Αγάπη Βαρούνη
Γιγαντιαίες οικονομίες, με ακόμη μεγαλύτερους πληθυσμούς και κυρίως, μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Οι χώρες της BRICS αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και περισσότερο από το ένα τέταρτο του παγκόσμιου ΑΕΠ, με το ποσοστό αυτό να αναμένεται να αυξηθεί.
Τα
πέντε κράτη BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) έχουν πλέον
συνδυασμένο ακαθάριστο ΑΕΠ μεγαλύτερο από αυτό της G7 σε όρους ισοτιμίας
αγοραστικής δύναμης. Σε ονομαστικούς όρους, οι χώρες BRICS είναι υπεύθυνες για
το 26% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Παρά το γεγονός αυτό, διαθέτουν μόνο το 15% της
δύναμης ψήφου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Σε
συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια για τέτοιου είδους ανισορροπίες, οι ανησυχίες στον
Παγκόσμιο Νότο αυξάνονται για το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν το
δολάριο ως όπλο, μέσω κυρώσεων, όπως έκαναν κατά της Ρωσίας. Αυτό έχει οδηγήσει
τα κράτη μέλη της BRICS να προσπαθούν -μεμονωμένα και συλλογικά- να μειώσουν
την εξάρτησή τους από το αμερικανικό νόμισμα, αυξάνοντας παράλληλα το διμερές
εμπόριο στα δικά τους νομίσματα.
Η
επιρροή των χωρών BRICS είναι πιθανό να αυξηθεί, ιδίως μετά την απόφαση
διεύρυνσης του μπλοκ, αλλά θεωρείται πολύ πιο πιθανό να προσφέρει
αποσπασματικές οικονομικές και διπλωματικές εναλλακτικές λύσεις στον αντίποδα
της παγκόσμιας ηγέτιδας Ουάσινγκτον, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Η
δύναμη των αριθμών
Τον
Ιούλιο, ο πρόεδρος της Αλγερίας Αμπντελματζίντ Τεμπούν δήλωσε ότι η χώρα του
ήθελε να ενταχθεί στις BRICS και ότι είχε μάλιστα διαθέσει 1,5 δισ. δολάρια για
να συνεισφέρει στη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα του μπλοκ – στην ουσία, για να
αγοράσει το εισιτήριο εισόδου.
Τον
Ιούνιο, η Αίγυπτος ζήτησε επίσης να γίνει δεκτή στο μπλοκ και τον τελευταίο
χρόνο, η Αργεντινή, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
εμφανίστηκαν ως άλλοι υποψήφιοι σε μια μακρά λίστα χωρών προς ένταξη, της
Ινδονησίας, της τέταρτης πολυπληθέστερης χώρας του κόσμου, και της Νιγηρίας,
της μεγαλύτερης οικονομίας της Αφρικής.
Η
Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ενδέχεται να παράσχουν νέα
κεφάλαια για τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι
σημείωσαν ότι η Αργεντινή και η Αίγυπτος είναι οι δύο μεγαλύτεροι οφειλέτες του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο οποίο και έχουν απευθυνθεί για πρόγραμμα
διάσωσης.
Η
Αιθιοπία, η δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής με 120 εκατομμύρια
κατοίκους, έχει έρθει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω
της κριτικής τους για την πρόσφατη σύγκρουση στο Τιγκράι.
Μετά
τη σύνοδο κορυφής στο Γιοχάνεσμπουργκ, η διεύρυνση της BRICS θεωρείται βέβαιη,
με την Κίνα να διατηρεί τη θέση ισχύος και τη Ρωσία να αναζητά διεθνείς φίλους
μετά τις δυτικές αντιδράσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η
είσοδος των πετρελαϊκών δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων
Αραβικών Εμιράτων αναδεικνύει την απομάκρυνσή τους από την τροχιά των Ηνωμένων
Πολιτειών και τη φιλοδοξία τους να αναδειχθούν σε υπολογίσιμους παίκτες της
διεθνούς σκηνής.
Ο
πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, χαρακτήρισε τη διεύρυνση «ιστορική», ωστόσο
δεν είναι όλα τα μέλη βέβαια ότι ένα μεγαλύτερο μπλοκ είναι απαραίτητα και ένα
ισχυρότερο. Η Βραζιλία για παράδειγμα, έχει διατυπώσει επιφυλάξεις σχετικά με
την επέκταση, φοβούμενη ότι η επιρροή της θα μπορούσε να αμβλυνθεί. «Μια
επέκταση θα μπορούσε να μετατρέψει το μπλοκ σε κάτι άλλο», δήλωσε Βραζιλιάνος
αξιωματούχος στο Reuters νωρίτερα τον Αύγουστο.
