Φωτεινή Λαμπρίδη
Προσπάθησα να μην ταυτιστώ με τους γονείς που τρεμάμενοι αναζητούσαν τα παιδιά τους στον τόπο του δυστυχήματος, στον τόπο του εγκλήματος. Για να κρατήσω μια στοιχειώδη ψυχραιμία την οποία απαιτεί το επάγγελμα μας. Για να έχω τη διαύγεια να αναζητήσω πληροφορίες για τα αίτια της τραγωδίας.
Όχι
απλά δεν τα κατάφερα, αλλά όσο περνάει η ώρα ακούω όλο και πιο ηχηρά τις φωνές
των παιδιών μας, των φίλων τους, των συγγενών να λένε «ναι, έφτασα ρε μάνα».
Ακούω
κι εμάς να τους λέμε «πάρε το τρένο είναι πιο ασφαλές». Περνούν σαν αστραπή όλα
τα μαγικά ταξίδια της νιότης μας, με τις αμαξοστοιχίες που σήμερα φαντάζουν σαν
από άλλον αιώνα. Στο τρενο έγραψα
παιδάκι το πρώτο μου ποίημα.
Στον «καρβουνιάρη» έγραψα τους πρώτους στίχους που
μελοποίησε αργότερα ο Σωκράτης Μάλαμας. Κι ακόμα εύχομαι, τα παιδιά μας που
συμπιέζονται στην ταχύτητα και την αυτοματοποίηση της εποχής των social media,
να αξιωθούν αυτή την βραδύτητα. Να μπουν στο τρένο, να ρεμβάσουν, να θαυμάσουν
τις εναλλαγές των τοπίων της χώρας, να αποφασίσουν όπως εμείς να κατέβουν σε
άλλο σταθμό γιατί... έτσι.
Γιατί
η νεότητα οφείλει στον εαυτό της το «...πάμε κι όπου βγει», εκείνο της
έκπληξης, του απρόσμενου, του καλού ξαφνικού, της ανακάλυψης νέων τόπων και
νέων εαυτών.
Σκέφτομαι
πως τα παιδιά που αγνοούνται και τα άλλα που γλίτωσαν, δεν φαντάστηκαν ποτέ πως
το «..κι όπου βγει» θα είναι το τέρμα και το καθοριστικό τραύμα που θα σκιάσει
την ξεγνοιασιά του ταξιδιού, που θα προκαλέσει τον θρήνο των γονιών τους και
των φίλων, που θα κάνει μια χώρα να λυγίσει από πόνο και θυμό.
Αυτά
δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά εκείνων που έχουν εξασφαλισμένα τα αεροπορικά τους
εισιτήρια. Δεν κινδύνευσαν τα παιδιά εκείνων που χωρίς ντροπή σταυρώνουν τον
σταθμάρχη, ενώ οι εργαζόμενοι εξέπεμπαν sos για την παντελή απουσία μέτρων
ασφαλείας μέχρι πριν από λίγες ημέρες.
Προσπάθησα
να μην ταυτιστώ με τους γονείς, αλλά ήταν αδύνατο, όχι μόνο για μένα. Όλη μέρα
χθες σκεφτόμουν πως θα ξημερώσει η γενέθλια μέρα του γιου μου και το βλέμμα μου
πάνω του ήταν διαφορετικό. Άφησα όλα τα επουσιώδη, όλα αυτά για τα οποία μπορεί
να γκρινιάζαμε, να πέσουν κάτω.
Σκεφτόμουν
πως θα βρουμε τον τρόπο να πούμε σε αυτά τα παιδιά να διαφυλάξουν το δικό τους
«πάμε κι όπου βγει» σε μια χώρα που το έχει επανειλημμένα ματώσει, προσδίδοντας
στο νόημα του, του κραυγές αγωνίας, απόγνωσης και πένθους. Πως θα τους
εμφυσήσουμε εμπιστοσύνη στη ζωή όταν τα ξόβεργα τα στήνει το ίδιο το σύστημα που
υποτίθεται ότι τους προστατεύει.
Πως
θα τους μιλήσουμε για δικαιοσύνη όταν τις ευθύνες θα χρεωθεί ένας σταθμάρχης.
Πως θα τους μάθουμε να διεκδικούν το δίκιο τους όταν πάνοπλοι αστυνομικοί τα
κακοποιούν σε ειρηνική διαδήλωση; Πως θα μάθουν να σέβονται την αξία της ζωής,
αυτή η αξία βαριανασαίνει κάτω από την μπότα του κέρδους και του κυνισμού.
Κατάφερα
να κοιμηθώ δύσκολο, με τη σκέψη στα θύματα και στους οικείους τους. Και με την
πεποίθηση πως τα παιδιά, οι νέοι άνθρωποι είναι πάντα η λύση. Είναι πάντα η
απάντηση στα ερωτήματα. Είναι η μόνη ελπίδα. Εξάλλου ήδη αγνοούν την
κακογερασμένη δηλητηριώδη ελληνική τηλεόραση. Θα βρουν τον τρόπο κάτι να
αλλάξουν. Αρκεί να μη μας νιώσουν ήδη,
ηττημένους και ηττημένες.