Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), θα υποχρεωθεί να διαγράψει μεγάλο μέρος προσωπικών δεδομένων τα οποία βρέθηκε να έχει κατακρατήσει παρατύπως, σύμφωνα με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (European Data Protection Supervisor - EDPS)
Οι
ευαίσθητες πληροφορίες έχουν συλλεχθεί από εγκληματολογικές αναφορές,
κρυπτογραφημένες υπηρεσίες τηλεφωνίας που υποκλάπησαν από χάκερς, ή
δειγματοληπτικά αποκτημένες από αιτούντες άσυλο οι οποίοι ουδέποτε ενεπλάκησαν
σε εγκληματική δραστηριότητα.
Σύμφωνα
με εσωτερικά έγγραφα, η Europol κατέχει τουλάχιστον 4 petabyte δεδομένων, που
ισούνται με περίπου τρία εκατομμύρια CD-Rom ή το ένα πέμπτο του συνολικού
περιεχομένου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Οι υπέρμαχοι της προστασίας
δεδομένων αναφέρουν ότι ο όγκος των πληροφοριών που συνέλεξε η Europol ανάγεται
ουσιαστικά σε μαζική επιτήρηση και την φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο να γίνει η
αντίστοιχη ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA), της οποίας το πρόγραμμα
μυστικών διαδικτυακών παρακολουθήσεων, αποκαλύφθηκε από τον πληροφοριοδότη
Edward Snowden.
Ανάμεσα
στα τετράκις εκατομμύρια bytes που κρατούνται, υπάρχουν ευαίσθητα δεδομένα που
αφορούν τουλάχιστον 250.000 χιλιάδες νυν ή πρώην υπόπτους για τρομοκρατία και
διασυνοριακό έγκλημα, και κατ' επέκταση ένα πλήθος άλλων πολιτών με τους
οποίους είχαν επαφές. Τα δεδομένα αυτά έχουν συσσωρευτεί από τις εθνικές
αστυνομικές αρχές τα τελευταία έξι χρόνια, από άγνωστο αριθμό ποινικών ερευνών.
H
Europol, που ιδρύθηκε ως συντονιστικό σώμα των εθνικών αστυνομικών δυνάμεων της
ΕΕ, προωθείται από κάποια κράτη μελή ως λύση κατά της τρομοκρατίας, έπειτα από
τον κύκλο αίματος που άνοιξε με το Bataclan, και ενθαρρύνεται σε σχέση με τη
επεξεργασία δεδομένων σε πολλαπλά επίπεδα. Θεωρητικά η Europol υπόκειται σε
αυστηρούς κανόνες σχετικά με το τι είδους δεδομένα μπορεί να αποθηκεύει και για
τι χρονικό διάστημα.
Τα
εισερχόμενα αρχεία υποτίθεται ότι κατηγοριοποιούνται βάσει αυστηρών κριτηρίων
και διατηρούνται ή υφίστανται επεξεργασία μόνο όταν δυνητικά σχετίζονται με
υπόθεση υψηλής σημασίας όπως η αντιτρομοκρατία.
Ωστόσο,
το πλήρες περιεχόμενο της κατακράτησης δεδομένων είναι άγνωστο, εν μέρει
εξαιτίας του ακανόνιστου τρόπου με τον οποίο η Europol τα διαχειρίζεται. Για
χρόνια η Europol συσσωρεύει και διατηρεί δεδομένα χωρίς να κάνει τις
κατηγοριοποιήσεις παρά μόνο όταν αυτά γίνονται αντικείμενο ανάλυσης, κατά τη
διάρκεια εγκληματολογικών ερευνών, κάτι που μπορεί να συμβεί μετά από πολλά
χρόνια. Η ανάλυση του EDPS έδειξε ότι με αυτό τον τρόπο, αυξάνεται η πιθανότητα
για άτομα που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτές τις βάσεις δεδομένων, να
συνδεθούν λανθασμένα με κάποια έρευνα.
Βάσει
των παραπάνω, ο EDPS ανακοίνωσε στις 10 Ιανουαρίου ότι έδωσε εντολή στην
Europol να διαγράφει τα δεδομένα που περιέρχονται στην κατοχή της και δεν έχουν
κατηγοριοποιηθεί μετά από έξι μήνες, ενώ της παρείχε δώδεκα μήνες περιθώριο για
να ξεδιαλύνει ποιο μέρος των δεδομένων που έχει ήδη κατακρατήσει, μπορεί να
κρατηθεί νομίμως.
Ωστόσο,
η απόφαση αποκαλύπτει τις βαθιές διαφορές προσεγγίσεων μεταξύ των υπευθύνων
λήψης αποφάσεων στην Ευρώπης, σχετικά με την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στην
ιδιωτικότητα και την ασφάλεια. Στον «καθωσπρέπει» κόσμο των δια-υπηρεσιακών
σχέσεων στις Βρυξέλλες, η διαταγή του EDPS εκλαμβάνεται ως «ριζοσπαστική» και
κρίνεται πως αυξάνει το διακύβευμα μιας αντιπαράθεσης που θα έχει επιπτώσεις
για το μέλλον της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη, και ίσως πέρα από αυτήν.
Σύμφωνα
με την Chloé Berthélémy, ειδικό με το δίκτυο ΜΚΟ για τα Ευρωπαϊκά Ψηφιακά
Δικαιώματα (EDRi), αν και η Europol είναι πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ σε ο,τι
αφορά τις τεχνολογικές δυνατότητες, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με
την NSA. «Η δυνατότητα της Europol να σαρώνει τεράστιες ποσότητες δεδομένων και
να τις συγκεντρώνει σε κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μεγάλη κιβωτός
δεδομένων, από όπου είναι σχεδόν αδύνατο να γνωρίζουμε πώς αυτά
χρησιμοποιούνται, την καθιστά μαύρη τρύπα».
Η
Europol, διατείνεται από τη δική της μεριά ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σε
αυτή της την πρακτική και οι υποστηρικτές της στην κορυφή της ΕΕ, ισχυρίζονται
πως η εντολή του EDPS αποτελεί απόδειξη πως το σύστημα δουλεύει. Η Europol
θεωρεί ότι ο EDPS ενδεχομένως να ερμηνεύει τους κανονισμούς με μη πρακτικό
τρόπο: «Ο νομοθέτης δεν αποσκοπούσε στο να αποτελέσει ο κανονισμός της Europol
μια απαίτηση που είναι αδύνατο να εκπληρωθεί στην πράξη από τον υπεύθυνο
επεξεργασίας δεδομένων (δηλαδή την ίδια τη Europol)».
Η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την αλλαγή του κανονισμού που διέπει τη δράση
της Europol. Κάτι τέτοιο, θα νομιμοποιούσε ουσιαστικά την συλλογή δεδομένων
αναδρομικά και θα επέτρεπε τη διατήρηση τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Gaming
the System
H
έρευνα του EDPS σχετικά με το θέμα ξεκίνησε τον Απρίλιο Του 2019. Όταν η
Europol δεν κατόρθωσε να δώσει πειστικές απαντήσεις στις ανησυχίες του,
επανήλθε το Σεπτέμβριο του 2020 με μια δημόσια μομφή κατά της αστυνομικής
υπηρεσίας και απαίτηση για τη λήψη μέτρων.
Ο
EPDS εξήγησε τι είναι αυτό που θεωρεί ότι διακυβεύεται κατά τη συγκομιδή
δεδομένων. «Τα υποκείμενα των δεδομένων διατρέχουν τον κίνδυνο να σχετιστούν
αδίκως με εγκληματική δραστηριότητα εντός της ΕΕ, με όλες τις αρνητικές
συνέπειες που συνεπάγονται για την προσωπική και οικογενειακή ζωή τους και την
ελευθερία μετακίνησης και απασχόλησης».
Η
διαμάχη που ακολούθησε απεικονίζεται σε μια σειρά εσωτερικών εγγράφων που
αποκτήθηκαν μέσω αιτημάτων πρόσβασης σε έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά δείχνουν τη
Europol να χρονοτριβεί και τον EDPS να επιμένει ότι δεν έχει επιλυθεί το θέμα
της «νομικής παράβασης». Η αστυνομική αρχή προσπαθεί να κερδίσει χρόνο
αναμένοντας την ψήφιση του νέου κανονιστικού πλαισίου της που πρότεινε η
Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2020, το οποίο θα παρέχει εκ των υστέρων κάλυψη για
την συλλογή δεδομένων που πραγματοποιείται εδώ και έξι χρόνια, χωρίς να υπάρχει
νόμιμη βάση.
Η
νευρικότητα που προκαλεί η διαμάχη ώθησε την Monique Pariat, τη Γενική
Διευθύντρια Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ να βρεθεί σε
συνάντηση ανάμεσα στις δύο πλευρές, την αστυνομική υπηρεσία και την ρυθμιστική
αρχή το Δεκέμβριο του 2021. Πηγές με πληροφορίες από τη συνάντηση αυτή,
μετέφεραν συστάσεις προς το παρατηρητήριο να «χαμηλώσει την ένταση» της
δημόσιας κριτικής που ασκεί στη Europol.
Ωστόσο,
ο επικεφαλής του EDPS Wojciech Wiewiórowski δήλωσε στην Guardian πως η
συνάντηση ήταν «η τελευταία ευκαιρία για τη Europol να προσθέσει κάποιες
πληροφορίες».
Η
συνάντηση δεν κατεύνασε τις ανησυχίες του Wiewiórowski σχετικά με την παράνομη
διατήρηση δεδομένων οπότε «δεν υπήρχε για εμάς κανένας άλλος τρόπος επίλυσης
του προβλήματος από την έκδοση μια απόφασης για διαγραφή των δεδομένων που
έχουν διατηρηθεί για περισσότερο από 6 μήνες» είπε.
«Η
νέα νομοθεσία είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια εμπαιγμού του
συστήματος» είπε η Niovi Vavoula , ειδικός σε θέματα νομοθεσίας στο
Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου. «Η Europol και η Κομισιόν προσπαθούν μια
εκ των υστέρων αποκατάσταση του γεγονότος ότι παράνομα διατηρούν δεδομένα εδώ
και χρόνια. Όμως η θέσπιση νέων κανόνων δεν επιλύει νομικά την προηγουμένως
παράνομη συμπεριφορά. Δεν δουλεύει έτσι ο νόμος».
Οι
ανησυχίες των ειδικών δεν περιορίζονται μόνο στο ότι η αστυνομική υπηρεσία
αδιαφορεί για τους κανόνες περί διατήρησης δεδομένων. Διακρίνουν ταυτόχρονα μια
υπηρεσία η οποία αποσκοπεί στη διεξαγωγή επιχειρήσεων μαζικής επιτήρησης.
Όταν
η μομφή κατά της Europol συζητήθηκε στην επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών,
Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο του
2021, ορισμένοι ευρωβουλευτές συνέκριναν την υπηρεσία με την NSA. Ο
Wiewiórowski εξέπληξε τους παρευρισκόμενους υποστηρίζοντας τη σύγκριση
αναφορικά με την πρακτική της διατήρησης δεδομένων. Τόνισε ότι η Europol
χρησιμοποιεί παρεμφερή επιχειρήματα με αυτά της NSA για να δικαιολογήσει τις
τεράστιες επιχειρήσεις συλλογής δεδομένων και μαζικής επιτήρησης όπως αυτές
αποκαλύφθηκαν από τον Snowden.
"Αυτό
που απάντησε η NSA στους Ευρωπαίους μετά την έναρξη του σκανδάλου Prism ήταν
ότι δεν επεξεργάζονται τα δεδομένα, απλά τα συλλέγουν και θα τα επεξεργαστούν
μόνο σε περίπτωση που κάτι τέτοιο καταστεί απαραίτητο για τις ανάγκες κάποιας
έρευνας που διεξάγει", είπε ο Wiewiórowski στους ευρωβουλευτές. "Αυτό
δεν είναι σε συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή προσέγγιση ως προς την επεξεργασία
προσωπικών δεδομένων".
Ο
Eric Topfer, ειδικός σε θέματα παρακολούθησης στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα έχει μελετήσει τον προτεινόμενο νέο κανονισμό της Europol
και επισημαίνει ότι ο οργανισμός θα έχει την δυνατότητα να αντλεί δεδομένα
απευθείας από τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες, ιδιωτικές επιχειρήσεις και
ηλεκτρονική αλληλογραφία. Αν αυτό μεταφραστεί, λέει, ο Topfer «στο η Europol να
ζητά όλων των ειδών πληροφορίες και αυτές θα παρέχονται απλόχερα, τότε σαφώς
οδεύουμε προς μια υπηρεσία τύπου NSA».
Το
τέλος της κρυπτογράφησης;
Σύμφωνα
με τη συνθήκη του Maastricht, με την οποία ιδρύθηκε η Europol ως ευρωπαϊκός
οργανισμός αστυνόμευσης, ο κύριος ρόλος της ήταν η διευκόλυνση της ανταλλαγής
πληροφοριών μεταξύ εθνικών αστυνομικών δυνάμεων και όχι η διενέργεια δικών της
επιχειρήσεων. Τα τελευταία έξι χρόνια η Υπηρεσία, με έδρα τη Χάγη, έχει αλλάξει
σημαντικά. Ο προϋπολογισμός της έχει διπλασιαστεί ενώ τριπλασίασε την αξία του
λογισμικού που χρησιμοποιεί την τελευταία τριετία.
Η
επικεφαλής της Europol, Catherine de Bolle, πρώην κορυφαία αστυνομικός του
Βελγίου, συνέγραψε ένα άρθρο τον Ιούλιο του 2021 στο οποίο επιχειρηματολογούσε
ότι οι ανάγκες των αστυνομικών υπηρεσιών να αντλούν αποδεικτικά στοιχεία από
"έξυπνα" κινητά, θα έπρεπε να υπερτερεί των ανησυχιών περί
ιδιωτικότητας. Στο άρθρο ουσιαστικά υποστηρίζει ότι οι αρχές πρέπει να έχουν
νόμιμο δικαίωμα στα "κλειδιά" όλων των υπηρεσιών κρυπτογράφησης.
Το
άρθρο δεν έκανε καμία αναφορά στις αποκαλύψεις γύρω από το λογισμικό
παρακολούθησης Pegasus που έδειξε ότι πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων
ορισμένων στην Ευρώπη, προσπαθούσαν ενεργά να υποκλέψουν τις επικοινωνίες
υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφων και δικηγόρων για τους
οποίους η κρυπτογράφηση αποτελεί τη μόνη προστασία.
Ωστόσο
το 2020 η Europol διατυμπάνισε την ανάμειξη της, μαζί με τη Γαλλική και
Ολλανδική αστυνομία, στο χακάρισμα της κρυπτογραφημένης τηλεφωνικής υπηρεσίας
EncroChat, από την οποία προέκυψε ένας χείμαρρος πληροφοριών.
Όταν
η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία Έμμα, αποκαλύφθηκε από τη Europol και την
αντίστοιχη δικαστική αρχή Eurojust, χαρακτηρίστηκε ως μια από τις μεγαλύτερες
επιτυχίες στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος στην ιστορία της Ευρώπης.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο μονό προσήχθησαν περίπου 2.600 άτομα έως τον Αύγουστο του
2021 και η Nikki Holland διευθύντρια της Εθνικής Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του
Ηνωμένου Βασιλείου (NCA) δήλωσε πως το χακάρισμα αυτό ήταν σαν να υπάρχει
πληροφοριοδότης σε κάθε σημαντική ομάδα οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα. ( Η
NCA έχει διατηρήσει στενούς δεσμούς με τη Europol παρά το Brexit).
Η
Europol αντέγραψε τα δεδομένα που αντλήθηκαν από 120 εκατομμύρια μηνύματα στο
EncroChat και δεκάδες εκατομμύρια ηχογραφημένες κλήσεις, και φωτογραφίες και
στη συνέχεια τα μοίρασε σε εθνικές αστυνομίες. Η πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων
για το εμπόριο ναρκωτικών και άλλων παραβάσεων, κατέπνιξαν ουσιαστικά τους
όποιους δισταγμούς σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της επιχείρησής στο
ζήτημα προστασίας των δεδομένων.
Το
χακάρισμα, το οποίο μετέτρεψε τα τηλέφωνα EncroChat σε κινητούς κατασκόπους που
δρουν κατά των χρηστών τους, έχει σημαντικές ομοιότητες με κακόβουλο λογισμικό
παρακολούθησης όπως το Pegasus.
