Το διατροφικό «όπλο» του Πούτιν


Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και αναπληρωτής επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, προκάλεσε περαιτέρω ανησυχία με τις χθεσινές του δηλώσεις, όταν υποστήριξε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να περιορίσει τις προμήθειες γεωργικών προϊόντων μόνο σε «φιλικές» χώρες.

 

Ο Μεντβέντεφ είπε ότι θα ήθελε να περιγράψει «μερικά απλά αλλά σημαντικά σημεία σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια στη Ρωσία», δεδομένων των κυρώσεων που επιβλήθηκαν. Τα περισσότερα από αυτά αποτελούν μέρος της αγροτικής πολιτικής της χώρας εδώ και χρόνια.

 

«Θα προμηθεύουμε τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα μόνο στους φίλους μας», έγραψε ο Μεντβέντεφ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ευτυχώς έχουμε πολλούς από αυτούς και δεν βρίσκονται καθόλου στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική».

 

Οι γεωργικές προμήθειες σε «φιλικές χώρες» θα πληρώνονται τόσο σε ρούβλια όσο και στο εθνικό τους νόμισμα σε συμφωνημένη αναλογία, είπε ο Μεντβέντεφ.

 

Μάλιστα, επικαλούμενο σημερινή δήλωση του Μεντβέντεφ, το πρακτορείο ειδήσεων RIA σημειώνει πως η Ρωσία θα εξάγει τρόφιμα και σιτηρά μόνο σε «φιλικές χώρες», με πληρωμές σε ρούβλια ή στο εθνικό συνάλλαγμά τους.

 

Για τη Ρωσία, «μη φιλικές», θεωρούνται οι 48 χώρες που μετέχουν στις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση, σε αντίποινα για την εισβολή στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

 

Ένα διαφορετικό «όπλο»

 

Παρά τους φόβους πολλών για εισβολή του Πούτιν και σε κάποια άλλη χώρα στην περιοχή, φαίνεται πως στην πραγματικότητα ο ίδιος διαθέτει ένα άλλο ισχυρό όπλο, τον έλεγχο της παγκόσμιας προσφοράς σιτηρών.

 

Ήδη λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων αλλά και της πανδημίας, η διαφαινόμενη παγκόσμια επισιτιστική κρίση βρισκόταν σε εξέλιξη πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Τώρα, ο πόλεμος καθιστά βασικά τρόφιμα σπανιότερα και ακριβότερα. Μαζί, Ουκρανία και Ρωσία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού.

 

Η πληρωμή της Ρωσίας για τις εξαγωγές της γεωργίας έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη λόγω των κυρώσεων και η Ουκρανία έχει απαγορεύσει την εξαγωγή βασικών τροφίμων, για να διασφαλίσει ότι θα μπορεί να ικανοποιήσει τις εγχώριες ανάγκες.

 

Τα παραπάνω αποτελούν ένα εξαιρετικά κακό νέο για τις δεκάδες χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που εξαρτώνται από τη Ρωσία και την Ουκρανία για το ένα τρίτο ή περισσότερο της προσφοράς τους σε σιτάρι.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τον οικονομολόγο και στέλεχος του Γερμανικού Ινστιτούτου Αγροτικής Ανάπτυξης Leibniz, Ολεξάντρ Περεχότζουκ, η Μόσχα προσπαθεί από το 2007 να δημιουργήσει έναν «ΟΠΕΚ σιτηρών», στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

 

Η ιδέα αφορά τη δημιουργία μιας πλατφόρμας για τον συντονισμό των εξαγωγών σιτηρών από τη Ρωσία, το Καζακστάν και την Ουκρανία. Το Καζακστάν, το οποίο έχει συγκομιδή 10 - 20 εκατομμυρίων τόνων σιτηρών κάθε χρόνο, ενδιαφέρθηκε για την πρόταση, καθώς αναγκάζεται να μεταφέρει το σιτάρι του στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας μέσω των ρωσικών σιδηροδρόμων. «Λόγω αυτής της γεωγραφικής θέσης, η εξαγωγή σιταριού από το Καζακστάν στην παγκόσμια αγορά βρίσκεται ουσιαστικά υπό τον έλεγχο της Ρωσίας», λέει ο Περεχότζουκ. Στην πρόταση του «ΟΠΕΚ σιτηρών» αντιτάχθηκε πάντως η Ουκρανία, καθώς διαθέτει  αναπτυγμένες λιμενικές υποδομές στη Μαύρη Θάλασσα και μπορεί να ανταγωνιστεί επιτυχώς τη Ρωσία στην παγκόσμια αγορά σιταριού.

 

Αύξηση των τιμών

 

Με την Μαύρη θάλασσα και η Αζοφική κυρίως, να έχουν μετατραπεί εδώ και καιρό σε σημείο συγκρούσεων, η ναυσιπλοΐα για τα εμπορικά πλοία έχει καταστεί επικίνδυνη, με αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες σιτηρών να είναι εγκλωβισμένες σε αποθήκες στην Ουκρανία, ενώ οι τιμές τους αυξάνονται. Επίσης, και η ίδια η Μόσχα έχει εμποδίσει πλοία με εμπορεύματα να φύγουν από τη Μαύρη Θάλασσα.

 

Στην ευρωπαϊκή αγορά, όπως σημειώνει η «Ναυτεμπορική», οι τιμές του σιταριού κυμαίνονται κοντά στα 400 δολάρια τον τόνο, από 300 δολάρια, που ήταν πριν τον πόλεμο. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην αγορά θεωρούν πως ο πόλεμος θα διαρκέσει αρκετό καιρό ακόμη.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με αναλυτές, επί του παρόντος η Ουκρανία  θα μπορεί να εξάγει μόνο 200.000 τόνους σίτου από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο. Η νέα συγκομιδή το 2022 αναμένεται να πέσει κατακόρυφα, κατά 55%, σε μόλις 38,9 εκατομμύρια τόνους καθώς η ρωσική εισβολή έχει συρρικνώσει σημαντικά τις σπαρμένες εκτάσεις, όπως εκτιμά η APK-Inform. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών θα μπορούσαν να μειωθούν κατά περίπου ένα τρίτο σε 30 εκατομμύρια τόνους την επόμενη σεζόν (από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Ιούνιο του 2023), σύμφωνα με τον αγροτο-οικονομολόγο, Όλαφ Τσίνκε.

 

Η εξάρτηση της Ελλάδας

 

Από τα στοιχεία του διμερούς εμπορίου, τα οποία καταγράφει η «Ναυτεμπορική», είναι ξεκάθαρη η έντονη εξάρτηση της Ελλάδας από τη Μόσχα, τόσο όσον αφορά τα ενεργειακά όσο και τα γεωργικά προϊόντα.

 

Όσον αφορά στα κύρια εισαγόμενα γεωργικά προϊόντα, η εισαγωγική τους αξία, έτους 2021, διαμορφώθηκε στο σιτάρι, σμιγάδι (μείγμα από σιτάρι και κριθάρι) στα 60,8 εκ.ευρώ (+97,35% έναντι του 2020) και στο καλαμπόκι στα  33,2 εκατ. ευρώ  (+1.124,06% έναντι του 2020).

 

Όσον αφορά στην εισαχθείσα ποσότητα, έτους 2021, ήταν  στο σιτάρι- σμιγάδι διαμορφώθηκε σε 223,6 χιλ. τόνους (+56,15% έναντι του 2020) και στο  καλαμπόκι: 135,0 χιλ. τόνους (+787,60% έναντι του 2020).

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη