Φωτεινή Λαμπρίδη
Πόσο εύκολος είναι ο απολογισμός της 50ετίας από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας που γιορτάζεται στις 24 του μήνα; Γιατί δεν έχει αναψηλαφηθεί η σημαντική αυτή περίοδος από τους ιστορικούς; Ποιες είναι οι φωτεινές στιγμές και ποιες οι γκρίζες ζώνες και πως φτάσαμε τελικά στην ανησυχητική αμφισβήτηση της Δημοκρατίας από ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας σήμερα; Ο Κωστής Κορνέτης, επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, απαντά στα ερωτήματα του tvxs και εξηγεί πως περάσαμε από το «Να τελειώνουμε με τη μεταπολίτευση» στην εξιδανίκευση της.
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την αποκατάσταση της
Δημοκρατίας. Έχει κατά τη γνώμη σου αναψηλαφηθεί αρκετά και με θάρρος από τους ιστορικούς αυτή η περίοδος ή όχι
λόγω ίσως της μικρής απόστασης από τα γεγονότα;
Όπως έχει λεχθεί κατά κόρον η απόσταση που μας χωρίζει
από το 1974 είναι σχεδόν η ίδια με εκείνη που χώριζε τη Μεταπολίτευση από τη
Μικρασιατική Καταστροφή. Κοινώς, δεν είναι και τόσο μικρή, αλλά αβυσσαλέα· η
σημερινή κοινωνία έχει πολύ λίγα κοινά με την Ελλάδα του 1974. Ως τώρα όχι, δεν
είχε γίνει αναψηλάφηση. Κοιτάξαμε το γενικό περίβλημα, τώρα πια ήρθε ο καιρός
να την ανασυστήσουμε με τρόπο συστηματικό.
Θεωρώ πως τώρα πλέον μπαίνουμε πλέον για τα καλά στη φάση
της ιστορικοποίησης, και τα 50χρονα είναι πάντα ένα ορόσημο. Φυσικά χρειάζεται
να γίνουν δουλειές βάσης όχι μόνο για το θεσμικό κομμάτι, που είναι πολύ
σημαντικό, αλλά και για το βίωμα εκείνων των χρόνων, τα κοινωνικά κινήματα, τις
μεγάλες αλλαγές, τον μετασχηματισμό των νοοτροπιών – όχι μόνο στα αστικά κέντρα
αλλά και στην περιφέρεια, κοινώς πώς βιώθηκε η πολιτειακή αλλαγή σε τοπικό
επίπεδο. Αυτά είναι μερικά από τα θέματα που θεωρώ πως θα μας απασχολήσουν
ερευνητικά στο επόμενο διάστημα.
Με ποιον τρόπο βλέπει ο Έλληνας κι η Ελληνίδα αυτή την
50ετία; Σαφώς δεν έχουν όλες και όλοι την ίδια ανάγνωση αλλά υπάρχει ένα «μέσο
βλέμμα» στην πρόσφατη ιστορία μας σύμφωνα με όσα εκφράζει η κοινωνία σήμερα;
Έχω την αίσθηση πως βλέπουμε αυτή την περίοδο σαν κάτι
πολύ κοντινό, ενώ στην πραγματικότητα είναι αρκετά μακρινό. Υπάρχει ένα
συναισθηματικό δέσιμο με αυτή την εποχή που μας έχει καθορίσει, βάζοντας κατά
κάποιο τρόπο τις ράγες πάνω στις οποίες κινούμαστε ως τώρα – εξ’ου και η
αδυναμία μας να «κλείσουμε» το κεφάλαιο Μεταπολίτευση και να βαφτίσουμε με νέο
όνομα την εποχή που ζούμε. Δεν είναι τυχαίο που σε πρόσφατες μετρήσεις γνώμης
υπήρχε μεγάλη συναισθηματική ταύτιση με την μακρά αυτή περίοδο. Το «μέσο»
βλέμμα έχει στο νου του αυτή την πεντηκονταετία ως χρόνια του ΠΑΣΟΚ – άλλωστε
αυτό θεωρείται πως είναι το κόμμα που έβαλε την σφραγίδα του στη Μεταπολίτευση
όσο κανένα άλλο και είναι μια εποχή που παρά τα προβλήματα και τις παθογένειές
της ακόμα θεωρείται τα «καλύτερα μας χρόνια».
Περάσαμε από τις σκληρές κρίσεις του τύπου «να
τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση» και τις στρεβλώσεις της στη εποχή των
μνημονίων, όπου η ανάγκη για ένα εξιλαστήριο θύμα οδήγησε στην αναφανδόν
απαξίωση της εποχής, στην νοσταλγική ενατένιση της σήμερα και την κάποια
εξιδανίκευση, ακόμα και σε υψηλό πολιτικό επίπεδο.
Ποιοι είναι έως σήμερα οι σημαντικότεροι σταθμοί αυτής
της περιόδου αν έκανες μια ανασκόπηση;
Θα έλεγα πως ανάμεσα στα σημαντικότερα επιτεύγματα είναι
η αναγνώριση του ΚΚΕ και η κατάργηση της βασιλείας, το σύνταγμα του 75, η
καθιέρωση της δημοτικής, η είσοδος στην ΕΟΚ, η αναγνώριση της Εθνικής
Αντίστασης, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, η ίδρυση του ΕΣΥ, η μη
αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, το ΑΣΕΠ και η Διαυγεια, η σύλληψη
και καταδίκη της Χρυσής Αυγής, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, ενώ στην
εξωτερική πολιτική η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ και η συνθήκη των Πρεσπών.
Σταθμοί σε γενικές γραμμές είναι η
δημοκρατική μετάβαση του 1974, η ομαλή εναλλαγή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην
εξουσία, ο πολιτικός σεισμός του 1989 («βρώμικου» ή μη), η είσοδος στο ευρώ και
οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, και η άνοδος του Σύριζα στην εξουσία και το
παραλίγο μοιραίο δημοψήφισμα του 2015.
Σήμερα επανέρχονται δριμύτατα αιτήματα που έχουν να
κάνουν με τη δημοκρατία και μιλώ για τη συζήτηση για το αν έχουμε ή όχι κράτος
δικαίου στη χώρα. Δεν είναι μόνο τα πολιτικά κόμματα που εκφράζουν την αγωνία
αλλά και θεσμικοί φορείς. Σημειώνω το θέμα της Δικαιοσύνης, της παραβίασης
ανθρωπίνων δικαιωμάτων με πιο ηχηρό το παράδειγμα των προσφύγων κ.α. Ποια είναι
η γνώμη σου;
Θεωρώ πως το ζήτημα του κράτους δικαίου απασχολεί πολύ
κόσμο στη χώρα – και παρότι δεν θεωρώ πως δεν ευσταθεί η θεωρία πως είμαστε εφάμιλλοι
με την Ουγγαρία του Ορμπαν, είναι σαφές πως υπάρχει πρόβλημα. Το σίγουρο είναι
πως σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα που όλοι κάπως γνωρίζονται και που
ασκούνται πολλαπλές πιέσεις σε πολιτικό επίπεδο, αυτό ναρκοθετεί ξεκάθαρα τη
διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία των θεσμών. Το μεγάλο σκάνδαλο των
παρακολουθήσεων, αλλά και η τραγωδία των Τεμπών, ανέδειξαν ακριβώς τις χρόνιες
παθογένειες που μαστίζουν τη χώρα, ενώ κατέστη σαφές πως οι ανεξάρτητες αρχές
δεν μπορούν να κάνουν απρόσκοπτα τη δουλειά τους. Και φυσικά το ζήτημα της
διαπλοκής της εκτελεστικής εξουσίας με τα ΜΜΕ είναι τεράστιο. Για όλα τα
παραπάνω δεν έχουν δημιουργηθεί τα θεσμικά αντίβαρα ώστε να αποφευχθούν – και
αυτό είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα για τη χώρα.
Σύμφωνα με πρόσφατη
έρευνα του ΕΤΕΡΟΝ μειοψηφούν οι πολίτες της χώρας που εμπιστεύονται τους
θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας από την μεταπολίτευση κι έπειτα με πιο
απογοητευμένη τη νέα γενιά και την κατώτερη κοινωνική τάξη. Αν και το 65,2% των
ερωτηθέντων κρίνει θετικά την περίοδο από το 1974 έως σήμερα, έχουμε ένα μεγάλο
ποσοστό νέων που αμφισβητούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία και μια μεγάλη
πλειοψηφία που δηλώνει πως έχει ελάχιστη η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, καθόλου
στα ΜΜΕ και τα κόμματα. Την ίδια ώρα την αντίδραση την καρπώνεται σε μεγάλο
βαθμό η Ακροδεξιά, όχι μόνο στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια την ώρα που γιορτάζουμε
τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η δημοκρατία αμφισβητείται
από ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος. Πως φτάσαμε εδώ και τι πρέπει να γίνει;
Είναι κυρίως η νέα γενιά που εκδηλώνει αυτή την έλλειψη
εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Είναι μια γενιά που πέρασε από κρίση σε κρίση, στον
μέχρι στιγμής βίο της έχει γευτεί μονο επισφάλεια και δεν φαίνεται να αλλάζει
κάτι σε σχέση με αυτό, καθώς βαδίζει από ματαίωση σε ματαίωση. Από αυτή την
άποψη το ζήτημα της νοσταλγίας για τα παλιά, καλά χρόνια (που δεν έζησε), την
κοινωνική κινητικότητα και την κατακόρυφη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, είναι
κατανοητό. Την ίδια στιγμή, το γεγονός πως μέχρι και η πρότινος ριζοσπαστική
αριστερά δοκιμάστηκε στην εξουσία εφαρμόζοντας ένα πολύ σκληρό μνημόνιο, σε
αντίθεση με τις πρότερες διακηρύξεις της, ευνοεί αφηγήματα του τύπου «όλοι
ίδιοι είναι».
Σαφώς ο μεγάλος κερδισμένος είναι η άκρα δεξιά η οποία
ευτυχώς για την ώρα δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει όλη αυτή την απαξίωση
θεσμών και δημοκρατίας μέσω κάποιου χαρισματικού προσώπου ή κόμματος με
δυναμική, όπως σε άλλες χώρες. Εάν αναδυθεί μια τέτοια προσωπικότητά, που θα
κινείται εντός και όχι στις παρυφές του κοινοβουλευτισμού, ενδέχεται να ζήσουμε
οριακές καταστάσεις όπως η Γαλλία.
Όπως έχουν ήδη τονίσει άνθρωποι που ασχολούνται
συστηματικά με το ζήτημα της άκρας δεξιάς στη χώρα, η βεβαιότητα πως μια «καλή»
κοινοβουλευτική ακροδεξιά θα μας βοηθήσει να περιορίσουμε την «κακή» ultra
ακροδεξιά, ενέχει πολλαπλούς κινδύνους για τη δημοκρατία. Το ίδιο φυσικά ισχύει
για τον πειρασμό της παρούσας κυβέρνησης να εναγκαλιστεί μια σκληρή δεξιά
ατζέντα, για παράδειγμα στο προσφυγικό ή ακόμα και σε θέματα έμφυλων
ταυτοτήτων, για να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που διέρρευσαν προς τα άκρα. Όπου
έχει δοκιμαστεί αυτή η τακτική έχει οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα, και
θεσμικά αλλά και εκλογικά. Χρειάζεται σοβαρότητα και αίσθημα ευθύνης και όχι
εκλογικός οπορτουνισμός και ευκαιριακές λύσεις.
Ο Κωστής
Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο
της Μαδρίτης