«Η
διεύρυνση δείχνει την αποφασιστικότητα των χωρών BRICS για ενότητα και
ανάπτυξη. Με την πάροδο των ετών, η Κίνα έχει σταθεί αλληλέγγυα με τις
αναπτυσσόμενες χώρες» επεσήμανε ο Σι.
«Επί
του παρόντος, η νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου παραμένει και η γεωπολιτική
κατάσταση είναι ζοφερή» τόνιζε ο ηγέτης της Κινας, προτάσσοντας μια παγκόσμια
διακυβέρνηση «πιο δίκαιη και ισότιμη».
Κατά
την επίσκεψή του στη Νότια Αφρική για τη σύνοδο, ο Σι προσπάθησε να αναδειχθεί
σε ηγέτη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Για την Κίνα, η υποδοχή του Σι στην
Πρετόρια ενίσχυσε το μήνυμα που το Πεκίνο επιδιώκει να στείλει τόσο στο
εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό: ότι η προσφορά της Κίνας για μια εναλλακτική
λύση στην παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ έχει βαρύνουσα αξία εκτός του
αποκλειστικού κλαμπ των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό άλλωστε έχει γίνει όλο και πιο
σημαντικό διακυβευμα για την Κίνα, καθώς η υποστήριξή της προς τη Ρωσία και η
επιθετική της στάση σε θέματα όπως το καθεστώς της Ταϊβάν, του αυτοδιοικούμενου
νησιού που το Πεκίνο διεκδικεί ως έδαφός του, την έχουν αποξενώσει από χώρες
της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας.
Πεκίνο
και Ουάσινγκτον αναζητούν «συμμαχίες» στην Αφρική
Σε
μια συνάντηση με τον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Σιρίλ Ραμαφόζα την Τρίτη
(22/8), ο Σι δήλωσε ότι η Κίνα και οι αφρικανικές χώρες θα πρέπει να
συνεργαστούν στενότερα για να αντιμετωπίσουν τις «αλλαγές και το χάος» στον
κόσμο – λέξεις που ο Σι έχει χρησιμοποιήσει για να περιγράψει τον εντεινόμενο
ανταγωνισμό από την Ουάσινγκτον.
Η
Αφρική είναι ένα αναδυόμενο πεδίο μάχης για την παγκόσμια επιρροή. Η επίσκεψη
Σι πραγματοποιήθηκε μετά την πρωτοβουλία Μπάιντεν για Σύνοδο ΗΠΑ-Αφρικής τον
Δεκέμβριο, μετά από «αποχή» οχτώ ετών, στην οποία η Ουάσινγκτον επιχείρησε να
δώσει προοπτική στην έλλειψη τροφίμων που επιδεινώνεται τόσο από τον πόλεμο της
Ρωσίας με την Ουκρανία όσο και από τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που
προκύπτουν από την πανδημία της Covid-19.
Το
Πεκίνο από την πλευρά του έχει διοχετεύσει δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια,
βοήθεια και επενδύσεις σε χώρες που επί μακρόν αγνοούνται από τη Δύση. Το
αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν η διπλωματική υποστήριξη σε διεθνείς
οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη και η πρόσβαση σε κρίσιμα ορυκτά που
απαιτούνται για την τροφοδοσία αναπτυσσόμενων βιομηχανιών όπως τα ηλεκτρικά
οχήματα.
Ο
Κινέζος ηγέτης έβαλε στο στόχαστρο τις ΗΠΑ χωρίς να τις κατονομάζει, καλώντας
τις χώρες BRICS να «αντιταχθούν στην αποσύνδεση και τη διακοπή της εφοδιαστικής
αλυσίδας» – μια αναφορά στους εμπορικούς περιορισμούς της κυβέρνησης Μπάιντεν
που στοχεύουν την Κίνα για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Στη
συνάντηση του Γιοχάνεσμπουργκ, οι ηγέτες προσπάθησαν να προβάλουν μια κοινή
θέση. Οι προειδοποιήσεις κατά της επιστροφής στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν κοινή
συνισταμένη. Αρκετοί επέκριναν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για
τις αποτυχίες του, όπως τις χαρακτήρισαν, να τερματίσει τον πόλεμο της Ρωσίας
στην Ουκρανία – ενώ απέφυγαν να ασκήσουν κριτική στον πρόεδρο της Ρωσίας,
Βλαντίμιρ Πούτιν, για την εισβολή.
Μένει
να δούμε αν η BRICS μπορεί να συμφωνήσει σχετικά με τα κριτήρια εισόδου που θα
πρέπει να πληρούν οι νέες χώρες και την πορεία του μπλοκ μετά.
*Με
πληροφορίες από Al Jazeera, New York Times