Γιάννης Μυλόπουλος
Ένα από τα δυνατά σημεία της προεκλογικής καμπάνιας της ΝΔ, στο οποίο οφείλει κατά κύριο λόγο την ευρεία εκλογική νίκη της, ήταν ότι αξιοποιώντας την επικοινωνιακή της παντοδυναμία, κατάφερε να εδραιώσει την αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, πέρα από τη δική της νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Έτσι, όταν ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ παρουσίασαν τον εναλλακτικό δρόμο της Δίκαιης Ανάπτυξης, η επικοινωνιακή λαίλαπα απέδειξε ότι αυτός είναι αναξιόπιστος, γιατί δήθεν υποεκτιμάται το… τεράστιο κόστος του, ανέφικτος, γιατί δήθεν δεν υπάρχουν οι χρηματοδοτικοί πόροι για να τον στηρίξουν και εντέλει αποτέλεσμα λαϊκισμού, αφού υπόσχεται… φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Το επικοινωνιακό σχέδιο αμφισβήτησης της «άλλης» κυβερνητικής πρότασης εξελίχθηκε ως εξής:
Πρώτα απέδειξαν ότι η ακρίβεια είναι μονόδρομος, καθώς την παρουσίασαν εντέχνως σαν εισαγόμενη από την Ευρώπη.
Για το λόγο αυτόν διαστρέβλωσαν την αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις της υπόλοιπης Ευρώπης κατάφεραν, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, να μειώσουν σημαντικά τις τιμές του ρεύματος και της βενζίνης.
Όπως επίσης απέκρυψαν εντέχνως και ότι τα μέτρα που πήραν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, είναι τα ίδια που προτείνονται και στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Με κυριότερα την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, το πλαφόν 5% στις τιμές, τη φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων που κερδοσκόπησαν σε βάρος των καταναλωτών και τη μείωση έως και τον μηδενισμό για κάποια προϊόντα των αυξημένων έμμεσων φόρων.
Και βέβαια αποσιώπησαν και τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα αναδείχθηκε στην ακριβότερη χώρα της Ενωμένης Ευρώπης. Γιατί τα στοιχεία αυτά διαψεύδουν τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη.
Στη συνέχεια η κυβερνητική προπαγάνδα παρουσίασε σαν μονόδρομο το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης των αγορών.
Ανεξάρτητα αν, ακόμη και οι φοιτητές των Οικονομικών Σχολών γνωρίζουν ότι, σε εποχές κρίσης, τις αγορές αν δεν τις ρυθμίσει το κράτος προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, θα τις ρυθμίσουν οι κερδοσκόποι, σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Που αποκομίζουν από την ανεξέλεγκτη αγορά δισεκατομμύρια ευρώ υπερκέρδη σε βάρος των καταναλωτών.
Σαν μονόδρομο όμως, η δεξιά προπαγάνδα παρουσίασε και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.
Άσχετο αν στη Γαλλία του νεοφιλελεύθερου, κατά τα άλλα, Μακρόν, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, καθώς και μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι επανακρατικοποιήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ακρίβεια, εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Το μέτρο αυτό το προτείνει βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Για να εισπράξει όμως από την προπαγάνδα ότι πρόκειται για… λαϊκισμό. Με το σαθρό επιχείρημα ότι θα ρίξει έξω τον προϋπολογισμό και θα βυθίσει τη χώρα σε περιπέτειες νέων μνημονίων.
Και το λένε αυτοί που, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική τους προκάλεσαν τη μεγαλύτερη, μετά την οικονομική κρίση που οδήγησε στα μνημόνια, δημοσιονομική εκτροπή στη χώρα, αυξάνοντας το εξωτερικό δημόσιο χρέος κατά 44 δις και επαναφέροντάς το στα επίπεδα του 2011.
Σαν μονόδρομος ακόμη, σύμφωνα με την προπαγάνδα της Δεξιάς, παρουσιάστηκαν και οι επιδοτήσεις, τα κουπόνια και τα έξτρα φιλοδωρήματα για τους πληγέντες από την ακρίβεια.
Αφού η ακρίβεια είναι μονόδρομος και οι αγορές περιμένουμε να… αυτορυθμιστούν, τότε για τις ανάγκες του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος, τα λογής κουπόνια βαφτίζονται κοινωνική πολιτική. Και αποδεικνύουν, σύμφωνα με τη δεξιά προπαγάνδα, την… κοινωνική ευαισθησία μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. Που εκπαιδεύει τα μεσαία και χαμηλά στρώματα να ζουν με κουπόνια, αφού πρώτα έχει επιτρέψει την αισχροκέρδεια στην αγορά να ανεβάσει τις τιμές στα ύψη.
Στο πρότυπο του «Να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι».
Το ετήσιο κόστος, άλλωστε, των 10 δις ευρώ σε επιδοτήσεις και σε κουπόνια στη νεοφιλελεύθερη φιλοδωρηματική πολιτική, εντέχνως δεν αφαιρείται από τις δαπάνες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Καθώς αποκρύπτεται το γεγονός ότι στο ενδεχόμενο επανακρατικοποίησης της ΔΕΗ και μείωσης των έμμεσων φόρων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ προτείνει, οι τιμές θα μειωθούν και συνεπώς οι επιδοτήσεις δεν θα χρειάζονται.
Δημιουργούν όμως έτσι τη ψευδή εντύπωση για την εναλλακτική λύση της Δίκαιης Ανάπτυξης ότι έχει ένα μεγάλο κόστος, χωρίς συγχρόνως να έχει κανένα όφελος.
Κι αυτός είναι άλλος ένας τεχνητός μονόδρομος της κυβερνητικής προπαγάνδας, προκειμένου να αποδειχθεί το ανέφικτο του «άλλου δρόμου».
Μονόδρομος όμως, σύμφωνα με την προπαγάνδα του κ. Μητσοτάκη, είναι και οι υψηλοί έμμεσοι φόροι για τους καταναλωτές του ρεύματος, της βενζίνης και των ειδών πρώτης ανάγκης.
Αφού αποκρύπτεται το γεγονός ότι η μείωση του ΦΠΑ στα προϊόντα και του ΕΦΚ στη βενζίνη, όπως προτείνει το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και όπως συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, θα συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Εδώ κρύβεται και ένα ακόμη ψέμα που χρησιμοποιείται για να καταδειχθεί ο μονόδρομος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Αποκρύπτεται εντέχνως η αναπτυξιακή διάσταση της πολιτικής της μείωσης των τιμών και της αύξησης των μισθών που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Μια πολιτική που θα συμβάλει στο ξεπάγωμα της αγοράς και θα δώσει νέα ώθηση στην κατανάλωση και στην παραγωγή νέου πλούτου.
Με τούτα και με τα άλλα, σε ένα πνιγηρό από τη διαστρέβλωση της αλήθειας επικοινωνιακό περιβάλλον, ο «άλλος δρόμος» της Δίκαιης Ανάπτυξης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, παρουσιάζεται στα μάτια των ψηφοφόρων σαν ουτοπικός, ανέφικτος, λαϊκιστικός και δημοσιονομικά καταστροφικός.
Αφού υπερεκτιμάται από την προπαγάνδα το κόστος των δαπανών του και εξαφανίζεται τεχνηέντως το όφελος από την αναπτυξιακή του διάσταση.
Έτσι, η νεοφιλελεύθερη πολιτική προκύπτει σαν η μόνη εφικτή.
Με τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας να επιδεικνύουν ένα δήθεν επίσημο έγγραφο, το οποίο όμως το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το διαψεύδει, φουσκώνοντας κατά το δοκούν τις δαπάνες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και μηδενίζοντας τα δυνητικά του οφέλη.
Ο δρόμος της Δίκαιης Ανάπτυξης, ο δρόμος δηλαδή της παραγωγικής ανασυγκρότησης με ίσες ευκαιρίες για όλους, της ρύθμισης των αγορών και της αξιοποίησης των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και συγχρόνως ο δρόμος της αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου προς όφελος του κοινωνικού κράτους και όχι προς όφελος επιμέρους ιδιωτικών συμφερόντων, είναι ένας δρόμος εφικτός και δοκιμασμένος σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη.
Είναι σαφές λοιπόν ότι υπάρχουν δύο διακριτοί και εφικτοί δρόμοι, ανάλογα με τις προτεραιότητες κάθε πολιτικής δύναμης.
Οι νεοφιλελεύθεροι μονόδρομοι φέρνουν κέρδη στην ολιγαρχία του πλούτου και γι’ αυτό είναι αρεστοί στο μεγάλο κεφάλαιο και στο οικονομικό κατεστημένο που εκπροσωπεί η Δεξιά του κ. Μητσοτάκη. Ένα κατεστημένο που δίνει τα ρέστα του, προκειμένου να συνεχίσει το πάρτι του ξεπουλήματος της χώρας και των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο δρόμος της Δίκαιης Ανάπτυξης με ίσες ευκαιρίες για όλους από την άλλη, ο δρόμος της παραγωγικής ανασυγκρότησης με αναπτυξιακές πηγές τα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες, ο δρόμος του κοινωνικού κράτους και της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας και Υγείας, απευθύνεται στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, στη μεσαία και χαμηλή οικονομικά τάξη και σε όλους εκείνους που δεν ανήκουν στις ελίτ, ούτε σιτίζονται από την ολιγαρχία του πλούτου.
Το παράδοξο είναι ότι το 40% των ψηφοφόρων, άνθρωποι δηλαδή που ανήκουν στα μεσαία και χαμηλά στρώματα που κατά κύριο λόγο πλήττονται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, υπερψήφισαν αυτή την πολιτική που είναι σε βάρος των συμφερόντων τους και φέρνει κέρδη μόνο σε μια μικρή ολιγαρχία του πλούτου.
Αυτά συμβαίνουν όταν η επικοινωνιακή προπαγάνδα πείθει τα πρόβατα ότι οι λύκοι είναι μονόδρομος.
Με αποτέλεσμα τα πρόβατα να ψηφίζουν… τους λύκους για να φυλάνε το μαντρί.
*του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Καθηγητή και πρώην Πρύτανη ΑΠΘ, Μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