Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται ότι «κάνει πίσω» σε σχέση με τη δέσμευσή της για την απαγόρευση όλων των επικίνδυνων χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη, σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Guardian, η οποία επικαλείται διαρροή απόρρητων εγγράφων.
Το 2020, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η
Κομισιόν δεσμεύθηκε ότι θα απαγορέψει τις πιο επιβλαβείς χημικές ουσίες σε
καταναλωτικά προϊόντα, επιτρέποντας τη χρήση τους μόνο όπου είναι απαραίτητο.
Όπως αναφέρει η ΕΡΤ, σύμφωνα με αυτή τη δέσμευση, θα
έπρεπε να απαγορευτεί η χρήση 7.000- 12.000 επικίνδυνων ουσιών σε όλα τα
εμπορεύσιμα προϊόντα επικαιροποιώντας τον κανονισμό Reach της ΕΕ,
συμπεριλαμβανομένων πολλών «παντοτινών χημικών» (PFAS) οι οποίες συσσωρεύονται
στη φύση και στον ανθρώπινο οργανισμό και έχουν συνδεθεί με διάφορες παθήσεις
του ορμονικού και αναπαραγωγικού συστήματος, καθώς και με καρκίνους. Ωστόσο,
σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Guardian, η ΕΕ φαίνεται ότι είναι έτοιμη να αθετήσει
τη δέσμευσή της καθώς δέχεται έντονες πιέσεις από τη βιομηχανία αλλά και από
κόμματα της δεξιάς.
Η αντίδραση της βιομηχανίας προκαλεί ανησυχία σχετικά με την
απειλή για τη δημόσια υγεία και τη χάραξη πολιτικής.
«Μας πιέζουν διαρκώς να είμαστε λιγότερο αυστηροί
απέναντι στη βιομηχανία», δήλωσε στον Guardian ένας αξιωματούχος της ΕΕ που
θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ένα νομοθετικό έγγραφο που διέρρευσε και στο οποίο
αναφέρεται ο Guardian, προτείνει τρία σενάρια που θα περιορίζουν το 1%, το 10%
ή το 50% των προϊόντων που περιέχουν επικίνδυνες χημικές ουσίες και τα οποία
κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά. Η ΕΕ επιλέγει συνήθως τη μεσαία επιλογή.
«Η αποτυχία της ΕΕ να ελέγξει τις επιβλαβείς χημικές
ουσίες έχει ‘αποτυπωθεί’ στο μολυσμένο αίμα σχεδόν όλων των Ευρωπαίων. Κάθε
καθυστέρηση φέρνει περισσότερο πόνο, αρρώστιες και ακόμη και πρόωρους
θανάτους», τόνισε η Τατιάνα Σάντος, επικεφαλής της πολιτικής για τα χημικά στο
Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος.
«Η ρυθμιστική υποχώρηση της ΕΕ θα μπορούσε να είναι το
καρφί στο φέρετρο της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, τροφοδοτώντας τον κυνισμό
για αναξιόπιστες ελίτ που κάνουν συμφωνίες με μεγάλα λόμπι, εκτός αν η Επιτροπή
τηρήσει την υπόσχεσή της να αποτοξινώσει τα προϊόντα και να ορθώσει το ανάστημά
της απέναντι στους ρυπαντές», πρόσθεσε.
Η 77σελιδη μελέτη επιπτώσεων που διέρρευσε αποτελεί μέρος
της αναθεώρησης των στόχων του κανονισμού Reach της ΕΕ που καλύπτει τη
νομοθεσία για τα χημικά, ο οποίος έχει ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 2023 και
αναμένεται να δρομολογηθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Το κείμενο θα
μπορούσε να τροποποιηθεί, αλλά οι αξιωματούχοι λένε ότι οι επιλογές που
εξετάζονται δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά.
Σύμφωνα με τον Guardian, η μελέτη εκτιμά ότι το
οικονομικό όφελος από την απαγόρευση των χημικών ουσιών υπερβαίνει κατά 10
φορές το κόστος για τη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το κόστος για τη
θεραπεία ασθενειών όπως ο καρκίνος και η παχυσαρκία θα ανέρχονταν σε 11-31 δισ.
ευρώ ετησίως, ενώ το κόστος προσαρμογής για τις επιχειρήσεις θα κυμαίνεται
μεταξύ 0,9-2,7 δισ. ευρώ ετησίως.
Εκτός από τα PFAS, οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ
διαπίστωσαν ότι το 17% των παιδιών στην ΕΕ κινδυνεύει από τη συνδυασμένη έκθεση
σε μείγματα φθαλικών ενώσεων που συνδέονται με αναπτυξιακές και αναπαραγωγικές
ασθένειες. Ίχνη του αναπαραγωγικού ενδοκρινικού διαταράκτη δισφαινόλη Α
βρέθηκαν στο 92% των ενηλίκων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο περσινής μελέτης.
Η συντονίστρια της μελέτης, δρ Μαρίκε Κολόσα-Γκέρινγκ,
δήλωσε ότι το 2020 καταναλώθηκαν στην Ευρώπη περισσότεροι από 34 εκατ. τόνοι
καρκινογόνων, μεταλλαξιογόνων και τοξικών για την αναπαραγωγή ουσιών.
Ωστόσο, η επικαιροποίηση του κανονισμού Reach καθυστέρησε
μετά από διαφωνία μεταξύ των δύο υπηρεσιών της Επιτροπής που είχαν αναλάβει τη
σύνταξη του νέου νόμου: της διεύθυνσης περιβάλλοντος, η οποία πίεζε για ισχυρά
μέτρα, και της διεύθυνσης εσωτερικής αγοράς, η οποία ήγειρε αντιστάσεις.
Αξιωματούχος της ΕΕ που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία
του, δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα ότι οι προσπάθειες για την αποδυνάμωση της
νομικής αναθεώρησης βοηθήθηκε από «μια πλήρη στροφή στο κύμα υποστήριξης των
καταναλωτών και του περιβάλλοντος» στις Βρυξέλλες, καθώς οι ευρωβουλευτές του
Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) άρχισαν να δυσφορούν για την περιβαλλοντική
μεταρρύθμιση.
«Η αίσθηση στην Επιτροπή είναι σχεδόν δεδομένη ότι δεν
μπορούμε να δημιουργήσουμε πολλά προβλήματα στη βιομηχανία – ανεξάρτητα από τα
οφέλη για τη δημόσια υγεία – και ότι οι εταιρείες υποφέρουν πολύ από τους
κανονισμούς μας για τα χημικά, οπότε θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τις
διευκολύνουμε», αποκάλυψε ο αξιωματούχος.
Αρκετοί αρχηγοί κρατών της φαίνεται επίσης να πίεσαν την
ΕΕ προς όφελος της βιομηχανίας. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν ζήτησε μια
«ρυθμιστική παύση» στο περιβαλλοντικό δίκαιο για να βοηθήσει τη βιομηχανία, ενώ
ο Βέλγος πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Ντε Κρου, δήλωσε τον Μάιο: «Εάν επιβαρύνουμε
υπερβολικά τους ανθρώπους με κανόνες και κανονισμούς, κινδυνεύουμε να χάσουμε
το δημόσια στήριξη για την πράσινη ατζέντα».
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα πρότεινε για πρώτη φορά «ένα
ρυθμιστικό μορατόριουμ [για να] καθυστερήσει εκείνες τις πράξεις που θα αύξαναν
άσκοπα το κόστος για τις επιχειρήσεις όπως ο Reach» τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η
κίνηση αυτή συνέπεσε με την ανακοίνωση του γερμανικού κολοσσού των χημικών BASF
για μια «μόνιμη» συρρίκνωση στην Ευρώπη, την οποία συνέδεσε με το «υπερβολικό
ρυθμιστικό πλαίσιο».
Η ένωση βιομηχανίας VCI της Γερμανίας είχε ζητήσει
αναβολή της απαγόρευσης των χημικών ήδη από τον Μάρτιο του 2022. Ο διευθυντής
της VCI, Βόλφανγκ Γκρος Έντραπ, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι μια σχετική
πρόταση για την οριστική απαγόρευση των χημικών θα είχε «μοιραία» αποτελέσματα
για τη γερμανική βιομηχανία.
«Με κάθε μία από αυτές τις ουσίες που απαγορεύεται στην
ΕΕ, ο κίνδυνος περαιτέρω μετανάστευσης της βιομηχανίας μας σε λιγότερο αυστηρά
ελεγχόμενες περιοχές αυξάνεται», είπε.
Θέλετε να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα;
* κάνοντας εγγραφή στο newsletter συμφωνείτε με τους
όρους χρήσης της υπηρεσίας Moosend
Εν τω μεταξύ πέρυσι η VCI χρηματοδότησε τους
χριστιανοδημοκράτες του ΕΛΚ με περισσότερα από 150.000 ευρώ.
Έντεκα μέλη της βιομηχανίας PFAS στη Γερμανία απασχολούν
94 λομπίστες και έχουν δαπανήσει συνολικά 9 εκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με ανάλυση
του Corporate Europe Observatory που αναμένεται να κυκλοφορήσει αργότερα αυτή
την εβδομάδα. Στις Βρυξέλλες, 12 μέλη της βιομηχανίας PFAS έχουν ενεργούς 72
μεμονωμένους λομπίστες και ετήσια δαπάνη μεταξύ 18,6 και 21,1 εκατομμυρίων
ευρώ.
Η επικαιροποίηση του Reach ήταν αρχικά προτεραιότητα της
Κομισιόν. Ο πρώτος αντιπρόεδρος της επιτροπής, Φρανς Τίμερμανς, είχε δηλώσει το
2020: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σταματήσουμε τη χρήση των πιο επιβλαβών
χημικών ουσιών σε καταναλωτικά προϊόντα, από παιχνίδια και προϊόντα παιδικής
φροντίδας μέχρι υφάσματα και υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμά μας».