Εμπνευστής του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», σθεναρή κριτικός της «δικτατορίας του προλεταριάτου» του Λένιν και το «καλύτερο μυαλό μετά τον Μαρξ», η Ρόζα Λούξεμπουργκ (5 Μαρτίου 1871 – 15 Ιανουαρίου 1919), παραμένει μέχρι σήμερα ένα σημείο αναφοράς στην παγκόσμια ιστορία του σοσιαλισμού.
Η
«Κόκκινη Ρόζα», όπως την αποκαλούν ακόμα και σήμερα, γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου
του 1871 στο ρωσοκρατούμενο τμήμα της Πολωνίας από μια φτωχική οικογένεια
εβραίων εμπόρων. Παρά τη σοβαρή της αναπηρία στο ένα της πόδι, από βαριά
ασθένεια στην ηλικία των πέντε ετών, πολιτικοποιήθηκε έντονα, ήδη, από τα
γυμνασιακά της χρόνια.
Στην
προσπάθειά της να αποφύγει επικείμενη φυλάκισή της το 1889, μεταναστεύει στην
Ελβετία, όπου ακολουθεί και τις μετέπειτα σπουδές της στην φιλοσοφία, την
ιστορία, την πολιτική, τα οικονομικά και τα μαθηματικά ταυτόχρονα. Πιστή στις
επαναστατικές μαρξιστικές αρχές, είχε εκφράσει οξύτατες θεωρητικές διαφωνίες
τόσο με το πολωνικό όσο με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Η
πολωνική αυτοδιάθεση, την οποία υποστήριζαν τα δύο κόμματα, θα εξασθενούσε το
παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και θα ενίσχυε την κυριαρχία της αστικής τάξης.
Το 1898 παντρεύεται τον Γκουστάφ Λίμπεκ και λαμβάνει τη γερμανική υπηκοότητα,
γεγονός που της επιτρέπει να εισχωρήσει στις τάξεις του γερμανικού
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς.
Η
πολιτική της δράση είναι ιδιαίτερα έντονη. Δύο είναι τα βασικά μέτωπα με τα
οποία συγκρούεται ανοιχτά: η αστική τάξη, ο αιώνιος πολιτικός και ταξικός
εχθρός όπως την αποκαλεί και οι ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Διατεινόταν,
μάλιστα, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου του Λένιν αποτελούσε μάλλον
«δικτατορία επί του προλεταριάτου».
Στο
έργο της, «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» (1900), εμμένει στη άποψή της
ότι η επανάσταση και όχι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αποτελεί τον δρόμο για
την απαραίτητη κοινωνική αλλαγή. Στο σημείo αυτό ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με
τον ο Γερμανό σοσιαλδημοκράτης Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο οποίος αποτελεί τον πατέρα
του ρεβιζιονισμού. Ο Μπερνστάιν
αμφισβητούσε την αναγκαιότητα της επανάστασης της μαρξιστικής θεωρίας καθώς και
την ριζική αναθεώρηση της και υποστήριζε ότι «κυρίως στις βιομηχανικά
ανεπτυγμένες χώρες, η επανάσταση ως μέσον για την κοινωνική μεταβολή είχε
καταστεί πλέον περιττή και ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να επιδιώξουν την
πραγματοποίηση των σκοπών τους από τον δρόμο της κοινοβουλευτικής και της
συνδικαλιστικής δράσης».
Κατά
τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχεται σε αντιπαράθεση με το γερμανικό
σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τον πόλεμο και ιδρύει μαζί με τον Καρλ
Λίμπκνεχτ την «Λεγεώνα Σπάρτακος», η οποία μετεξελίχτηκε στο Γερμανικό
Κομουνιστικό Κόμμα.
Στις
15 Ιανουαρίου του 1919, η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λίμκνεχτ δολοφονούνται
άγρια από μέλη παραστρατιωτικής οργάνωσης κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η
Λούξεμπουργκ σφυροκοπήθηκε μέχρι θανάτου με χτυπήματα τουφεκιών και ρίχτηκε σε
ένα κοντινό ποτάμι και ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του
και έπειτα τοποθετήθηκε ως άγνωστο σώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο.
Τα
τελευταία της λόγια, το απόγευμα πριν τη δολοφονία της ήταν αφιερωμένα στην
πίστη στις μάζες και το αναπόφευκτο της επανάστασης. «Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα
κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να ξαναδημιουργηθεί από τις μάζες και μέσα από τις
μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό στοιχείο, είναι ο βράχος πάνω στον οποίο
θα κτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Οι μάζες ήταν στα ύψη... ανέπτυξαν
την “ήττα” αυτή σε μία από τις ιστορικές ήττες που είναι η τιμή και η δύναμη
του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθίσει από αυτή
την ήττα».