«PO Box 1142»: Το μυστικό στρατόπεδο των ΗΠΑ όπου Εβραίοι φύλαγαν ναζί


Οι ταινίες και γενικότερα τα έργα που αφορούν το Ολοκαύτωμα, δεν μπορούν να περιοριστούν στην κατηγορία «πολεμικό δράμα». Αποτελούν μια κατηγορία από μόνα τους, ένα ολόκληρο είδος, που εμπεριέχει άπειρο αριθμό τραγωδιών και ιστοριών. Η μεγαλύτερη θηριωδία του 20ού αιώνα φέρνει στη δημοσιότητα τρομερές ιστορίες, οι οποίες σταδιακά προβάλλονται και στα μέσα ενημέρωσης.

 

Οι Ισραηλινοί δημιουργοί ντοκιμαντέρ Ντανιέλ Σιβάν και Μορ Λούσι, παρουσιάζουν μια τρομερή ιστορία, στο τελευταίο κοινό τους έργο. Πρόκειται για την ταινία μικρού μήκους Camp Confidential (στα ελληνικά «Μυστικό Στρατόπεδο: Ναζί στην Αμερική»), του Netflix, η οποία σχετίζεται με μια μυστική στρατιωτική επιχείρηση. «Όταν οι παραγωγοί Μπένντζαμιν και Τζόνο Μπέργκμαν μας πλησίασαν και μας είπαν την ιστορία, δεν το πιστεύαμε», δήλωσε ο Σίβαν στον Guardian.

 

Οι εγκαταστάσεις, γνωστές ως «PO Box 1142», για τις οποίες γίνεται λόγος βρίσκονταν στην κομητεία Fairfax της Βόρειας Βιρτζίνια. Εκεί, Εβραίοι στρατιώτες, πολλοί από αυτούς πρόσφυγες από την Ευρώπη, ήταν υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των ναζί αιχμαλώτων πολέμου, σε ένα περιβάλλον που μοιάζει σουρεαλιστικό. Στο συγκεκριμένο μέρος μάλιστα «φιλοξενήθηκαν» γνωστά πρόσωπα, όπως ο Γερμανός αρχικατάσκοπος Ράινχαρντ Γκέλεν, ή ο φυσικός Βέρνερ Φον Μπράουν.

 

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως όσοι ήταν υπεύθυνοι για τους αιχμαλώτους, φρόντιζαν για τη διατήρηση μιας βασικής ποιότητας ζωής. Αυτό, οδήγησε σε αρκετά παράξενα περιστατικά, όπως η βόλτα πρώην μελών του Τρίτου Ράιχ σε ένα πολυκατάστημα, για να αγοράσουν ρούχα για τις γυναίκες τους. Αξίζει να σημειωθεί πως το στρατόπεδο ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά από ανασκαφές.

 

«Περνούσαμε πολλές ώρες κάνοντας συνεντεύξεις. Θυμάμαι έντονα ότι ήμασταν συγκλονισμένοι, λέει η Λούσι. «Είχα ρίγη. Πρόκειται για μια απίστευτη σχέση που σχηματίστηκε εκεί, μεταξύ προσφύγων και Ναζί, οι οποίοι, αν μπορούσαν, θα τους είχαν καταλάβει. Κανείς δεν το γνώριζε».

 

Ο Σίβαν και η Λούσι είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν με τον Άρνο Μάγιερ και τον Πίτερ Βάις, δύο βετεράνους που πήραν μέρος στην επιχείρηση και οι οποίοι πιστεύεται πως είναι οι τελευταίοι επιζώντες, και άρα οι μόνοι που μπορούν πλέον να δώσουν μια εικόνα για το τι ακριβώς συνέβαινε. Σε μια από τις πολλές «flashback» σκηνές του ντοκιμαντέρ, το οποίο είναι κινουμένων σχεδίων, βλέπουμε Εβραίους στρατιώτες να χρησιμοποιούν την έλλειψη ανθρωπιάς των ναζί εις βάρος τους. Ειδικότερα, οι στρατιώτες γέμισαν ένα φορτηγό με σκόνη από ηλεκτρικές σκούπες, αφήνοντας τους ναζί να νομίζουν ότι θα τους δηλητηρίαζαν με κάποιο αέριο, όπως ακριβώς έκαναν αυτοί, όταν οι ρόλοι ήταν ανεστραμμένοι. Οι πρώην στρατιωτικοί ωστόσο δήλωσαν ότι απέφευγαν τα βασανιστήρια, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν οικοδεσπότες και κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη των κρατουμένων.

