Η Ευρώπη αντικαθιστά την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία με εξάρτηση από δικτατορίες της Βόρειας Αφρικής


Στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκάλυψε τα σχέδια για μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά τα 2/3 μέσα στον επόμενο χρόνο και για διακοπή όλων των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων από τη χώρα «πολύ πριν» το 2030. Επιδίωξη που αποκτά άλλη διάσταση μετά την απαίτηση του Πούτιν να γίνονται σε ρούβλια οι πληρωμές για το φυσικό αέριο από 1ης Απριλίου.

 

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνώρισαν ότι για την επίτευξη τέτοιων φιλόδοξων στόχων, η ΕΕ θα εξαρτηθεί αρχικά σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αλλά και την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα — με αποτέλεσμα οι Financial Times να αναρωτηθούν: «Θα εκτροχιάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια;».

 

Οι ηγέτες της ΕΕ αντιτάχθηκαν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, υποσχόμενοι να ανακτήσουν έδαφος την επόμενη δεκαετία. Ζήτησαν την ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως.

 

«Πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούμε από το ρωσικό πετρέλαιο, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε έναν προμηθευτή που μας απειλεί ρητά», δήλωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Πρέπει να δράσουμε τώρα για να αμβλύνουμε τον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών της ενέργειας, να διαφοροποιήσουμε τον εφοδιασμό μας με φυσικό αέριο για τον επόμενο χειμώνα και να επιταχύνουμε τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Όσο πιο γρήγορα στραφούμε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το υδρογόνο, σε συνδυασμό με περισσότερη ενεργειακή απόδοση, τόσο πιο γρήγορα θα είμαστε πραγματικά ανεξάρτητοι και θα κυριαρχήσουμε στο ενεργειακό μας σύστημα», τόνισε η φον ντερ Λάιεν.

 

Την ίδια ώρα η ηγεσία του μπλοκ έχει μέχρι στιγμής αποκλείσει την προοπτική ενός νέου υπερεθνικού κοινού ταμείου τόνωσης για τη χρηματοδότηση και την επίτευξη των στόχων του. Ακόμη και αντιμέτωπη με μια γεωπολιτική αναταραχή, φαίνεται ότι η ΕΕ εξακολουθεί να μην μπορεί να κλωτσήσει τα αντανακλαστικά της λιτότητας που τη χαρακτηρίζουν. Όπως σημειώνει ο ερευνητής Mujtaba Rahman : «Το σχέδιο της Γερμανίας είναι κυριολεκτικά — κάθε χώρα για τον εαυτό της. Για να αντιμετωπίσουν τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες συνέπειες του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να βασιστούν στους δικούς τους εσωτερικούς προϋπολογισμούς».

 

Πέρα από αυτό, ο αναθεωρημένος οδικός χάρτης για πιο προσιτή, ασφαλή και βιώσιμη ενέργεια που ονομάστηκε REPowerEU, έχει επίσης δεχτεί κριτική για την προτεραιότητα στο υδρογόνο - τη λύση που προτιμούν τα λόμπι ορυκτών καυσίμων.

 

«Εν όψει το επόμενου χειμώνα, τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεργασθούν επειγόντως για από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου, LNG και υδρογόνου», αναφέρουν οι ευρωπαίοι ηγέτες, σύμφωνα με το σχέδιο του κοινού ανακοινωθέντος της συνόδου κορυφής στις 25 Μαρτίου.

 

Ένα καύσιμο χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών ρύπων, το οποίο προέρχεται βασικά από τα ορυκτά καύσιμα, μπορεί να παραχθεί όμως από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσω της ηλεκτρόλυσης. το πράσινο υδρογόνο θεωρείται απαραίτητο για την απαλλαγή από τον άνθρακα της βαριάς βιομηχανίας, της αεροπορίας και των μεταφορών κατά τις επόμενες δεκαετίες. Αν και το πράσινο υδρογόνο θεωρείται το καύσιμο του μέλλοντος, εντούτοις αυτή τη στιγμή αναλογεί μόλις στο 5% της συνολικής παραγωγής υδρογόνου της Ε.Ε.

