Γιάννης Μυλόπουλος
Η ακρίβεια στην Ελλάδα έχει ονοματεπώνυμο, καθώς οφείλεται σε συγκεκριμένες πράξεις και σε ακόμη πιο συγκεκριμένες παραλήψεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Προφανώς
και η ενεργειακή κρίση είναι διεθνές φαινόμενο και προφανώς, ως τέτοιο, είναι εισαγόμενο
και στη χώρα μας.
Η
νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση όμως έκανε στην εσωτερική αγορά ενέργειας ό,τι
μπορούσε για να επιτείνει και να ενισχύσει τις ανατιμήσεις και την ακρίβεια.
Και αντιστοίχως, δεν έκανε και εξακολουθεί να μην κάνει τίποτε για να τις αποτρέψει.
Στο
δίπολο κερδοσκόποι – καταναλωτές η κυβέρνηση, με την προσκόλλησή της στο
ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης της αγοράς, έχει πάρει σαφές μέρος. Είναι με τις 3
- 4 μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ρεύματος, μεταξύ των οποίων πλέον και η ΔΕΗ,
που κερδοσκοπούν και αιχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών, σύμφωνα με το
κανονιστικό πλαίσιο που η ίδια η κυβέρνηση έχει θεσπίσει.
Συγκεκριμένα,
η κυβέρνηση έκανε τις εξής ολέθριες κινήσεις, οι οποίες κάθε μια από μόνη της,
αλλά πολύ περισσότερο η μία σε συνδυασμό με τις άλλες, επιδείνωσαν και
συνεχίζουν να επιδεινώνουν την κατάσταση για τους πολλούς. Πρώτα αποδυνάμωσε
την ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας, εξαρτώντας μας από τα καρτέλ του
εισαγόμενου και συγχρόνως και ακριβού φυσικού αερίου.
Η
πρόωρη, βεβιασμένη και χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα απομάκρυνση από τον
εγχώριο και φτηνό λιγνίτη, ενώ ακόμη είχαμε μπροστά μας περιθώριο μιας
δεκαετίας για να απομακρυνθούμε, έκανε την Ελλάδα να εξαρτηθεί περισσότερο από
το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Η τιμή του οποίου άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα
από το καλοκαίρι του 2021 ακόμη.
Η
απολιγνιτοποίηση θα είχε νόημα στο πλαίσιο μιας «πράσινης μετάβασης», όπως
διαφημίστηκε, αν εντωμεταξύ η παραγόμενη από τον άνθρακα ενέργεια είχε
αντικατασταθεί από ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Όμως
όταν η απεξάρτηση από τον εγχώριο και φτηνό λιγνίτη γίνεται για να εξαρτηθούμε
περισσότερο από το εισαγόμενο, ακριβό και επίσης ορυκτό καύσιμο, το φυσικό
αέριο, τότε μόνο κακό προκαλεί για την ενεργειακή αυτάρκεια, όσο όμως και για
την τιμή της ενέργειας, που θα βρίσκεται στα δόντια, πλέον, των καρτέλ της
κερδοσκοπίας.
Η
δεύτερη κατά σειρά κίνηση που επιδείνωσε την ακρίβεια στην Ελλάδα, ήταν η
εφαρμογή και στη χώρα μας του θεσμού του Χρηματιστηρίου της Ενέργειας. Όχι όμως
για ένα μικρό ποσοστό της παραγόμενης ενέργειας, όπως για το μόλις 29% στη
Γερμανία και τη Γαλλία, για το 18% στη Σουηδία, το 13% στη Βρετανία, το 11%
στην Ιταλία και το 1% στην Πολωνία, αλλά για το 100% της παραγόμενης ενέργειας
που περνά πλέον μέσα από το Χρηματιστήριο στη χώρα μας.
Η
σκληρή αυτή εφαρμογή του Χρηματιστηρίου της Ενέργειας από το Νοέμβριο του 2020
και μετά, ήταν η χαριστική βολή προκειμένου να εκτιναχθούν στα ύψη οι τιμές του
ρεύματος. Κι αυτό γιατί οι τιμές της ενέργειας καθορίζονται πλέον από την
υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των διαφορετικών μορφών ενέργειας που περνούν μέσα
από το Χρηματιστήριο. Όλες επομένως οι πηγές ενέργειας που εισέρχονται στο
Χρηματιστήριο, παίρνουν την τελική τιμή τους από την τιμή του φυσικού αερίου,
που διαμορφώνεται διεθνώς σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από όλες τις υπόλοιπες.
Με
αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας να κερδοσκοπούν, αφού πωλούν στο
Χρηματιστήριο ενέργεια σε τιμές 3 και 4 φορές μεγαλύτερη από το κόστος της
παραγωγής τους. Έτσι και η κάποτε δημόσια ΔΕΗ, αντί να προστατεύει τους
καταναλωτές, όπως επί δεκαετίες, τώρα και αυτή κερδοσκοπεί σε βάρος τους.
Η
κερδοσκοπία δηλαδή και η αισχροκέρδεια των επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας
γίνεται πλέον κανονικά και με το νόμο, σύμφωνα με τους κανόνες του
Χρηματιστηρίου. Η σκληρή πρόβλεψη δε της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο του 100%
της ενέργειας, δεσμεύει τις ηλεκτροπαραγωγές επιχειρήσεις να μην μπορούν να
συνάπτουν πλέον συμφωνίες και συμβόλαια με τους καταναλωτές σε τιμές εκτός
Χρηματιστηρίου, όπως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη,
συγκρατώντας με τον τρόπο αυτόν τις τιμές υπέρ των καταναλωτών.
Αν
αυτές οι δύο κινήσεις σε θεσμικό επίπεδο, η εξάρτηση από το φυσικό αέριο και η
εισαγωγή στο Χρηματιστήριο του 100% της παραγόμενης ενέργειας, έθεσαν τα
θεμέλια ενός σκληρού κερδοσκοπικού συστήματος στη χώρα μας, η άρνηση της
κυβέρνησης να διαπραγματευτεί στις Βρυξέλλες ώστε να εξαιρεθεί η Ελλάδα, ως η
φτωχότερη και συγχρόνως και ακριβότερη χώρα της Ευρώπης, όπως εξαιρέθηκαν για
ειδικούς λόγους η Ισπανία και η Πορτογαλία, ήταν η οριστική ταφόπλακα για την
καταπολέμηση της ακρίβειας.
Από
σήμερα οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι, εξ αιτίας της σκληρής διαπραγμάτευσης των
προοδευτικών τους κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες, θα έχουν φτηνότερο ρεύμα. Αφού
και η φορολογία των καυσίμων, όπως και το ΦΠΑ των ειδών πρώτης ανάγκης θα
μειωθούν και πλαφόν θα τεθεί στις τιμές.
Όσο
για το κόστος από την απώλεια των δημόσιων εσόδων εξ αιτίας της μείωσης της
φορολογίας, για το οποίο τόσο κόπτεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα προκύψει
προφανώς από την φορολόγηση των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών επιχειρήσεων.
Τα οποία ο Αλέξης Τσίπρας υπολόγισε σε 1,4 δις σε μόλις 8 μήνες.
Μια
κίνηση στην οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ έχει το ελεύθερο από την Ευρωπαϊκή
Ένωση να προχωρήσει, καθυστερεί προσχηματικά να το κάνει, προστατεύοντας έτσι
τις εταιρείες που κερδοσκοπούν και μεταφέροντας όλο το βάρος της ενεργειακής
κρίσης και της ακρίβειας στις πλάτες των καταναλωτών.
Όσο
οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, από κοινού με
άλλες 11 ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μειώσει τη φορολογία των καυσίμων και άλλες
15 που έχουν μειώσει το ΦΠΑ θα βλέπουν τις τιμές τους να μειώνονται, η
νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη θα περιμένει την αγορά να ρυθμιστεί από μόνη
της. Μια αγορά που έχει ρυθμιστεί όμως έτσι, ώστε να λειτουργεί πάντα υπέρ της
κερδοσκοπίας. Μέχρι τότε, ο πρωθυπουργός θα μετρά και θα ξαναμετρά τα υπερκέρδη
των κερδοσκόπων για να βρει πόσα είναι, πριν τα φορολογήσει. Παρατείνοντας στο
διηνεκές την αισχροκέρδεια.
Όσο
ο κ. Μητσοτάκης θα μετρά τα δις των υπερκερδών από την ακρίβεια, την ίδια ώρα
κάποιοι από εμάς και πάλι όχι όλοι, θα μετρούν μόλις 13 ευρώ το μήνα έκπτωση
στη βενζίνη, ενώ δεν θα μπορούν να βγάλουν όχι ολόκληρο, αλλά ούτε το μισό
μήνα… Η ακρίβεια έχει ονοματεπώνυμο. Γι’ αυτό και χρειάζεται άμεσα πολιτική
αλλαγή. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια προοδευτική κυβέρνηση, σαν κι αυτές στην
Ισπανία και την Πορτογαλία, που σκέφτονται και λειτουργούν υπέρ του πολίτη και
όχι υπέρ της ολιγαρχίας του πλούτου.