Δικηγόροι
από τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Σουηδία, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη
Νορβηγία και την Ολλανδία, όλοι εκ των οποίων εκπροσωπούν πελάτες που
ενεπλάκησαν στα πλαίσια της επιχείρησης Έμμα, συναντήθηκαν στην Ουτρέχτη τον
Νοέμβριο του 2021. Διαπίστωσαν ότι ανά την Ευρώπη, χτίζονται υποθέσεις με βάση
στοιχεία των οποίων την προέλευση οι αρχές δεν ήταν πρόθυμες να αποκαλύψουν.
«Οι ανακριτές και οι εισαγγελείς έκρυβαν ή διαστρέβλωναν τα γεγονότα», δήλωσε ο
Γερμανός δικηγόρος Christian Lödden. «Όλοι συμφωνούμε ότι αυτοί δεν είναι οι
καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά τι είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε για να
καταδικάσουμε ένα ακόμη άτομο;».
Οι
πελάτες του EncroChat δεν ήταν μόνο κακοποιοί, αλλά και δικηγόροι,
δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Ένας από αυτούς ο Ολλανδός δικηγόρος Haroon
Raza είπε ότι αγόρασε ένα τηλέφωνο EncroChat σε ένα συνηθισμένο κατάστημα
τηλεφώνων στο Ρότερνταμ. Στον απόηχο της επιχείρησης Emma, ζήτησε να διαγραφούν
τα δεδομένα του. «Από όσο κατάλαβα, ένα αντίγραφο εξακολουθεί να βρίσκεται στις
βάσεις δεδομένων της Europol, όπου θα μπορούσε να παραμείνει για πάντα».
Ο
Γάλλος δικηγόρος Robin Binsard είναι πεπεισμένος ότι η όλη επιχείρηση
ισοδυναμεί με μαζική παρακολούθηση. «Η διάλυση ενός ολόκληρου συστήματος
επικοινωνίας είναι σαν να ερευνά η αστυνομία όλα τα διαμερίσματα σε ένα
τετράγωνο για να βρει την απόδειξη ενός εγκλήματος: παραβιάζει την ιδιωτικότητα
και είναι απλώς παράνομο».
Από
το 2016 η Europol εκτελεί επίσης ένα πρόγραμμα μαζικού ελέγχου σε καταυλισμούς
προσφύγων στην Ιταλία και την Ελλάδα, σαρώνοντας δεδομένα από δεκάδες χιλιάδες
αιτούντες άσυλο, με αιτιολογία την αναζήτηση ξένων μαχητών και τρομοκρατών.
Σύμφωνα με μια μερικώς αποχαρακτηρισμένη Έκθεση Επιθεώρησης του EDPS που
αποκτήθηκε βάσει της νομοθεσίας για την πρόσβαση στα έγγραφα, «οι τακτικοί
έλεγχοι» από την Europol μεταναστών που περνούν τα σύνορα της ΕΕ «δεν
επιτρέπονται», καθώς δεν υπάρχει «νομική βάση» για ένα τέτοιο πρόγραμμα. Οι
έλεγχοι μπορεί να είχαν ως αποτέλεσμα την αποθήκευση προσωπικών δεδομένων των
μεταναστών και προσφύγων σε μια βάση δεδομένων κακοποιών, ανεξάρτητα από το αν
υπάρχει σύνδεση με έγκλημα ή τρομοκρατία. Η Europol αρνήθηκε να αποκαλύψει
οποιεσδήποτε επιχειρησιακές λεπτομέρειες.
Το
"κρυφό" πρόγραμμα εκπαίδευσης αλγορίθμων
Τα
εσωτερικά έγγραφα που προέκυψαν από αυτή την έρευνα καθιστούν σαφές ότι από την
άνοιξη του 2020 η Europol είχε δρομολογήσει δικό της πρόγραμμα μηχανικής
μάθησης (Machine Learning) και τεχνητής νοημοσύνης.
Έχοντας
στην κατοχή της έναν διαρκώς αυξανόμενο όγκο δεδομένων, η υπηρεσία στράφηκε
γρήγορα στους αλγόριθμους για να λάβει αποτελέσματα. Μόλις ένα μήνα αφότου o
EDPS άσκησε δημόσια κριτική στην Europol τον Σεπτέμβριο του 2020, η υπηρεσία
επανήλθε με ένα ερώτημα: εάν ήθελαν να εκπαιδεύσουν αλγόριθμους χρησιμοποιώντας
δεδομένα για την πρακτική της διατήρησης των οποίων ήδη είχαν δεχτεί επίπληξη,
έπρεπε να διενεργήσουν εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία δεδομένων
μαζί με τον EDPS;
Το
αίτημα προς το παρατηρητήριο καθιστά σαφές ότι οι αλγόριθμοι, οι οποίοι
περιελάμβαναν εργαλεία αναγνώρισης προσώπου (facial recognition), δεν πρόκειται
να σχεδιαστούν ούτε να χρησιμοποιηθούν για την ανάκτηση ευαίσθητων δεδομένων
όπως η κατάσταση υγείας, η εθνοτική προέλευση, ή ο σεξουαλικός ή πολιτικός
προσανατολισμός, παρόλο που, όπως παραδέχτηκε η Europol, τέτοια δεδομένα
αναπόφευκτα θα υποστούν επεξεργασία από τα εργαλεία: «Αναγνωρίζουμε ότι τα
παραγόμενα αποτελέσματα θα περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα οπότε και η επεξεργασία
τους θα είναι σύμφωνη με τον Κανονισμό της Europol».
Όταν
η αστυνομική υπηρεσία δεν πήρε το πράσινο φως, αποφάσισε να προχωρήσει ούτως ή
άλλως. Αυτό επιβεβαιώθηκε τον Ιανουαρίο του 2021 σε επιστολή της Europol προς
τον EDPS με την οποία ενημερώνει ότι δεν θα χρειαστεί την βοήθειά του.
Ωστόσο
ο EDPS απάντησε στην επιστολή δηλώνοντας την έναρξη επίσημης διαδικασίας
επίβλεψης του προγράμματος. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ως τα τέλη Φεβρουαρίου
2021, η Europol πάγωσε το πρόγραμμα, δίνοντας τέλος σε μια άγαρμπη προσπάθεια
της υπηρεσίας να αποφύγει την ρυθμιστική αρχή και να τρέξει το πρόγραμμα
εκπαίδευσης αλγορίθμων υπό συνθήκες μυστικότητας.
Απαντώντας
σε ερωτήσεις η Europol δήλωσε ότι, μέχρι σήμερα, «δεν έχει κάνει χρήση δικών
της μοντέλων μηχανικής μάθησης για επιχειρησιακή ανάλυση» και επίσης δεν έχει
πραγματοποιήσει «εκπαίδευση» αλγορίθμων.
Υπάρχουν
όμως σαφείς ενδείξεις ότι το η παύση αυτή δεν θα διαρκέσει πολύ. Η Europol έχει
ήδη ξεκινήσει έναν γύρο πρόσληψης εμπειρογνωμόνων που θα βοηθήσουν στην
ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και της εξόρυξης δεδομένων. Η Κομισιόν
ισχυρίζεται ότι υπάρχει ανάγκη να υπάρξει «ικανότητα σε επίπεδο ΕΕ για την
ανάπτυξη σύγχρονων εργαλείων πληροφορικής για την επιβολή του νόμου,
συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της δοκιμής και της επικύρωσης αλγορίθμων
για την ανάπτυξη τέτοιων εργαλείων, σε πλήρη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη
δικαιώματα και με την απαραίτητη διαφάνεια».
Ο
διαφαινόμενος μετασχηματισμός της Europol ανησυχεί ορισμένους ευρωβουλευτές με
εξειδικευμένες γνώσεις στην τεχνολογία, όπως η Βελγίδα Saskia Bricmont: «στο
όνομα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας παρατηρούμε
την εξέλιξη μιας υπηρεσίας, η οποία εκτελεί πολύ σημαντικές αποστολές, αλλά δεν
εκτελούνται με τον σωστό τρόπο. Αυτό θα οδηγήσει σε προβλήματα».
*Η
έρευνα δημοσιεύεται ταυτόχρονα στο NEWS 24/7 (Ελλάδα) και στα The Guardian
(Mεγαλη Βρετανια), Der Spiegel (Γερμανια), Mediapart (Γαλλια), Domani (Ιταλια).