 

Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το πράσινο υδρογόνο παρουσιάζει πολύ υψηλότερο κόστος (σε σχέση με το «γκρι» υδρογόνο που παράγεται από φυσικό αέριο), σημαντική κατανάλωση ενέργειας και απώλειες.

 

Όπως αναφέρει όμως και το Jacobin, το πράσινο υδρογόνο χρησιμοποιείται από τους γίγαντες του φυσικού αερίου ως κάλυμμα για να συνεχιστεί η καύση ορυκτών καυσίμων. Και το μοντέλο για την ανάπτυξή του στην Ευρώπη εξαρτάται από την εξωτερική ανάθεση σημαντικού κόστους σε γειτονικές χώρες στη Βόρεια Αφρική.

 

Πράγματι, το σχέδιο REPowerEU τοποθετεί τα στοιχήματά του στις εισαγωγές πράσινου υδρογόνου από χώρες όπως το Μαρόκο και η Αίγυπτος. Το αναθεωρημένο σχέδιο της ΕΕ περιλαμβάνει τετραπλάσια αύξηση του στόχου του 2030 για ανανεώσιμες πηγές υδρογόνου, με σχεδόν το 60% της συνολικής προμήθειας που προβλέπεται να προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ.

 

Καθώς οι εταιρικοί ενεργειακοί γίγαντες της Ευρώπης ηγούνται της κατηγορίας, η εναλλακτική λύση στο ρωσικό αέριο που οραματίζεται η ΕΕ, φαίνεται ολοένα και περισσότερο συνδεδεμένη με μια νέα μορφή πράσινης αποικιοκρατίας.

 

Ο πράσινος αγώνας υδρογόνου στην Αφρική

 

Το πράσινο υδρογόνο παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μέσω της ηλεκτρόλυσης: ηλεκτρικό ρεύμα που προέρχεται από ΑΠΕ, χωρίζει το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο.

 

Παρότι όμως το πράσινο υδρογόνο γίνεται όλο και περισσότερο βασικό συστατικό της στρατηγικής της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση, τα επίπεδα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που απαιτούνται για την τροφοδοσία αυτής της διαδικασίας φανερώνουν ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν περιορισμένες δυνατότητες για την παραγωγή του σε μαζική κλίμακα.

 

Μια έκθεση από το γερμανικό think tank, Agora Energiewende, σημειώνει: «Η κάλυψη της εκτιμώμενης ζήτησης υδρογόνου στην ΕΕ αποκλειστικά με εγχώρια αιολική και ηλιακή ενέργεια θα απαιτούσε οκτώ φορές περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια…η Βόρεια Αφρική, λόγω του εξαιρετικού ηλιακού της δυναμικού, θα μπορούσε να παρέχει λίγο λιγότερο από το ήμισυ της ζήτησης υδρογόνου της ΕΕ σε τιμές πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και με χαμηλό κόστος μεταφοράς λόγω αγωγών».

 

Έτσι, τους τελευταίους μήνες, ξεκίνησε μια σειρά μεγάλων έργων πράσινου υδρογόνου στην περιοχή. Η γαλλική εταιρεία Total Eren ανακοίνωσε ένα έργο εγκατάστασης 10,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα κατασκευαστεί σε μια γιγάντια τοποθεσία 170.000 εκταρίων στο Μαρόκο, ενώ η νορβηγική Scatec υπέγραψε συμφωνία για μια από τις μεγαλύτερες πράσινες μονάδες υδρογόνου στην αφρικανική ήπειρο στην Αίγυπτο, η οποία θα ξεκινήσει την παραγωγή έως το 2024 σε μια συμφωνία αρχικής αξίας 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

 

Ο γερμανικός κολοσσός Siemens είναι επίσης πολύ δραστήριος, υπογράφοντας μνημόνιο το 2021 με την Αίγυπτο για την ανάπτυξη μεγάλων έργων πράσινου υδρογόνου στη χώρα με εκτιμώμενο συνολικό κόστος 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και συμμετοχή σε πιλοτικά προγράμματα στο Μαρόκο. Η γερμανική τράπεζα ανάπτυξης KfW θα υποστηρίξει την κατασκευή μιας πράσινης μονάδας υδρογόνου με το ποσό των 300 εκ. ευρώ.

 

Το Μαρόκο έχει φιλόδοξα σχέδια, όπως λέει ο Ραχάλ Λανιαουί. «Έχουμε πάνω από 10 ώρες ηλιοφάνεια την ημέρα, καμιά φορά και 12. Γι αυτό και ο στόχος μας είναι να καλύψουμε μέχρι το 2030 το 52% των αναγκών μας σε ηλεκτρικό, ίσως ακόμη και το 86%, με ανανεώσιμες πηγές. Οι ανανεώσιμες πηγές μας είναι επαρκείς για να καλύψουν τόσο την τοπική όσο και την ζήτηση από το εξωτερικό, ειδικά τη ζήτηση από την Ευρώπη με τις συνδέσεις που έχουμε ήδη, για παράδειγμα, μεταξύ Μαρόκου και Ισπανίας και σύντομα ίσως με την Πορτογαλία και τη Βρετανία».

 

Οι τελευταίες φιλοδοξίες του Μαρόκου φθάνουν μέχρι και στον στόχο να καταλάβει ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά παραγωγής πράσινου υδρογόνου. Αυτό θα βοηθήσει τη Γερμανία, με την οποία υπάρχει και σχετική συμφωνία.

 

Βέβαια, πολλοί όπως ο Ζεμπάστιαν Φαγκτ, από το Ίδρυμα Φρίντριχ Νάουμαν που πρόσκειται στους Φιλελεύθερους, βλέπει τα σχέδια με το υδρογόνο με σκεπτικισμό γιατί η χώρα πάσχει από ξηρασία και το πρόβλημα επιδεινώνεται εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ άλλων και λόγω κλιματικής αλλαγής.

 

«Ένα από τα συστατικά του υδρογόνου είναι, όπως υποδηλώνει και το όνομα, το νερό» επισημαίνει στη Deutsche Welle. «Και το Μαρόκο πρέπει να αποκτήσει αυτό το νερό μέσω αφαλάτωσης θαλασσινού νερού. Για αυτό χρειάζεται επιπλέον ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Για μια ξηρή χώρα, όπως το Μαρόκο, αυτό σημαίνει ότι για να παραχθεί μια μονάδα πράσινου υδρογόνου, χρειάζεται μια δυσανάλογη ποσότητα ενέργειας που σημαίνει ότι είναι πολύ περίπλοκο και ακριβό για το Μαρόκο να παράγει αυτό το πράσινο υδρογόνο».

 

Αυτή είναι η άλλη θολή εικόνα του Μαρόκου ως πρωταθλήτρια του κλίματος που κάνει τη συνεργασία με τη Γερμανία στο υδρογόνο δίκοπο μαχαίρι. Γιατί μόνο το ήμισυ των αναγκών του Μαρόκου σε ενέργεια θα καλυφθεί από ΑΠΕ, το υπόλοιπο από ορυκτά καύσιμα.

 

«Που σημαίνει ότι εάν η Γερμανία θέλει να πάρει ενέργεια από το υδρογόνο για να γίνει ενεργειακά ουδέτερη, θα λείψει στο Μαρόκο και θα καίει όλο και περισσότερο άνθρακα και φυσικό αέριο» λέει ο Σεμπάστιαν Φαγκτ. «Από τη μια περισσότερη πράσινη ενέργεια και από την άλλη περισσότερη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων», καταλήγει.

