Ο ναυτικός και ποιητής, Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι και στη συνέχεια, στον Πειραιά.
Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Σημαία» με τίτλο «Ο Θάνατος της Παιδούλας», με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και τον επόμενο χρόνο μπάρκαρε ως «ναυτόπαις» στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», μαζί με το μικρότερο αδελφό του Αργύρη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο ποιητής γίνεται μέλος της ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Έγραψε συνολικά τρεις ποιητικές συλλογές («Μαραμπού», «Πούσι» και «Τραβέρσο») και τρία πεζογραφήματα ( «Βάρδια», «Λι» και «Του πολέμου/Στ’ άλογό μου» ). Πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου του 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
10
ποιήματα από τη θάλασσα
Ἕνα
μαχαίρι
Ἀπάνω
μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα
μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως
αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ
ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.
Θυμᾶμαι,
ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου
ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν
πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ
λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.
«Ἐτοῦτο
τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ
ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι
ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας
κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.
Ὁ
Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν
ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ
Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ
τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.
Ἕνας
Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ
κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι
σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ
ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.
Σκύψε
καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿
ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ
ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο
ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.
Ἕνα
στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ
ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι
ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι
μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου…
Ἡ
πλώρη μας
Στὸν
Θ. Λιαροῦτσο
Ἦταν
ἡ πλώρη μας καθὼς τῶν φορτηγῶν οἱ πλῶρες.
Γιομάτη
πράγματα παλιά, ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
μ᾿
ἕνα τραπέζι ξύλινο στὴ μέση, λερωμένο
καὶ
σκαλισμένο σὲ πολλὲς μεριὲς μὲ τὸ σουγιᾶ.
Εἶχε
δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀπάνω τό ῾να στ᾿ ἄλλο,
τὰ
ξύλινα κρεβάτια μας στὰ πλάγια κολλητά,
ποὺ
ἔμοιαζαν, μέσα στὸ θαμπόν, ἀνάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα
ποὺ ξεχάστηκαν καὶ μείναν ἀνοιχτά.
Σὲ
μία γωνιὰ τὸ ἁρμάρι μας, ἀπ᾿ ἔξω στολισμένο
μὲ
ζωγραφιὲς χρωματιστὲς ἀπὸ περιοδικὸ
ἢ
γαλλικὲς φωτογραφίες αἰσχρές, ποὺ παρασταίνουν
τὸ
ἁμάρτημα τῆς ἡδονῆς τὸ προπατορικό.
Πάντα
βασίλευε σιγὴ θανατερὴ ἐκεῖ μέσα
καὶ
περπατούσαμε ὅλοι μας στὶς μύτες τῶν ποδιῶν,
κι
ἦταν στιγμὲς ποὺ νόμιζες πὼς ἄκουες νὰ χτυποῦνε
σὰν
τὸ ρολόι, μὲς στὴ σιγή, οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν.
Κι
ἔκοβε μόνο τὴ σιγὴν ὁ χτύπος τῆς καμπάνας
ποὺ
ἀπάνω στὸ καμπούνι, ἀργά, χτυποῦσε τῶν ὡρῶν
τὸ
πέρασμα, μ᾿ ἕνα βαρὺ μὰ λυπημένο ἦχο,
ποὺ
πνίγονταν μὲς στὴ βοὴ τοῦ ἀγέρα ἢ τῶν νερῶν.
Τὶς
Κυριακές, σὰν εἴχανε δουλειὰ μονάχα οἱ βάρδιες,
σ᾿
αὐτὴν ἐμαζευόμαστε κι ἀνάβαμε φωτιὰ
κι
ἢ αἰσχρές, σιγά, γιὰ τὶς γυναῖκες λέγαμε ἱστορίες
ἢ
τὸ φαΐ μας παίζαμε μὲ πεῖσμα στὰ χαρτιά.
Στὴν
πλώρη αὐτὴ κατάστρεψα τὸν ἤρεμο ἑαυτό μου
καὶ
σκότωσα τὴν τρυφερὴ παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως
ποτὲ δὲ μ᾿ ἄφησε τὸ ἐπίμονο ὄνειρό μου
καὶ
πάντα ἡ θάλασσα πολλὰ μοῦ λέει, ὅταν ἀχεῖ.
Παραλληλισμοί
Τρία
πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ
ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν
φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ
οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.
Ἔχουνε
μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿
ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ
μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ
κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.
Σταυρὸς
τοῦ Νότου
Στὸ
Γιῶργο Θεοτοκᾶ
Ἔβραζε
τὸ κύμα τοῦ Γαρμπῆ.
Ἤμαστε
σκυφτοὶ κι οἱ δυὸ στὸ χάρτη
γύρισες
καὶ μοῦ ῾πες πὼς τὸ Μάρτη
σ᾿
ἄλλους παραλλήλους θά ῾χεις μπεῖ.
Κούλικο
στὸ στῆθος σου τατού,
ποὺ
ὅσο κι ἂν τὸ καῖς δὲν λέει νὰ σβήσει.
Εἶπαν
πὼς τὴν εἶχες ἀγαπήσει
σὲ
μία κρίση μαύρου πυρετοῦ.
Βάρδια
πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι
ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰ στράλια.
Κομπολόι
κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι
ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.
Τὸ
Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ
τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ
῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ
φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».
Ἄλλοτε
ἀπ᾿ τὸν ἴδιο οὐρανὸ
ἔπαιρνες
τρεῖς μῆνες στὴν ἀράδα,
μὲ
τοῦ καπετάνιου τὴ μιγάδα,
μάθημα
πορείας νυχτερινό.
Σ᾿
ἕνα μαγαζὶ τοῦ Nossi Be
πῆρες
τὸ μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα
μεσημέρι ἀπὰ στὴ λίνια
ἄστραψες
σὰ φάρου ἀναλαμπή.
Κάτου
στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε
χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ
φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ
τ᾿ ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.
Kuro
Siwo
Στὸ
Γιῶργο Παπᾶ
Πρῶτο
ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες
βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι
παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ
δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.
Πέρ᾿
ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα,
χιλιάδες
παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μὰ
οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια
ποὺ
σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.
Στὰ
νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει,
χρόνια
στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει,
κι
ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει,
«ὁ
μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»
Νωρὶς
μπατάρισε ὁ καιρὸς κι ἔχει χαλάσει.
Σκαντζάρισες
μὰ σὲ κρατᾶ λύπη μεγάλη.
Ἀπόψε
ψόφησαν οἱ δυό μου παπαγάλοι
κι
ὁ πίθηκος πού ῾χα μὲ κούραση γυμνάσει.
Ἡ
λαμαρίνα!… Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
Μᾶς
ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
κι
ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
πῶς
παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.
Cambay’s
water
Στὸν
Π.Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε
καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε
ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι
ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο
οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.
Θολὰ
νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ
κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ
καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού
῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.
Τὸ
ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα
μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿
ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν
ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα…»
Τὴ
νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν
ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ
μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι
ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία…»
Ξημέρωσε
κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ
Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!…
Μ᾿
αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ
τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε!
Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ
πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν
ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ
οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.
Θεσσαλονίκη
Στὸ
Γιῶργο Κουμβακάλη
Ἤτανε
κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ
κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿
ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ
ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.
Ξέχασες
κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε
Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ
κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ
τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.
Νερὸ
καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ
ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ
στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ
τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;
Ἀπάνω
στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ
φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς
ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ
τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.
Ὁ
ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι
αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου
κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ
τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.
Κάτω
ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν
δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο,
σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια
θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.
Fata
Morgana
Στὴ
Θεανὼ Σουνᾶ
Θὰ
μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα
τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ
τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ
κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.
Στρείδι
ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση
ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι
ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ
ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.
Πανὶ
δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ
ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως
μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο
τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.
Χόρτο
ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι
ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο,
ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει
τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.
Rosso
romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα
τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ
ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ
κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.
Σκουριὰ
πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ
κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ
ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς
τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.
Καντήλι,
δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια
λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ
στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ
τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.
*
Ποῦθ᾿
ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ
πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν
ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς
τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα
οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα.
Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ
μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ
ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.
Ψάρια
ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα,
λυσίκομες κοπέλες,
φίδια
τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα,
τιμόνια καὶ προπέλες.
Νά
῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ
τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε
τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω
σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.
Δαίμονας
γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε,
Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν
ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ
φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.
Ὁ
ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ
χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε
ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει
καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.
Πικρία
Ξέχασα
κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Ἀμόι
καὶ
τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Τενερίφα,
τὸν
ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμόι,
καὶ
τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.
Τὸ
βυσσινὶ τοῦ Τισιανοῦ καὶ τοῦ περμαγγανάτου
καὶ
τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα
μὲ
τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα,
γιὰ
τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.
Ὅ,τι
ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι:
τὸν
τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδώντας στὸ κατάρτι,
τὸ
μπούσουλα, τὴ βάρδιά μου καὶ τὴν πορεία στὸν χάρτη,
γιὰ
ἕνα δυσεύρετο, μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.
Τὸν
πυρετὸ στοὺς Τροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα,
τὴν
πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μία νύχτα στὸ Μανάο.
Τὴ
μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ Μαγιάρος στὴν Κωστάντζα
καὶ
«Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; – Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»
Τοῦ
τρατολόγου τὸν καημό, τοῦ ναύτη τὴν ὀρφάνια
τοῦ
καραβιοῦ ποὺ κάθισε τὴν πλώρη τὴν σπασμένη.
Τὶς
ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ῾χα γιὰ περηφάνια
γιὰ
σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἀρματωμένη.
Τί
νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω;
Παρηγοριά
μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Ἀμερικὴ κι Ἀσία.
Σύρμα
ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω;
Κατακαημένε,
ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.
Κατέβηκε
ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι
κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια,
ἀπόψε
ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Ἑβραῖοι καὶ Μουσουλμάνοι
καὶ
ταψιδέψαν τὰ νησιὰ στὸν πόντο, τὰ Κανάρια.
Γέρο,
σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια,
δύο
μέτρα καραβόπανο, καὶ ἀριστερὰ τιμόνι.
Μία
μέδουσα σὲ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει
κι
ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.
07.02.1975
Οἱ 7 νάνοι στὸ s/s Cyrenia
Στὴν
Ἔλγκα
Ἑφτά.
Σὲ παίρνει ἀριστερά, μὴν τὸ ζορίζεις.
Μάτσο
χωρᾶνε σὲ μία κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις
κάμαρες κλειστὲς, στεριὰ μυρίζεις.
Ὁ
πιὸ μικρὸς ἀχολογάει μ᾿ ἕνα καλάμι.
Γυαλίζει
ὁ Σὴμ τῆς μηχανῆς τὰ δύο ποδάρια.
Ὁ
Ρὲκ λαδώνει στὴν ἀνάγκη τὸ τιμόνι.
Μ᾿
ἕνα φτερὸ ξορκίζει ὁ Γκόμπι τὴ μαλάρια
κι
ὁ στραβοκάνης ὁ Χαρὰμ πίτες ζυμώνει.
Ἀπ᾿
τὸ ποδόσταμο πηδᾶν ὡς τὴ γαλέτα.
-Μπορῶ
ποτὲ νὰ σοῦ χαλάσω τὸ χατίρι;
Κόρη
ξανθὴ καὶ γαλανὴ ποὺ ὅλο ἐμελέτα
ποιὸς
ρήγα γιὸς θὲ νὰ τὴν πιεῖ σ᾿ ἕνα ποτήρι.
Ραμὰν
ἀλλήθωρε, τρελέ, ποὺ λύνεις μάγια,
κατάφερε
τὸ σταυρωτὸ τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρὸς
νὰ πέσει, νὰ σκορπίσει στὰ σπιράγια
καὶ
πές του κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὲ φέρει.
Ὁ
Τότ, τοῦ λείπει τὸ ἕνα χέρι μὰ ὅλο γνέθει,
τοῦτο
τὸ ἀπίθανο σινάφι νὰ βρακώσει.
Ἐσθήρ,
ποιὰ βιβλικὴ σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ,
δὲ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;
Κουφὸς
ὁ Σάλαχ, τὸ κατάστρωμα σαρώνει.
-Μ᾿
ἕνα ξυστρὶ καθάρισέ με ἀπ᾿ τὴ μοράβια.
Μὰ
εἶν᾿ ἕνα κάτι πιὸ βαθὺ ποὺ μὲ λερώνει.
-Γιέ
μου, ποῦ πᾶς; -Μάνα, θὰ πάω μὲ τὰ καράβια.
Κι
ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἑφτὰ κατηφορᾶμε.
Μὲ
τὴ βροχή, μὲ τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ὁρίζει.
Τὰ
μάτια σου ζοῦνε μία θάλασσα, θυμᾶμαι …
Ὁ
πιὸ στερνὸς μ᾿ ἕναν αὐλὸ μὲ νανουρίζει.
Colombo
1951