Μαρίνα Αλεξανδρή
O Kυριάκος Μητσοτάκης χθες στη Βουλή φρέναρε τα σενάρια για πρόωρες κάλπες και το γιατί το έκανε το απαντούν μάλλον εύκολα οι δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις της Marc και της Metron Analysis. Οι δύο εταιρίες είναι από εκείνες που, παραδοσιακά, αποτυπώνουν στις μετρήσεις τους τις καλύτερες επιδόσεις για την κυβέρνηση με την «ψαλίδα» που καταγράφουν μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να έχει αγγίξει σε κάποιες φάσεις της τελευταίας διετίας ακόμη και τις 20 μονάδες.
Αυτή
τη φορά όμως, και με διαφορά μίας ημέρας η μία από την άλλη, η Marc και η
Metron Analysis έδωσαν μονοψήφια διαφορά. H Μetron Analysis, στη δημοσκόπηση
που παρουσιάστηκε από το Mega δίνει τη διαφορά στην πρόθεση ψήφου στις 7,4
μονάδες και στην εκτίμηση ψήφου στις 9,5 μονάδες. Στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ
εμφανίζεται να χάνει 1,5 μονάδα σε ένα μήνα και βρίσκεται στο 27%, ο ΣΥΡΙΖΑ
κερδίζει 0,3% και είναι στο 19,4% και το ΚΙΝΑΛ χάνει 1,3% και από το 14,5% πάει
στο 13,2%. Στην εκτίμηση ψήφου η ΝΔ βρίσκεται στο 34,1%, ο ΣΥΡΙΖΑ στο 24,6% και
το ΚΙΝΑΛ στο 16,7%.
Η
Marc δίνει την διαφορά στο 9,3% από 11,3% στην προηγούμενη δημοσκόπησή της και
στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ βρίσκεται στο 30,8% (-1,7%), ο ΣΥΡΙΖΑ στο 21,5% (+0,3%)
και το ΚΙΝΑΛ στο 14% (-0,5%). Η εταιρία έχει σταματήσει το τελευταίο διάστημα
να δίνει εκτίμηση ψήφου επικαλούμενη τη ρευστότητα των δεδομένων – γεγονός, που
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πρακτική της τα προηγούμενα χρόνια.
Ο
κοινός τόπος και των δύο δημοσκοπήσεων είναι η, έντονη πια, φθορά της
κυβέρνησης, η οριακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η ανακοπή της ανοδικής πορείας του
ΚΙΝΑΛ που πλέον δείχνει τάση σταθεροποίησης με ελαφρά κάμψη. Το παράλληλο
επίσης, και μάλλον κρίσιμο, κοινό στοιχείο των δύο μετρήσεων είναι η άνοδος του
κόμματος Κασιδιάρη και η συγκέντρωση σοβαρών ποσοστών στα δεξιά της ΝΔ.
Στη
δημοσκόπηση της Metron Analysis το κόμμα Κασιδιάρη εμφανίζεται στην πρόθεση
ψήφου με ποσοστό 2,3% έχοντας κερδίσει 0,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα,
ενώ στην εκτίμηση ψήφου φθάνει στο 2,9% - δηλαδή, στο κατώφλι της εισόδου του
στη Βουλή. Στην ίδια έρευνα η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου στην
πρόθεση ψήφου εμφανίζεται σταθερή στο 4,7%, στην εκτίμηση ψήφου όμως ανεβαίνει
στο 5,9% από το 3,7% που είχε στις εκλογές του 2019.
Στην
έρευνα της Marc το κόμμα Κασιδιάρη έχει ανέβει στο 2,2% από το 1,9%, ενώ η
Ελληνική Λύση εμφανίζεται επίσης σταθερή με ποσοστό 4,7%.
Η
εικόνα αυτή, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ακρίβειας σε υπ’ αριθμό ένα
πρόβλημα για τους ψηφοφόρους με σαρωτικά ποσοστά ανεξαρτήτως κομματικής
προέλευσης, δείχνει το μέγεθος όχι μόνο της πίεσης για την κυβέρνηση αλλά και
των σύνθετων πολιτικών προβλημάτων που πλέον αντιμετωπίζει. Δεν είναι εικόνα
που αιφνιδίασε το Μαξίμου, όλες οι κυλιόμενες μετρήσεις που αναλύονται στις
συσκέψεις του τελευταίου διαστήματος αποτυπώνουν αντίστοιχη τάση – δύο όμως
στοιχεία προκαλούν έντονο προβληματισμό: Το ένα είναι η ταχύτητα με την οποία
βαθαίνει η κυβερνητική φθορά όσο κλιμακώνεται η κρίση της ακρίβειας και το
δεύτερο είναι οι παράλληλες διαρροές της ΝΔ τόσο από το κέντρο όσο και από τα
δεξιά της.
Η
άνοδος του ΚΙΝΑΛ στα τρέχοντα ποσοστά του, τα οποία είναι κατά 8 μονάδες
υψηλότερα από εκείνα προ της εκλογής Ανδρουλάκη, αποδεικνύεται ότι έχει
κοστίσει περισσότερο στη ΝΔ και λιγότερο στον ΣΥΡΙΖΑ. Και την ίδια ώρα, οι
κεντροδεξιές ασκήσεις ισορροπίας του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνονται να μην
αποδίδουν καθώς η στάση της κυβέρνησης στον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνεται να
της κοστίζει απώλειες και σκληρού δεξιού κοινού.
Η
αισιόδοξη ανάγνωση αυτής της τάσης στο Μαξίμου – την οποία σε γενικές γραμμές
μετέφερε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης χθες στη Βουλή – λέει πως η πίεση θα
αποδειχθεί προσωρινή, οι ψηφοφόροι θα αντιληφθούν ότι η κρίση είναι εξωγενής
και η εκτόνωση του ενεργειακού ιλίγγου θα εκτονώσει και την κοινωνική δυσφορία.
Η ίδια ανάγνωση λέει ότι ο ανταγωνισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ διασπά τη δεξαμενή των
ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς, δεν διαμορφώνει ισχυρό δεύτερο πόλο εξουσίας και
αυτό ευνοεί μεσοπρόθεσμα τη ΝΔ.
Η
απαισιόδοξη ανάγνωση – η οποία έχει θιασώτες και εντός Μαξίμου – λέει ότι η
κρίση της ακρίβειας μπορεί να αναδειχθεί στο σημείο καμπής για την κυβέρνηση,
στο σημείο εκείνο δηλαδή που οδηγεί σε μη αναστρέψιμη φθορά. Και λέει, επίσης,
ότι ανεξαρτήτως του εάν και πόσο εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ από αυτή τη φθορά, η
ιστορία των περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων της τελευταίας δεκαετίας και
των αλλεπάλληλων κρίσεων δείχνει ότι, εν τέλει, οι ψηφοφόροι πάνε στην κάλπη
για να καταψηφίσουν και όχι για να υπερψηφίσουν.