 

Πράσινη αποικιοκρατία

 

Πέρα από την καθυστέρηση της αφρικανικής πράσινης μετάβασης, αυτά τα μεγάλα έργα υπό την ηγεσία της Ευρώπης θα κοστίσουν βέβαια στους τοπικούς πληθυσμούς μέσω της αναγκαστικής εκποίησης μεγάλων εκτάσεων γης από αγροτικές και ποιμενικές κοινότητες και εκτρέποντας τα σπάνια αποθέματα νερού μακριά από την κατανάλωση και τη γεωργία.

 

Αυτός ο τύπος «πράσινης αρπαγής» πόρων έχει ήδη παρατηρηθεί σε σχέση με την κατασκευή των ηλιακών εγκαταστάσεων Ouarzazate στο Μαρόκο, το μεγαλύτερο συγκεντρωμένο εργοστάσιο στον κόσμο, όπου οι αγρότες υπόκεινταν σε «υποχρεωτικές πωλήσεις γης σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές» ενώ το εργοστάσιο καταναλώνει τώρα από δύο έως τρία εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως για την ψύξη των ηλιακών συλλεκτών.

 

Μια έκθεση του Δεκεμβρίου 2020 από το Corporate Europe Observatory σημειώνει ότι δεν είναι τυχαίο ότι η ενεργειακή βιομηχανία «αναζήτησε αυταρχικά καθεστώτα με τα οποία μπορεί να συνεργαστεί» σε μεγάλης κλίμακας έργα, καθώς μπορούν να προωθηθούν με ελάχιστο λόγο από τους ντόπιους ή παρόμοια εμπόδια από περιβαλλοντικούς, εργασιακούς και κοινωνικούς κανονισμούς.

 

Καθώς μια νέα διεθνής αγορά πράσινης υδρογόνου αρχίζει να διαμορφώνεται για την Αφρική, ο Hamza Hamouchene Αλγερινός ακτιβιστής και σχολιαστής, συντονιστής του Environmental Justice North Africa Περιβαλλοντική Δικαιοσύνη στην Βόρεια Αφρική (EJNA) υποστηρίζει ότι αυτές οι σχέσεις εκμετάλλευσης, υπανάπτυξης και αρπαγής γης «ακολουθούν ένα οικείο αποικιακό σύστημα με ροή φθηνών φυσικών πόρων από τον Νότο προς τον πλούσιο Βορρά, στην προκειμένη περίπτωση με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ το κόστος που συνδέεται με την εξόρυξή τους επιβάλλεται στους λαούς του Νότου».

 

Αυτά τα έργα επίσης αναπτύσσονται σε συμμαχία με τις τοπικές άρχουσες τάξεις μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο των οποίων τα δάνεια που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις επενδύσεις για τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές και τις διεφθαρμένες τοπικές ελίτ.

 

Στην περίπτωση του Μαρόκου, το οποίο είναι πιθανό να γίνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής υδρογόνου της ΕΕ τις επόμενες δεκαετίες και πιθανώς η τοποθεσία ενός περιφερειακού κόμβου για την επεξεργασία υδρογόνου από άλλες αφρικανικές χώρες, τα μεγάλα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ηλιακή και την αιολική ενέργεια μεταφράζονται ήδη στον πλουτισμό της μαροκινής βασιλικής οικογένειας μέσω της συμμετοχής της δικής της ιδιωτικής εταιρείας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, Nareva, καθώς και εταιρειών και οικονομικών συμφερόντων που συνδέονται με τον στενό της κύκλο.

 

Ενισχυμένη κατοχή

 

Ωστόσο, η σύνδεση της μελλοντικής ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης με μια άλλη υπερεθνικιστική αυταρχική κλεπτοκρατία δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Κινδυνεύει να κάνει την ΕΕ «τόσο εξαρτημένη από τις εισαγωγές υδρογόνου από το Μαρόκο όσο σήμερα από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία», σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Επιστήμης και Διεθνών Υποθέσεων Belfer του Χάρβαρντ.