 

Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ επισημαίνουν πως οι συνεντευξιαζόμενοι ήταν ανήσυχοι. «Είναι ασφαλές; Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό», ήταν κάποιες από τις συχνές ερωτήσεις τους. «Χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβουν ότι "ναι", μπορούμε να τα συζητήσουμε», τονίζει ο Σίβαν. «Αν ακούσει κανείς τις κασέτες από τις συνεντεύξεις, θα διαπιστώσει μια αίσθηση υπερηφάνειας και ντροπής ταυτόχρονα. Από τη μία, αισθάνονται ότι πέτυχαν την αποστολή τους, συγκεντρώνοντας σημαντικές πληροφορίες. Από την άλλη, πήραν μέρος στο "ξέπλυμα" πρώην ναζί επιστημόνων, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν Αμερικανοί ήρωες».

 

Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Βέρνερ φον Μπράουν, ο οποίος κρατήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, μέχρι η κυβέρνηση της Αμερικής να αντιληφθεί πως θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Μέσω της επιχείρησης «Paperclip», εκατοντάδες ναζί τεχνικοί μεταφέρθηκαν σε διάφορα μέρη και ξεκίνησαν να εργάζονται. Η αποκατάσταση της εικόνας του Βέρνερ φον Μπράουν, ο οποίος πλέον αποτελούσε τον κύριο δημιουργό βαλλιστικών πυραύλων, κερδίζοντας μετάλλια και χαμογελώντας σε φωτογραφίες δίπλα στον πρόεδρο Κένεντι, προκάλεσε αρνητική εντύπωση σε πολλούς, που υπενθύμιζαν το παρελθόν του. «Όλοι γνωρίζουμε πως ο Μπράουν γνώριζε για το Άουσβιτς και ότι συμμετείχε στο ναζιστικό καθεστώς», αναφέρει η Λούσι. «Οι ΗΠΑ, δίνοντας στον ίδιο και στους υπόλοιπους επιστήμονες ιθαγένεια, έδειξαν τι θεωρούσαν πιο σημαντικό».

 

«Ο Πίτερ και ο Άρνο ήταν διαφορετικοί», επισημαίνει ο Σίβαν. «Αυτό που πραγματικά ήθελε να μεταφέρει ο Πίτερ, ήταν το ερώτημα εάν τα άσχημα μέσα μπορούν να νομιμοποιηθούν από μια καλή αιτία. Πίστευε ότι η αιτία ήταν δίκαιη, αλλά ότι τα μέσα ήταν τόσο διεφθαρμένα, που δεν άξιζε τον κόπο. Ο Άρνο, ήθελε να μιλήσει για τον Ψυχρό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό που έπρεπε να κάνουν ήταν να αντιμετωπίσουν τους Σοβιετικούς. Είναι συγκλονιστικό να δούμε πόσο ρευστές είναι οι συμμαχίες και οι έχθρες. Αυτός που κάποτε ήταν σύμμαχός σου, μπορεί να γίνει η πηγή όλων των κακών. Αντίθετα, οι ναζί, που ήταν ο ορισμός του κακού, έγιναν οι καλύτεροι φίλοι μας».

 

Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ θεωρούν το συγκεκριμένο κεφάλαιο της ιστορίας σαν ένα πείραμα σχετικά με την ηθική, το οποίο έχει εφαρμογή και στο παρόν και το οποίο αφορά το κατά πόσο προτιμά κανείς μπροστά στο «εθνικό συμφέρον», να προβεί στην αμαρτία του «ξεπλύματος». «Βλέπεις αυτούς τους Εβραίους πρόσφυγες που είχαν δραπετεύσει από την Ευρώπη λίγα χρόνια πριν, όλες οι οικογένειές τους δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα και τώρα πρέπει να σχηματίσουν μια σχέση με τους Ναζί», προσθέτει Λούσι. «Είναι απολύτως τρελό. Υπάρχει και μια κόκκινη γραμμή, στο τέλος της ημέρας. Οι Ναζί διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».

 

Τέλος, ο Σίβαν επισημαίνει πως όσα πραγματεύεται το ντοκιμαντέρ «δεν είναι απλά μια ιστορία του παρελθόντος. Οι ΗΠΑ σήμερα συνεργάζονται με ένα σωρό σκοτεινά καθεστώτα. Το ίδιο και το Ισραήλ. Οπουδήποτε στον κόσμο, είτε στην Ευρώπη είτε στην Ασία, όλοι συνεργάζονται με τύραννους και με ανθρώπους που έχουν αίμα στα χέρια τους. Είναι πάντα προς το “εθνικό συμφέρον”.

 

*Φωτογραφία: Netflix

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη