«Στο λιμάνι της Νέας Υόρκης μας έβαλαν στην καραντίνα για μια ημέρα και μετά μας πήγαν στο Ellis Island. Εκεί μας αραδιάσανε σαν τα πρόβατα για να μας εξετάσουν. Όλοι τρέμαμε μήπως δεν μας βρουν απολύτως υγιείς και μας γυρίσουν πίσω. Ο πατέρας μου αποκαλούσε το Ellis Island 'νησί των δακρύων και του φόβου'», αφήγηση της Ευτέρπης Δουκάκη στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα...
Το
νησί Ellis βρίσκεται έξω από το Μανχάταν. Έως τις αρχές του 17ου αιώνα
ονομαζόταν Γκαλ. Στις 12 Ιουλίου του 1603, ο τοπικός κυβερνήτης το αγόρασε από
τους Ινδιάνους και το μετονόμασε σε Oyster Island. Λίγο καιρό αργότερα,
αγοράστηκε από τον Samuel Ellis. Από το 1892, ως Ellis Island, ξεκίνησε τη
λειτουργία του ως κέντρο υποδοχής μεταναστών και συνέχισε μέχρι το 1954. Από
εκεί πέρασαν 12.000.000 εκατομμύρια νεοαφιχθέντες μετανάστες. Ενδεικτικά, έχει
υπολογιστεί ότι περίπου το 40% όλων των σημερινών πολιτών των ΗΠΑ είχε έναν
τουλάχιστον πρόγονό του στο νησί Ellis.
Όταν
το νησί άνοιξε τις πύλες του, μια μεγάλη αλλαγή άρχισε να πραγματοποιείται στον
τομέα της μετανάστευσης στην Αμερική. Οι αφίξεις από τη βόρεια και τη δυτική
Ευρώπη (τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Βρετανία και τις σκανδιναβικές χώρες)
αραίωσαν και όλο και περισσότεροι μετανάστες προέρχονταν από τη νοτιοανατολική
Ευρώπη. Μεταξύ της νέας αυτής γενιάς ήταν πολλοί Εβραίοι, Ιταλοί, Έλληνες,
Πολωνοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Σέρβοι, Σλοβάκοι, αλλά και πολλοί μη-Ευρωπαίοι από τη
Συρία, την Τουρκία και την Αρμενία. Όλοι ήλπιζαν για μια καλύτερη ζωή στη «Γη
της Επαγγελίας», μακριά από τον πόλεμο, την πείνα και τις διώξεις.
Μετά
από ένα μεγάλο, κουραστικό ταξίδι στη θάλασσα, κάτω από εξαιρετικά ανθυγιεινές
συνθήκες, οι επιβάτες έβλεπαν για πρώτη φορά το Άγαλμα της Ελευθερίας. Για
αρκετούς, η αναμονή είχε πλέον τελειώσει. Όσοι είχαν εισιτήρια της πρώτης και
της δεύτερης θέσης, είχαν εξεταστεί ήδη μέσα στο καράβι και ήταν ελεύθεροι να
ξεκινήσουν την ζωή τους στην Αμερική. Μοναδική προϋπόθεση για να τους επιτραπεί
η είσοδος, ήταν να κουβαλούν μαζί τους 25 δολάρια, ώστε να δείξουν ότι μπορούν
να επιβιώσουν μέχρι να βρουν δουλειά. Οι ταξιδιώτες της τρίτης θέσης ωστόσο, οι
οποίοι ήταν και οι μοναδικοί που ουσιαστικά ονομάζονταν μετανάστες, έβαζαν τα
πράγματά τους σε βάρκες και μεταφέρονταν στο νησί Ellis, με σκοπό να υποβληθούν
σε νομικό και ιατρικό έλεγχο.
Οι
γιατροί δούλευαν ανά ομάδες των δύο και χρησιμοποιούσαν το σύστημα των «έξι
δευτερολέπτων». Τότε υπήρχε η άποψη ότι ένας έμπειρος ειδικός μπορούσε σε τόσο
μικρό χρονικό διάστημα να διαπιστώσει μόνο με το βλέμμα την κατάσταση της
υγείας του ταξιδιώτη και να διαγνώσει από αναιμία μέχρι κιρσούς. Αν όλα ήταν καλά,
όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μετανάστες έπαιρναν την
πολυπόθητη άδεια και έβρισκαν κατοικία, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια, στη
Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ. Πάνω στο νησί, πολλοί αποκτούσαν καινούρια
ονόματα, καθώς αν κάποιος υπάλληλος δεν μπορούσε να εκφέρει το όνομα κάποιου,
το μετέτρεπε σε κάτι πιο απλό και σύντομο. Η πρώτη μετανάστρια που πέρασε από
το νησί Ellis ήταν η Annie Moore, ένα 15χρονο κοριτσάκι από το Cork της
Ιρλανδίας. Πήρε από τους υπαλλήλους ένα κομμάτι χρυσό αξίας 10 δολαρίων, το
μεγαλύτερο ποσό που είχε αποκτήσει στην μέχρι τότε ζωή της.
«Είδα
δάκρυα χαράς, πολλά. Είδα και δάκρυα λύπης», αφηγείται η Δούκισσα Παπαδάκη, σε
παλαιότερη εκπομπή του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα». Όταν υπήρχαν ενδείξεις
ασθενείας, οι γιατροί έγραφαν με κιμωλία πάνω στο πανοφόρι ένα γράμμα και
έστελναν τον εξεταζόμενο για επιπλέον έλεγχο. Το γράμμα ήταν διαφορετικό
ανάλογα με το μέρος που οι γιατροί εντόπισαν την «ανωμαλία», για παράδειγμα Ν
για το λαιμό, H για την καρδιά, Χ για παράνοια και πνευματικές ασθένειες και CT
για το τράχωμα, μια πολύ κοινή ασθένεια του ματιού, ειδικά σε όσους προέρχονταν
από την νοτιοανατολική Ευρώπη. Αν και οι πιο εξονυχιστικές εξετάσεις έβγαζαν
τον εκάστοτε μετανάστη άρρωστο, τότε του απαγορευόταν η είσοδος στις ΗΠΑ και
επέστρεφε στη χώρα του. Πολλοί παρέμεναν στο νησί πάνω από μία εβδομάδα, μέχρι
να ακούσουν την ετυμηγορία για την περίπτωσή τους. Οι έγκυες γυναίκες
κρατούνταν στο νησί, ώστε να μην γεννήσουν στην Αμερική και παιδιά τους να μην
πάρουν υπηκοότητα. Πάνω από 350 παιδιά γεννήθηκαν στο νησί και 3.500 πέθαναν,
μέχρι να αποφασιστεί αν θα φύγουν ή όχι.
Στο
διάστημα 1892 έως 1924, πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες βρέθηκαν στο νησί
Ellis και υπολογίζεται πως σχεδόν οι μισοί, επέστρεψαν κάποια στιγμή μόνιμα
στην Ελλάδα. Οι Αμερικανοί δεν τους έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια. Τους φώναζαν
«λιγδιάρηδες» («greaseballs») και «βρωμοέλληνες» («dirty Greeks»). Στον Νότο,
οι Έλληνες βρέθηκαν στο στόχαστρο της Κου-Κλουξ-Κλαν, ενώ οι νόμοι που
ψηφίζονταν για τους μαύρους ίσχυαν και για τους ίδιους, καθώς δεν θεωρούνταν
«λευκοί».
Από
το 1924 μέχρι το κλείσιμό του, το 1954, το νησί Ellis έπαψε να υποδέχεται
μετανάστες. Με αλλαγές στη νομοθεσία, οι μετανάστες ελέγχονταν πριν φύγουν από
τη χώρα τους από το Προξενείο. Από τότε, το Ellis χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο
κράτησης για εγκληματίες και για ανεπιθύμητους μετανάστες, των οποίων η άδεια
είχε λήξει. Δεν υπάρχουν αρχεία μεταξύ 1924-1954. Από το 1965, το νησί είναι
μέρος του Εθνικού Μνημείου του Αγάλματος της Ελευθερίας και πλεόν στις
εγκαταστάσεις του νησιού λειτουργεί μουσείο. Μέσω της ψηφιοποίησης των αρχείων
και της εφαρμογής στο http://www.ellisisland.org/ ο καθένας πλέον μπορεί να
εντοπίσει συγγενείς που πριν χρόνια
μετανάστευασαν στις ΗΠΑ και πέρασαν από την «κρίση» του Ellis.
*
Δείτε το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα
«Βρωμοέλληνες»