 

«Το τίμημα που θα πληρώσουμε για φθηνότερες προμήθειες υδρογόνου θα είναι η αναπαραγωγή προηγούμενων προτύπων ενεργειακής εξάρτησης και κινδύνων για την ασφάλεια του εφοδιασμού. Ενώ η μετατόπιση του γεωπολιτικού κέντρου βάρους από την Ανατολή προς το Νότο θα είχε σημαντικές επιπτώσεις, ελάχιστα θα ενίσχυε τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας».

 

Το Μαρόκο έχει ήδη δείξει την προθυμία του να ενισχύσει τη σχέση με την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του ως συνοριοφύλακα για το μπλοκ. Στις αρχές του 2021, η κυβέρνηση του Μωάμεθ ΣΤ' διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις τόσο με την Ισπανία όσο και με τη Γερμανία αφού οι δύο χώρες καταδίκασαν την τελευταία στιγμή την αναγνώριση της μαροκινής κυριαρχίας από τον Ντόναλντ Τραμπ στην κατεχόμενη Δυτική Σαχάρα. Σε μια περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης, το Μαρόκο άνοιξε στη συνέχεια το συνοριακό πέρασμα με την Ισπανία, επιτρέποντας σε έξι χιλιάδες μετανάστες να περάσουν σε μια μέρα τον περασμένο Μάιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ταυτόχρονα πάγωσε τη συμφωνία υδρογόνου με τη Γερμανία.

 

Η Δυτική Σαχάρα συμμετέχει επίσης σε μεγάλο βαθμό στην τρέχουσα αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική της ΕΕ. Γνωστή ως «η τελευταία αποικία της Αφρικής», αυτή η πλούσια σε πόρους περιοχή στο μέγεθος της Βρετανίας έχασε την ανεξαρτησία της μετά το τέλος της ισπανικής αποικιοκρατίας το 1975, καθώς τα μαροκινά στρατεύματα εισέβαλαν γρήγορα στη θέση τους. Τις δεκαετίες από τότε, το Μαρόκο εγκατέστησε εκεί ένα από τα πιο ανελεύθερα πολιτικά καθεστώτα στον πλανήτη.

 

Αλλά η κατάληψη της Δυτικής Σαχάρας έχει γίνει επίσης αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής του Μαρόκου για το πράσινο υδρογόνο και προϋπόθεση για να γίνει στρατηγικός εξαγωγέας. «Μέχρι το 2030, το 47% της συνολικής αιολικής ενέργειας του Μαρόκου και έως το 32% της ηλιακής του ενέργειας», λέει στον Jacobin η ερευνήτρια ενεργειακής πολιτικής Joanna Allan.

 

Η πίεση του Μαρόκου είχε τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς η ΕΕ άλλαξε τη θέση της στη Δυτική Σαχάρα τον περασμένο χρόνο. Στις αρχές του 2022, η νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού εγκατέλειψε τη δεδηλωμένη πολιτική των Ηνωμένων Εθνών, η οποία ζητά αποαποικιοποίηση και δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση του λαού για να υποστηρίξει τα σχέδια για την ενσωμάτωση της περιοχής ως αυτόνομης περιοχής στο Μαρόκο.

 

Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, παρόμοιες κινήσεις υπήρξαν από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ. Ως εκ τούτου, εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ηγέτες της ΕΕ υπερασπίζονται ξαφνικά την προσάρτηση ενός αφρικανικού έθνους από ένα άλλο.

 

«Ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σχέδια για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου στο Μαγκρέμπ, η Γερμανία έχει θέσει ως προτεραιότητα μια ισχυρότερη πολιτική, οικονομική και τεχνολογική παρουσία στη Βόρεια Αφρική», γράφει ο βετεράνος Ισπανός δημοσιογράφος Enric Juliana . «Μετά το ξέσπασμα του ουκρανικού πολέμου, αυτή η στρατηγική επιλογή έχει γίνει απόλυτη προτεραιότητα».

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη