Μαρίνα Αλεξανδρή
Το παιχνίδι παίζεται μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας και δεν είναι καθόλου ευρωπαϊκό – έχει αμιγώς εθνικά χαρακτηριστικά και εσωστρεφή οικονομικά κίνητρα: Η Γαλλία και ο Εμμανουέλ Μακρόν σε ένα ad hoc μπλοκ με την Πολωνία και κάποιες ακόμη χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι εκείνοι που βγαίνουν μπροστά ζητώντας και ενεργειακό εμπάργκο κατά της Ρωσίας, και η Γερμανία σε κοινό μέτωπο και την Ολλανδία και την Ουγγαρία αντιστέκονται σθεναρά.
Το
αποτέλεσμα αυτού του μπρα ντε φερ είναι μέχρι στιγμής ένας ακόμη συμβιβασμός
που αποτυπώνεται στις σημερινές προτάσεις της Κομισιόν για κλιμάκωση των
κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Οι νέες κυρώσεις που προτείνει η Επιτροπή, όπως είπε
η πρόεδρός της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, περιλαμβάνουν εμπάργκο και στις
εξαγωγές άνθρακα από την Ρωσία – δεν επεκτείνονται όμως, προσώρας, στους τομείς
του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Το θέμα ειδικά του πετρελαϊκού εμπάργκο
δεν έχει φύγει από το τραπέζι, αλλά επίσης σύμφωνα με την φον ντερ Λάιεν,
εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια, που εκτείνονται από την επιβολή υψηλών δασμών
στις εισαγωγές πετρελαίου έως την δημιουργία ειδικού λογαριασμού που θα
δεσμεύει τα υπερκέρδη της Ρωσίας από την άνοδο των πετρελαϊκών τιμών λόγω
πολέμου.
Πίσω
από αυτόν τον συμβιβασμό βρίσκεται, σύμφωνα με το Bloomberg, το σταθερό βέτο
της Γερμανίας στην επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Πηγές που επικαλείται το πρακτορείο αναφέρουν ότι το μόνο βήμα πίσω που έκανε
το Βερολίνο από αυτό το βέτο ήταν να αποδεχθεί την ιδέα της απαγόρευσης των
εισαγωγών ρωσικού άνθρακα στην Ευρώπη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα έχει
άμεση ισχύ. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, το σενάριο που συζητά η Γερμανία είναι
να υπάρξει τρίμηνη άτυπη περίοδος χάριτος – δηλαδή, να τεθεί σε ισχύ η
απαγόρευση τρεις μήνες αφότου ληφθεί η επίσημη απόφαση από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η
Ρωσία δίνει το 18% των παγκόσμιων εξαγωγών άνθρακα και το μεγαλύτερο μέρος τους
απορροφάται από την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, οι ρωσικές εισαγωγές δίνουν περίπου
το 70% του συνολικού θερμικού άνθρακα που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη για να
τροφοδοτεί τις μονάδες παραγωγής ενέργειας και ρεύματος.
Η
αντίσταση της Γερμανίας στο καθολικό ενεργειακό εμπάργκο είναι η απόρροια της
βαθιάς ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από τις ρωσικές εισαγωγές. Εξ ου και ο
επικεφαλής των κυβερνώντων σοσιαλδημοκρατών
Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, προειδοποίησε προχθές ότι «ένα άμεσο εμπάργκο αερίου
είναι λάθος δρόμος, για πολλούς λόγους», ενώ ο πρωθυπουργός της Πολωνίας
Ματέους Μοραβιέτσκι δήλωσε ευθέως ότι «η Γερμανία αποτελεί το κύριο εμπόδιο
στις ενεργειακές κυρώσεις».
Στο
αντίποδα, ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν ήταν εκείνος που έβαλε ξανά στην
δημόσια ευρωπαϊκή ατζέντα το θέμα των ενεργειακών κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά
την σφαγή στην Μπούτσα: «Νομίζω», είπε, « ότι στο πετρέλαιο και στον άνθρακα
πρέπει να είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε. Πρέπει οπωσδήποτε να προχωρήσουμε
στις κυρώσεις. Δεν μπορούμε να το δεχτούμε αυτό».
Η
διαφορά στις θέσεις Σολτς και Μακρόν εξηγείται από την απλή και μόνον ανάγνωση
των αριθμών: Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος πελάτης του ρωσικού πετρελαίου στον
κόσμο απορροφώντας το 48% των ρωσικών εξαγωγών, κυρίως προς την Γερμανία και
την Ολλανδία. Οι δύο αυτές χώρες απορροφούν το 22% των εξαγωγών του ρωσικού
αργού, για την Γαλλία όμως το αντίστοιχο ποσοστό δεν φθάνει ούτε στο 5%. Η
Γερμανία επίσης εξαρτά πάνω από το 50% των εσωτερικών της αναγκών σε φυσικό
αέριο από την Ρωσία και απορροφά το 16% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών. Η
Ιταλία απορροφά το 12% των εξαγωγών της Ρωσίας και η Γαλλία μόλις το 8%.
Εν
ολίγοις, η Γαλλία είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες με την χαμηλότερη ενεργειακή
εξάρτηση από την Ρωσία, εξ ου και η επιμονή Μακρόν στην επέκταση των κυρώσεων
και στον ενεργειακό κλάδο. Στο Παρίσι, άλλωστε, φέρεται να ανήκει σύμφωνα με το
Bloomberg, και η πατρότητα της πρότασης για έμμεσες πετρελαϊκές κυρώσεις στην
Μόσχα είτε μέσω υψηλών δασμών, είτε δέσμευσης των ρωσικών υπερκερδών.
Είναι
ενδεικτικό ότι σύμφωνα με έκθεση του Οικονομικού Συμβουλίου της Γαλλίας η
επιβολή ευρωπαϊκών δασμών στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας θα είχε
ελάχιστες επιπτώσεις για την γαλλική οικονομία – για την ακρίβεια, η οικονομική
της ζημιά θα έφθανε μόλις στο 0,15% έως 0,3% του ΑΕΠ της χώρας.