξανδράκη. Τόσο
σίγουρος ήταν για το ταλέντο του 17χρονου νεαρού που έδινε εξετάσεις στο Εθνικό
Θέατρο.
Από
την πρώτη του εμφάνιση στην Επίδαυρο το 1954, μέχρι τους ρόλους του στον παλιό
ελληνικό κινηματογράφο, τη βραβευμένη«Συνοικία το Όνειρο» που έφερε τη
σκηνοθετική σφραγίδα του και τις ερμηνείες του στο θέατρο -περισσότερα από
εκατό έργα- ο Αλεξανδράκης υπήρξε ένας μεγάλος ηθοποιός.
«…
Είτε έπαιζε τραγωδία είτε κλασικό δράμα είτε μοντέρνο θέατρο είτε κωμωδία ηθών
είτε φάρσα είτε μπουλβάρ, επέβαλλε τον κωδικό του, τον έξοχο εσωτερικό του
ρυθμό, τη λιτότητα των μέσων που η συμπύκνωση της πείρας απέδιδε πολλαπλάσια
μιμητικά σήματα, επέβαλλε στους συμπαίκτες του ένα ευγενές γούστο που διέκρινε
την εν γένει αγωγή του και προσέδιδε στους ρόλους του ένα βάθος και μια
στοχαστική διάσταση» έγραφε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του
λευκώματος «Αλέκος Αλεξανδράκης.
Ευχαριστώ...» (εκδ. «Αγκυρα», 2003).
Ένα
ελάχιστο δείγμα της ματιάς του για την τέχνη του και τη ζωή ήταν τα λόγια του
σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην «Καθημερινή», το 1998, όταν μετά από 40
ολόκληρα χρόνια, πάτησε ξανά στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με το έργο της Λουίζ
Πέιτζ «Σαλόνικα». «[…] Δεν ήρθα για να μείνω. Είμαι πολύ μεγάλος πια για να
ανήκω κάπου. Δεν μ’ ενδιαφέρει να βρίσκομαι συνέχεια στο σανίδι, αλλά αυτή
είναι η δουλειά μου και δεν θα μπορώ να ζήσω αν δεν την κάνω. Όσο για
φιλοδοξίες, δεν είχα ποτέ…» είχε πει.
Από
τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στο θέατρο
Γιος
εύπορου δικηγόρου με ρίζες από τη Ρωσία, ο Αλεξανδράκης (27 Νοεμβρίου 1928 - 8
Νοεμβρίου 2005) γεννήθηκε στη Μάνη και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι γεμάτο
βιβλία. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία, αγαπούσε τις τέχνες και τον αθλητισμό,
ενώ μεγάλος έρωτας του ήταν η ξιφασκία: Σε ηλικία 15 χρονών ήταν μέλος της
Εθνικής Ομάδας.
Μπαίνει
στη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, με όνειρο να κάνει καριέρα ως αξιωματικός του
Ναυτικού, αλλά μια παράσταση με την Έλλη Λαμπέτη, σε σκηνοθεσία Κουν, αλλάζει
τη ζωή του. Ήταν ο «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Ίσως, δεν ήταν
εντελώς τυχαίο, καθώς είχε ήδη εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει σκηνοθεσία
κινηματογράφου στις ΗΠΑ. Ο φίλος του, ηθοποιός Νίκος Καζής, σπουδαστής στην
Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, τον παρακινεί να παρακολουθήσει μαθήματα.
Δίνει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο (τότε, Βασιλικό) και μπαίνει πρώτος, με τη
στήριξη του Χορν και της Συνοδινού.
Τον
καιρό εκείνο η Κατερίνα Ανδρεάδη έψαχνε ζεν πρεμιέ για το έργο «Φθινοπωρινή
Παλίρροια». Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέπτεται με μία ανθοδέσμη ανά χείρας μαζί
με την Άννα Συνοδινού και παίρνει τον ρόλο.
Κάνει
το ντεμπούτο του σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949. «Επιτέλους ένας εραστής στο
ελληνικό θέατρο», έγραφε ο Αιμίλιος Χουρμούζιος. Ο νεαρός ηθοποιός έκανε εντύπωση και στον
Φιλοποιμένα Φίνο, ο οποίος του προτείνει να παίξει στον κινηματογράφο. Δύο
χρόνια μετά, κάνει το ντεμπούτο του και στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Δύο
κόσμοι».
«Συνοικία
το όνειρο», Αριστερά και Μανώλης Γλέζος
Ιδιαίτερη
μνεία στη μεγάλη και ενδιαφέρουσα πορεία του, αξίζει να γίνει στη «Συνοικία το
όνειρο», την ταινία σε σενάριο του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και του συγγραφέα
Κώστα Κοτζιά, με την ανεπανάληπτη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, που βραβεύθηκε
στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Αλεξανδράκης έκανε την παραγωγή και τη σκηνοθεσία
και ανέλαβε να ερμηνεύσει τον πρώτο ρόλο, έχοντας στο πλευρό του την Αλίκη
Γεωργούλη, τον Μάνο Κατράκη, την Αλέκα Παΐζη, τη Σαπφώ Νοταρά.
Η
νεορεαλιστική «Συνοικία το όνειρο», μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία
του ελληνικού κινηματογράφου, γυρίστηκε στη γειτονιά Ασύρματος, κάτω από την
Ακρόπολη και σημαδεύτηκε από μεγάλες περιπέτειες. Ο Αλεξανδράκης βάζει στην
ταινία ό,τι χρήματα έχει βγάλει από το σινεμά (η ταινία σήμανε την οικονομική
καταστροφή του), ενώ όσοι συμμετείχαν δανείζονται για να βγουν τα έξοδα. «…
Έκανα την ταινία γιατί ήθελα να πω αυτά τα πράγματα» θα πει χρόνια αργότερα
στην ΕΡΤ.
Η
προβολή της αρχικά απαγορεύεται από τη λογοκρισία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου
Καραμανλή, για να κυκλοφορήσει μετά από καιρό μια λογοκριμένη εκδοχή της -όπως
έλεγε ο ίδιος μιλώντας για τον βαθμό στον οποίο λογοκρίθηκε η ταινία του «ήταν
πετσοκομμένη… πάρα πολύ πετσοκομμένη…. Κατ’ αρχάς προσπάθησαν με τα κοψίματα να
μην φανεί ότι αυτή η συνοικία ήταν μέσα στην Αθήνα. Ύστερα ότι αυτά πράγματα
δεν τα κάνουν οι Έλληνες…».
Ο
Αλεξανδράκης είχε ήδη μπει στο στόχαστρο των Αρχών. Άλλωστε είχε «παρελθόν».
«Στην Αριστερά μπήκα λόγω συνθηκών» είχε πει σε συνέντευξη του. «Στην Κατοχή
ήμουν παιδί, 12 χρονών και τότε βεβαίως, κυριαρχούσε το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ. Και είχα
τρομερή δράση…. Κάποια στιγμή έφυγα για το βουνό. Ο διευθυντής του σχολείου μου
είχε ειδοποιήσει τους γονείς μου ότι έπρεπε να εξαφανιστώ, γιατί με έψαχναν οι
Γερμανοί… Ανέβηκα στο βουνό και έμεινα μερικούς μήνες, μέχρι την Απελευθέρωση…»
Παραμένει
έντονα πολιτικοποιημένος και μετά τον Πόλεμο. Παραμονές Χριστουγέννων του 1961,
κάνει μια δήλωση, που γίνεται πρώτη είδηση. Όταν ερωτάται από εφημερίδα με
ποιον θα ήθελε να περάσει τις γιορτές, ο δημοφιλής πρωταγωνιστής απαντά: «Θα
ήθελα να έκανα Χριστούγεννα μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Και αναφέρω αυτόν, γιατί
για μένα ο Γλέζος είναι ένα σύμβολο». Ο Μανώλης Γλέζος βρισκόταν τότε στη
φυλακή, καταδικασμένος για κατασκοπεία. Ακόμη και ο Γλέζος μένει έκπληκτος με
τη δήλωση, που έγινε η αρχή, όπως γράφει η «Μηχανή του Χρόνου» μιας ειλικρινούς
φιλίας.
Ο
Αλεξανδράκης συμμετείχε στην A' Μαραθώνια πορεία πίσω από τα βήματα του Γρηγόρη
Λαμπράκη και μετά τη δολοφονία του συνυπέγραψε την Ιδρυτική Διακήρυξη της
Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, ενώ παρά το γεγονός ότι, κατά καιρούς άσκησε κριτική
στην Αριστερά, αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα και στη Χούντα, κατά τη διάρκεια
της οποίας μπήκε στη μαύρη λίστα.
Την
εποχή εκείνη, δεν μπορούσε να εργαστεί -οι θιασάρχες δέχονταν απειλές
προκειμένου να μείνει μακριά από το θέατρο- με αποτέλεσμα τα οικονομικά
προβλήματα να είναι τόσο μεγάλα ώστε να αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Είναι
χαρακτηριστική η μαρτυρία της Μάρως Κοντού, η οποία αναφερόμενη στην κωμωδία
«Μια Ιταλίδα από τη Κυψέλη», είπε σε συνέντευξη της, ότι το 1968 του
απαγόρευσαν την έξοδο από τη χώρα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να κάνει τα
κινηματογραφικά γυρίσματα στη Ρώμη.
Δύο
πρόσωπα τόλμησαν να σπάσουν το «εμπάργκο» που είχε επιβάλλει η Χούντα και να
του δώσουν δουλειά, ο Φίνος και η Κατερίνα Ανδρεάδη.
Θέατρο,
σινεμά, τηλεόραση
Έπαιξε
με την Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω
Κοντού, τη Ζωή Λάσκαρη, όλες τις
πρωταγωνίστριες της εποχής του- σε περισσότερες από 75 ταινίες, μεταξύ των
οποίων «Ο βαφτιστικός», η «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην
Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η
κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα
παιδιά της Χελιδόνας».…
Στο
θέατρο ερμήνευσε απαιτητικούς ρόλους σε παραστάσεις που άφησαν εποχή: «Παράξενο
Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου»,
«Μαντάμ Μπάτερφλαϊ», «Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο»,
«Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος», «Θείος Βάνιας» και λίγα
χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, από όπου είχε ξεκινήσει, ενώ υπήρξε
θιασάρχης επί τουλάχιστον 35 χρόνια.
Την
ίδια επιτυχία είχε και στην τηλεόραση. Ο «Παράξενος Ταξιδιώτης», που προβλήθηκε
από την ΕΙΡΤ το 1972-73, γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία σε βαθμό ώστε να οδηγήσει
την αντίπαλη σειρά «Ο Άγνωστος Πόλεμος» σε πρόωρο φινάλε. Το 1976, μετά τη
Μεταπολίτευση επιστρέφει στην τηλεόραση για τη μεταφορά του μυθιστορήματος
«Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση στην ΥΕΝΕΔ. Το 1979 προβάλλονται οι «Μυστικοί
Αρραβώνες» του Γρηγόριου Ξενόπουλου επίσης, με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Απλά,
ακαταμάχητος
Αλλά
και η απήχηση του στις γυναίκες ήταν μεγάλη. Στη γοητεία του είχε υποκύψει
πρώτη η Έλλη Λαμπέτη με την οποία διατηρούσαν δεσμό στην αρχή της καριέρας του,
του για περίπου έξι μήνες. Ο δεσμός τους δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αλεξανδράκης
προτίμησε να ακολουθήσει την Κατερίνα Ανδρεάδη σε περιοδεία.
Στο
Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο
αργότερα στην Αθήνα. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι ο δεύτερος με τη
Μις Γαλλία, Κλοντ Σαμπαντού.
Το
1956 παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη. Ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή, με
έντονη δράση, χωρίζουν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Ο
τέταρτος γάμος του ήταν με την Ελβετή Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που
κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά.
Το
1969 γνωρίζει τη Νόνικα Γαληνέα, με την οποία εκείνη την εποχή παίζουν στο
θέατρο. Ο Αλεξανδράκης την ερωτεύεται βαθιά, το ίδιο και εκείνη.
Παρότι
η σχέση τους κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Ήταν και για
τους δύο σχέση ζωής.
Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του
Διαμαντόπουλου. Το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος
Στεφανόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την
προσφορά του στην τέχνη.
Ως
το τέλος της ζωής του ο Αλέκος Αλεξανδράκης διατήρησε τις ιδέες του. Τα
τελευταία χρόνια συμμετείχε, με την υπογραφή του, σε αντιπολεμικές
διαμαρτυρίες, για την Πρωτοβουλία της Γένοβα, την επέμβαση στο Ιράκ, την
αμερικανική πολιτική στο Αφγανιστάν.
«Έφυγε»
στις 8 Νοεμβρίου 2005, σε ηλικία 77 χρονών, ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον
καρκίνο, κλείνοντας μια ζωή πλούσια εμπειριών.