Έλεγε «η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία, η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη». Και επίσης «οι γιατροί είναι ακριβώς ίδιοι με τους δικηγόρους. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι δικηγόροι απλά σε ληστεύουν, ενώ οι γιατροί σε ληστεύουν και σε σκοτώνουν».
Ο
Ρώσος θεατρικός συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της
παγκόσμιας λογοτεχνίας Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου
1904 / 2 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) ήταν γιατρός.
Ένας
γιατρός που αρνούνταν να πάρει χρήματα από τους φτωχούς ασθενείς του -που ήταν
και οι περισσότεροι.
Συγγραφέας
διάσημων κλασικών έργων που γνωρίζουν συνεχώς νέες αναγνώσεις και παραστάσεις,
όπως ο «Γλάρος», οι «Τρεις Αδελφές», ο «Βυσσινόκηπος» και ο «Θείος Βάνιας», ο
Τσέχοφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 (17 Ιανουαρίου με το παλαιό
ημερολόγιο) στη φτωχή κωμόπολη Ταγκανρόγκ, ένα λιμάνι της Αζοφικής Θάλασσας,
στη νότια Ρωσία.
Ήταν
το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του (Αλέξανδρος, Νικόλαος, Ιβάν,
Μαρία, Μιχαήλ) και μεγάλωσε σε ένα αυστηρό, βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον.
Ο
παππούς του ήταν δουλοπάροικος που εξαγόρασε τη ελευθερία του.
Ο
πατέρας του δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο, όμως είχε
καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έπαιζε βιολί και ονειρευόταν καριέρα στη μουσική, όμως
όπως διακρίνεται και στο έργο του Τσέχοφ ήταν μία φιγούρα μάλλον τυραννική.
Αδυνατώντας να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας του αναγκάστηκε να
δηλώσει πτώχευση.
Τα
δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Τσέχοφ, ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος, αντιδρώντας
στον αυστηρό πατέρα και τη μιζέρια έφυγαν από το σπίτι. Με τη σειρά του και για
να αποφύγει τη δικαστική δίωξη των δανειστών του, ο πατέρας του κατέφυγε στη
Μόσχα. Λίγο αργότερα έφυγε και η μητέρα του με τα αδέρφια του, Μαρία και
Μιχαήλ.
Τα
πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο ελληνικό σχολείου του Ταγκανρόγκ και στη
συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Από την 6η τάξη του γυμνασίου
αναγκάστηκε να βγάζει το ψωμί του μόνος του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον.
Πούλησε ό,τι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα χρήματα
στους γονείς του στη Μόσχα.
Το
1879 μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε
το 1884. Έγραφε από τα χρόνια του γυμνασίου -χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις,
μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα.
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ξυπνητήρι, Θεατής, Μόσχα, Φως και σκιά, Θραύσματα
κ.ά., με το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ».
Το
1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων, Τα παραμύθια της Μελπομένης
και το 1885 τις Φανταχτερές Ιστορίες.
Το
1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο Κύκνειο άσμα.
Το
1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του Ιβάνοφ, το
οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές, γεγονός που τον οδήγησε να μη δώσει ποτέ
σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο το Δαίμονας του δάσους
(πρώτη μορφή του έργου Θείος Βάνιας).
Το
1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν.
Το
1890 πηγαίνει στο νησί Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας, το νησί - κάτεργο της
τσαρικής Ρωσίας, όπου ζει για δύο χρόνια με τους κατάδικους. Τρία χρόνια
αργότερα εκδίδει την έρευνά του στην οποία τονίζει την ανάγκη για άμεση
βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και διαβίωσης των φυλακισμένων.
Η
προσφορά και η παρέμβαση του στη Σαχαλίνη ήταν μόνο η αρχή. Το 1896 με χρήματα
που συγκέντρωνε από εράνους και δωρεές, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ.
Επιστρέφοντας
από τη Σαχαλίνη, τα οικονομικά του βελτιώνονται και του δίνουν τη δυνατότητα να
αγοράσει σπίτι στην εξοχή. «Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Αν είμαι
συγγραφέας, πρέπει να ζω μαζί με άλλους ανθρώπους, όχι σε έναν δρόμο της
Μόσχας» έλεγε.
Το
1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά για την
καταπολέμηση της χολέρας.
Εγκαθίσταται
στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7
εργοστάσια.
Το
1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό. Το 1896 ανεβαίνει
ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του Ο Γλάρος. Τη
χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης.
Νέα
κρίση της αρρώστιας του 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας
Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία ο Θείος Βάνιας.
Ο
Τσέχωφ δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και η υγεία του κλονίστηκε. Οι
γιατροί του σύστησαν να μετακομίσει σε πιο εύκρατο κλίμα, γιατί το κρύο της
Μόσχας χειροτέρευε την κατάστασή του. Ένιωθε όμως φυλακισμένος και αποκαλούσε
το σπίτι «ζεστή Σιβηρία».
Ανυπομονούσε
να επιστρέψει στη Μόσχα, στο θέατρο και στην ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που είχε
αφήσει πίσω. Όταν την είχε δει πρώτη φορά στη σκηνή, έγραψε: «Αν έμενα στη
Μόσχα, θα την είχα σίγουρα ερωτευτεί».
Το
1898 και 1899 παρουσιάζονται από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, με πολύ μεγάλη
επιτυχία, τα έργα του Ο Γλάρος και Ο θείος Βάνιας.
Η
συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε
καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας του.
Το
1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την Όλγα
Κνίππερ.
Δεν
ειδοποίησαν σχεδόν κανέναν πριν παντρευτούν, γιατί ο Τσέχοφ απεχθανόταν τις
συγκεντρώσεις και τα σχόλια των συγγενών. Είχε ζητήσει από την Όλγα να κρατήσει
μυστικό τον αρραβώνα τους, όπως και έγινε. Ζούσαν χωριστά, ο Τσέχωφ στη Γιάλτα
και η Όλγα στη Μόσχα, όπου συνέχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο.
Την
ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα Οι τρεις αδελφές, πάλι από το Θέατρο Τέχνης.
Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη
αποδοχή ως μέλους της του Γκόρκι. Το 1904, λίγο πριν τον θάνατό του, το Θέατρο
Τέχνης παρουσιάζει το έργο του Ο βυσσινόκηπος.
Με
τον Λέοντα Τολστόι και τον Μαξίμ Γκόρκι
Θεωρείται
από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και η επίδραση στη
θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα είναι τόσο μεγάλη ώστε για παράδειγμα στις
ΗΠΑ, οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί διηγηματογράφοι είθισται να συγκρίνονται
με τον Τσέχωφ.
Στα
έργα του, που μοιάζουν «ακύμαντα», αποτυπώνεται η διαρκής φθορά που επιφέρει η
καθημερινότητα. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι όλων των κοινωνικής στρωμάτων,
κυρίως όμως της ανώτερης τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους στην πνιγηρή ατμόσφαιρα
της ρώσικης, προεπαναστατικής επαρχίας. Οι ήρωες του είναι αυτοί που είναι
-όπως είναι- χωρίς φωτοσκιάσεις, εξωραϊσμούς και υπερβάσεις.
Πέθανε
στις 15 Ιουλίου 1904 (2 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) στη γερμανική πόλη
Μπάντενβάιλερ.
Η
Όλγα περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές ως εξής: «Ξύπνησε και δεν μπορούσε να
αναπνεύσει κανονικά. Ο γιατρός μου είπε να του δώσω ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο
Τσέχωφ ήπιε μια γουλιά και είπε στα γερμανικά: «Πεθαίνω». Και χαμογέλασε.
Γλυκά, όπως πάντα. Και είπε ότι δεν είχε πιει σαμπάνια για πολλά χρόνια.
Τελείωσε το ποτό του, γύρισε πλευρό και πέθανε»....
Ήταν
μόλις 44 ετών.