Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει πως η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σε συνέντευξή του στη Washington Post, ένα άλλο διεθνές μέσο, το Bloomberg, κατατάσσει τη χώρα 39η μεταξύ 53 χωρών, τρίτη δηλαδή από το τέλος στην Ευρώπη.
«Αν
κοιτάξετε τις επιδόσεις μας από την αρχή της πανδημίας, τα πήγαμε καλύτερα από
τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που αποτέλεσε έκπληξη δεδομένου ότι
είχαμε ένα σχετικά υποχρηματοδοτούμενο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Σήμερα,
το 90% των ατόμων στη ΜΕΘ είναι ανεμβολίαστοι», υποστήριξε όμως ο πρωθυπουργός.
Ωστόσο,
επί ένα χρόνο το Bloomberg, μέσα από τον δείκτη του Covid Resilience Ranking,
παρακολουθεί τα καλύτερα και χειρότερα μέρη που μπορεί να βρεθεί κανείς κατά τη
διάρκεια της πανδημίας.
Ο
δείκτης προκύπτει με βάση 12 κριτήρια, όπως ο έλεγχος των κρουσμάτων, η
ποιότητα του συστήματος υγείας, η εμβολιαστική κάλυψη, η θνητότητα και η
πρόοδος προς την επανεκκίνηση των ταξιδιών και την άρση ταξιδιωτικών
περιορισμών. Αξίζει να σημειωθεί πως ο δείκτης καλύπτει τις 53 χώρες με το
υψηλότερο ΑΕΠ.
Αποτιμώντας
λοιπόν τα στοιχεία 12 μηνών, το Bloomberg τονίζει ότι η προηγούμενη πορεία δεν
σημαίνει κάτι για το μέλλον. Κάποιες χώρες κατάφεραν για παράδειγμα, αν και
βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, να την ανατρέψουν.
Όσον
αφορά την Ελλάδα, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, καθώς βρέθηκε κατά τη
διάρκεια της περασμένης χρονιάς στη 39η θέση. Σε δυσχερέστερη θέση από τη χώρα
έναντι του συνόλου των ευρωπαϊκών κρατών υπήρξαν μόνο η Τσεχία και η Πολωνία.
Όπως
εξηγεί το Bloomberg, αρχικά οι χώρες που τα πήγαν καλύτερα ήταν αυτές που
επέβαλαν σκληρά περιοριστικά μέτρα, όπως τα lockdown και οι έλεγχοι στα σύνορα.
Στη συνέχεια, όσες κατάφεραν να προχωρήσουν ταχύτερα τη διάθεση εμβολίων.
Κατόπιν, αυτές που κατάφεραν να συνδυάσουν την επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς
με υψηλά ποσοστά εμβολιασμού.
Την
ώρα που τα lockdown επιστρέφουν σε πολλές χώρες, προκαλώντας αντιδράσεις, το
Bloomberg ανέλυσε τα συνολικά στοιχεία της τελευταίας χρονιάς, αναζητώντας τις
χώρες που τα πήγαν συνολικά καλύτερα στην επιστροφή στην κανονικότητα και τον
απόλυτο δείκτη, δηλαδή την αποφυγή θανάτων.
Αυτό
που προκύπτει είναι ότι καμία χώρα δεν κατάφερε να είναι επιτυχημένη καθ’ όλη
τη διάρκεια της χρονιάς, όπως εξηγεί. Νέα Ζηλανδία και Σιγκαπούρη, κάποτε
πρώτες, τώρα υποχωρούν εξαιτίας της μετάλλαξης Δέλτα, προχωρώντας σε νέους
περιορισμούς. Οι ΗΠΑ, πρώτες τον Ιούνιο και το Ισραήλ, ταχύτερες όλων στη
διάθεση των εμβολίων, είδαν το καλοκαίρι τα κρούσματα να αυξάνονται ραγδαία,
κυρίως σε ανεμβολίαστους. Στον αντίποδα, κράτη όπως το Μεξικό και η Βραζιλία,
οι οποίες στις αρχές της χρονιάς ήταν μεταξύ των χειρότερων, βελτιώθηκαν στη
συνέχεια.
Συνολικά,
ελάχιστες ήταν οι χώρες που έδειξαν μια μακροχρόναι συνέπεια, δίχως να πέσουν
δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο. Πρόκειται για τις Νορβηγία, Δανία και Φινλανδία
από την Ευρώπη και τις Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Καναδάς, Νότια Κορέα και
Ελβετία.
Ισχυρά
συστήματα υγείας και κοινωνική συνοχή είναι κάποιοι από τους κοινούς
παρονομαστές στα παραπάνω κράτη, όπως και η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση αλλά και
η διάθεση των κατοίκων να ακολουθήσουν τους κανόνες που υιοθετήθηκαν.
Παράλληλα, το γεγονός ότι είναι οικονομικά ισχυρές σήμαινε ότι ήταν σε θέση να
αποκτήσουν γρήγορα σημαντικές ποσότητες εμβολίων.
Στον
αντίποδα βρίσκονται Αργεντινή, Ιράν, Μεξικό, Βραζιλία, Περού, Πολωνία, Νιγηρία,
Πακιστάν και Νότια Αφρική. Καμία από αυτές δεν κατάφερε ποτέ να βρεθεί πάνω από
τον μέσο όρο.
Μεταξύ
άλλων το Bloomberg αναφέρεται και στην κινητικότητα στην κοινωνία, έναν δείκτη
που παρακολουθεί τις μετακινήσεις από και προς τα γραφεία και τα καταστήματα σε
σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Ελλάδα, αλλά και ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και
Γερμανία παρέμειναν σχετικά σταθερές.