Το τραίνο: Ένα προαναγγελθέν έγκλημα


Σοφία Βιδάλη

 

Η συμφορά με την σύγκρουση των τραίνων στα Τέμπη θα μείνει δυστυχώς χαραγμένη στην μνήμη όλων. Δύσκολα μπορεί να βρεί κάποιος λόγια παρηγοριάς για τους γονείς, τους συγγενείς τους φίλους όλων εκείνων που διώχθηκαν βίαια και άγρια από αυτόν τον κόσμο.

 

Η ξαφνική τραγωδία, που κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα συνέβαινε στους δικούς του ανθρώπους, είναι από εκείνα τα γεγονότα, που πολύ δύσκολα συνειδητοποιούνται. Εδώ όμως μαζί με τον πόνο έρχεται και η οργή, το αίσθημα αδικίας, κοροϊδίας αλλά και το πάγωμα όλων… όσο έρχονται περισσότερες λεπτομέρειες στην δημοσιότητα για το μέγεθος της διάλυσης των σιδηροδρόμων.

 

Οι πιο ψύχραιμοι είπαν να μην μιλήσουμε τώρα για ευθύνες. Πράγματι είναι μέρες βαθέως πένθους. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έγκλημα διαρκείας, που υπερβαίνει το ίδιο το γεγονός και έρχεται να τοποθετηθεί στο κάδρο εκείνων των μεγάλων συμφορών που στιγμάτισαν την πορεία της ανάπτυξης στη χώρα, αλλά και την μετάλλαξη της ανθρώπινης αλληλεγγύης σε εγκληματική αδιαφορία για το συνάνθρωπο.

 

Πίσω από κάθε τέτοιο συμβάν θα βρει κάποιος μια μακρόχρονη σειρά από άτυπες παρακάμψεις του νόμου ή ευθείες παραβιάσεις του, από πλήρη απαξίωση των εργαζόμενων, της ιδέας του δημόσιου αγαθού, του δημόσιου χώρου και της διαμόρφωσής του, αλλά κυρίως, θα βρούμε μία ανεξάντλητη αλυσίδα σχέσεων πελατείας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Έτσι αν και στην τραγωδία των Τεμπών μπορεί να υπάρχουν κάποιοι δράστες που έκαναν ή δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους εκείνο το βράδυ, αλλά το γεγονός είναι ευθέως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης και μιας συγκεκριμένης λειτουργίας των σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που δεν τιμά τις πολιτικές εξουσιαστικές ελίτ αυτής της χώρας.

 

Όμως υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: από παντού σήμερα δημοσιεύονται ειδήσεις για το εξώδικο που είχε καταθέσει το σωματείο των σιδηροδρομικών σχετικά με την επισφάλεια των υποδομών, την προσφυγή της Ευρωπαϊκής επιτροπής στο δικαστήριο της ΕΕ για την παραβίαση των όρων ασφάλειας των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών από την Ελλάδα, τις ανακοινώσεις του σωματείου σιδηροδρομικών και την παραίτηση του προέδρου της ETCS. Όλα αυτά δεν είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη, καθώς δεν είχαν επιλεγεί ως σημαντικές ειδήσεις από τα ΜΜΕ, παρά το γεγονός μεταξύ άλλων ότι και στη Βουλή είχαν γίνει ερωτήσεις και περιστατικά εκτροχιασμών είχαν συμβεί. Τα προβλήματα στις σιδηροδρομικές συγκοινωνίες συσκοτίστηκαν και απαξιώθηκαν συστηματικά όχι μόνον από την κυβέρνηση, αλλά και από αυτούς που έχουν την ευθύνη της ενημέρωσης.

 

Στο επίμαχο διάστημα της τελευταίων τουλάχιστον 12 μηνών και ενώ αλλεπάλληλες ανακοινώσεις του σωματείου μηχανοδηγών είχαν δημοσιοποιήσει τα επιμέρους προβλήματα και τους κίνδυνους για τους επιβάτες, τα ζητήματα που απασχολούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αφορούσαν άλλα θέματα, όπως τα εγκλήματα διαπροσωπικής βίας, που η σοβαρότητά τους «αξιοποιήθηκε»  - εσκεμμένα ή μη-  για να «ευαισθητοποιήσει» την κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα δημιούργησε ένα πέπλο σιωπής για ουσιαστικά προβλήματα όπως αυτών των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών (που δεν είναι το μόνο).

 

Συνολικά τίθεται ένα ζήτημα επιλεκτικότητας στη λειτουργία των ΜΜΕ: πως και με ποιο κριτήριο αποφασίζεται ποιο γεγονός είναι σημαντικό και ποιο είναι σημαντικότερο από ένα άλλο;

 

Ποιος και γιατί προσανατολίζει την προσοχή μας προς συγκεκριμένα γεγονότα και όχι σε κάποια άλλα; Και ποιες είναι οι συνέπειες από αυτό; Πως προστατεύονται οι πολίτες από τις πολιτικές καλλιέργειας άγνοιας για σημαντικά πράγματα ή ανησυχίας για ασήμαντα ή δευτερεύοντα συγκριτικά με άλλα κοινωνικά προβλήματα; Και σε ποιον λογοδοτούν τα ΜΜΕ επί της ουσίας;

 

Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά: εύκολα μπορεί να εκτιμήσει κάποιος ότι η έγκαιρη δημοσιοποίηση των προβλημάτων θα είχε λειτουργήσει προληπτικά και θα μπορούσε  το έγκλημα αυτό να είχε αποφευχθεί. Εάν πράγματι μας ενδιαφέρει να μην ξανασυμβεί τέτοιο γεγονός, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, ότι ανάμεσα στους άλλους παράγοντες που διαμόρφωσαν τους όρους για να συμβεί το αδιανόητο, πρέπει να συνυπολογισθεί και η σιωπή εκείνων, που όφειλαν να λειτουργούν ως «σήματα κινδύνου» -πράγμα που κάνουν πολύ καλά όταν πρόκειται για κάποιο «κλεφτρόνι»- αλλά δεν το έκαναν.

 

Για να εξηγήσουμε ένα έγκλημα ή να προλάβουμε τη διάπραξή του, ειδικά όταν δεν είναι διαπροσωπικό, δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε στον εντοπισμό του άμεσου αυτουργού – «δράστη»: οι συνθήκες υπό τις οποίες διαπράττεται ένα έγκλημα, οι απώτερες αιτίες και οι αντιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος είναι κρίσιμες παράμετροι προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Δεν επαρκεί επομένως, ο εντοπισμός εκείνων που «έκαναν λάθος»: είναι ανάγκη να εξηγήσουμε και πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο (π.χ. απουσία φωτοσήμανσης, διάλυση σιδηροδρόμων κλπ) μέσα από ποιες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, αποφάσεις και επιλογές. Είναι όμως απολύτως αναγκαίο να εξηγηθεί και για ποιους λόγους όσοι μπορούσαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη, στην πραγματικότητα την «κοίμισαν», εξουδετερώνοντας τα κοινωνικά ανακλαστικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν προληπτικούς παράγοντες. Διαφορετικά δεν έχει νόημα ο εκ των υστέρων θρήνος.

 

*Η Σοφία Βιδάλη είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη